Ένας απ’ τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου είναι ο σκηνοθέτης Κριστιάν Μουντζίου/ Cristian Mungiu.
Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα το 2007 για το έργο 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες, σκηνοθέτης, διεισδύει με ευφυή ρεαλιστικό τρόπο και απλότητα που καθηλώνει στις κοινωνικές δομές της χώρας του, σχολιάζοντας διακριτικά, ωστόσο καίρια τις προκαταλήψεις, τις αγκιστρώσεις του παρελθόντος και την πολιτική κατάσταση.
Σε αντίθεση με τη μινιμαλιστική ρεαλιστική προσέγγιση που διατρέχει τις σημαντικότερες τελευταίες στιγμές της φιλμογραφίας του, ο Μουντζίου πειραματίστηκε στην αρχή της κινηματογραφικής του πορείας, με διαφορετικά υφολογικά μέσα. Οι μικρού μήκους ταινίες του ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, το σουρεαλισμό και την σύγχυση των ορίων φαντασίας και πραγματικότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα έργα του, The Hand of Paulista (1998), ένα απρόσμενο παιχνίδι φανταστικού – πραγματικού, με φόντο τις λατινοαμερικανικές σαπουνόπερες, Η Χορωδία των Πυροσβεστών (2000), που καταγράφει τις ανθρώπινες αδυναμίες και Zapping (2000), η σχέση ενός παθητικού θεατή με έναν τηλεοπτικό παρουσιαστή που ζωντανεύει και τον καθοδηγεί.
Η Δύση (2002), ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Μουντζίου, είναι μια σπονδυλωτή πικρή κομεντί, η οποία αποτυπώνει τα αδιέξοδα των νέων που επιθυμούν να απαγκιστρωθούν από τα τραύματα του παρελθόντος και να εγκατασταθούν στη Δύση.
Το 2007, ο Μουντζίου επανέρχεται με μια ταινία – σταθμό στη διαδρομή του. Το 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες που του χάρισε το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ των Κανών, σκιαγραφεί με ωμό ρεαλισμό την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Ρουμανία επί καθεστώτος Τσαουσέσκου, με αφορμή μια ιστορία έκτρωσης σε μια περίοδο κατά την οποία οι αμβλώσεις στη χώρα είχαν κριθεί παράνομες. Δυνατό ρεαλιστικό δράμα και ταυτόχρονα ένας ύμνος στη αλληλεγγύη και τις ανθρώπινες αξίες, που συνέβαλλε σημαντικά στην άνθιση του νέου ρουμανικού σινεμά. Το 2009, η σπονδυλωτή ταινία Tales from the Golden Age (έξι επεισόδια από πέντε σκηνοθέτες, ανάμεσά τους και ο Κριστιάν Μουντζίου), ζωντανεύει αστικούς θρύλους της κομμουνιστικής Ρουμανίας, με ιδιαίτερο χιούμορ, αλλά και ευαισθησία.
Η πιο πρόσφατη δημιουργία του ρουμάνου κινηματογραφιστή, Beyond the Hills (2012), εμπνέεται από την αληθινή ιστορία ενός εξορκισμού σε ένα μοναστήρι έξω απ’ το Βουκουρέστι και τις τραγικές συνέπειές του. Δυο φίλες, συναντιούνται ξανά ύστερα από έναν σύντομο αποχωρισμό: Η Βοϊκίτσα επιστρέφει από τη Γερμανία για να βρει την Αλίνα, με την οποία μεγάλωσαν μαζί σε ορφανοτροφείο. Μόνο που η Αλίνα, έχει καταφύγει σε μοναστήρι κι έχει αρνηθεί τα εγκόσμια. Με αφορμή μια δυνατή γυναικεία φιλία, ο Μουντζίου χτίζει μεθοδικά ένα δράμα που καθώς κορυφώνεται, αναμοχλεύει σχέσεις εκκλησίας – κοσμικής ζωής, αλλά και τους φόβους και τις αντιθέσεις μιας κοινωνίας σε μεταβατικό στάδιο.
Ο Δημήτρης Κερκινός σημειώνει σχετικά: "Ο Μουντζίου προσεγγίζει την κοινωνία του με ουδετερότητα βλέμματος και την κινηματογραφεί με ειλικρίνεια και απλότητα, εστιάζοντας στους ήρωές του και στον προσωπικό τους αγώνα επιβίωσης. Καθώς αυτό που τον απασχολεί είναι ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία επηρεάζει τη ζωή των ηρώων του, επικεντρώνεται στην ανθρώπινη υπόστασή τους, στην ψυχολογική τους κατάσταση, στο δράμα που αντιμετωπίζουν, χωρίς να παίρνει θέση για τις πράξεις τους, τις συγκρούσεις τους, τις επιλογές τους.
Με όχημα το ρεαλισμό –που παρουσιάζει τη ζωή όπως αυτή βιώνεται και παρατηρείται και που δείχνει τον κόσμο με τον πλέον άμεσο και καθαρό τρόπο– ο Μουντζίου αποδίδει το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα της εποχής με εθνογραφική ακρίβεια: καταγράφει κάθε λεπτομέρεια που συμβάλλει στην ανάδειξη των χαρακτήρων και του εκάστοτε κοινωνικού πλαισίου σε μια προσπάθεια κατανόησης και στοχασμού πάνω στην ιστορική ή τη σύγχρονη κοινωνική κατάσταση της χώρας του. Η αισθητική επιλογή του ρεαλισμού δεν περιορίζεται μόνο στην υλική πραγματικότητα, αλλά εκφράζεται επίσης στη φυσικότητα των ερμηνειών, και στην καθημερινότητα των διαλόγων. Υιοθετώντας την αμεσότητα του ντοκιμαντέρ ο Μουντζίου κινηματογραφεί σε φυσικές τοποθεσίες, με φυσικό φωτισμό και καθημερινά ντεκόρ, με την κάμερα στατική ή στο χέρι, χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τα μονοπλάνα και το βάθος πεδίου. Ακολουθεί παντού τους πρωταγωνιστές του και τους παρατηρεί με νηφαλιότητα, κρατώντας ίσες αποστάσεις από αυτούς και τις καταστάσεις, σε μια προσπάθεια να εκμηδενίσει τη σκηνοθετική του παρουσία και να ταυτίσει τη ματιά του –τεράστια η συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας του, Όλεγκ Μούτου– μ’ αυτήν του θεατή, τον οποίο και καθιστά μάρτυρα των δεινών τους. Στις ταινίες που επιλέγει ένα ελαφρύτερο κωμικό τόνο ή ένα διαφορετικό σκηνοθετικό ύφος για να σατιρίσει την κοινωνία του, καταφέρνει να τον διασκεδάζει και να τον εμπλέκει χωρίς όμως να κάνει έκπτωση στις απαιτήσεις του: η αυτοτέλεια του ανθρώπου και η ευθύνη της επιλογής που βαραίνει τη δράση των χαρακτήρων του επικοινωνείται ξεκάθαρα στον θεατή."
(πηγή δελτίο τύπου 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου)