mozos1.jpg

Από τον αειθαλή Manoel de Oliveira μέχρι τον προσφάτως ανακαλυφθέντα Miguel Gomes (Tabu), το πορτογαλικό σινεμά συγκροτεί ένα πλούσιο και πολυποίκιλτο τοπίο. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, ο Manuel Mozos (και το έργο του) συνιστά ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Θεωρούμενος από κριτικούς και συναδέλφους του (μεταξύ των οποίων και ο Miguel Gomes) ως ένας σημαντικός δημιουργός, ο πορτογάλος δημιουργός ήρθε στην επιφάνεια χάρις σ’ ένα αφιέρωμα της Viennale 2012.
Ολιγογράφος -με μόνο 5 ταινίες σ’ ένα διάστημα 20ετίας- αλλά μ’ ένα ευρύ θεματικό φάσμα, ο Manuel Mozos συγκρότησε ένα έργο που αποτελείται από ταινίες μυθοπλασίας –πορτραίτα χαρακτήρων αλλά και πολυπρόσωπες αφηγηματικές συνθέσεις-, ντοκιμαντέρ αλλά και κινηματογραφικά δοκίμια. Στις ταινίες του, τα κεντρικά πρόσωπα μοιάζουν αβέβαια και μετέωρα, στιγματίζονται από το παρελθόν τους, αναζητούν μια κατεύθυνση, ενώ μια αίσθηση μελαγχολίας και θλίψης διαπερνά τις εικόνες.
mozos2.jpgΟ Miguel Gomes αποτιμά ως εξής το έργο του: «Είναι ένα έργο που διαμορφώθηκε κάτω από οικονομικές δυσκολίες και γι’ αυτό το λόγο μιλά για τον εξαναγκασμό στην αποτυχία: την αποτυχία της χώρας και του πορτογαλικού σινεμά, την αποτυχία της γενιάς του Mozos και την αποτυχία του ίδιου του Manuel Mozos σαν σκηνοθέτη. Το ότι μια τέτοια αποτυχία συνιστά μια μέγιστη συμβολή στην τέχνη και τον πολιτισμό της Πορτογαλίας μπορεί να ακούγεται ως παραδοξολογία – όχι όμως για όσους έχουν δει το έργο του Manuel. Γιατί ο Manuel Mozos είναι ένας σκηνοθέτης, που -για λόγους ρομαντικούς- θα παραμείνει ένα φάντασμα, το οποίο όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Γιατί αν το κάνουμε, τότε τα φαντάσματα θα μας ακολουθούν».
Ο Manuel Mozos γεννήθηκε το 1959 στη Λισσαβόνα και έκανε σπουδές στην Ιστορία και Φιλοσοφία, πριν τις κινηματογραφικές του σπουδές (με ειδικότητα το μοντάζ). Σήμερα εργάζεται στο Εθνικό Κινηματογραφικό Αρχείο.
Η πρώτη του μεσαίου μήκους ταινία Um Passo, Outro Passo e Depois...(1989) παρακολουθεί το 24ωρο ενός μοναχικού 50χρονου, που βρίσκεται εν μέσω του χάους που προκαλούν οι φοιτητές στους δρόμους της Λισσαβόνας.
Η δεύτερη ταινία -η μεγάλους μήκους Xavier (1992/2002)- είναι κεντρική στο έργο του: Έχει στο κέντρο ένα 20χρονο, ο οποίος άρτι απολυθείς από το στρατό αναζητά μια κατεύθυνση και έναν προορισμό. Ο σκηνοθέτης συλλαμβάνει το μετεωρισμό του ήρωα, τη ρευστότητα στο περιβάλλον του, απεικονίζει τη συναισθηματική του δυσφορία, το κενό, τη θλίψη, τη μελαγχολία του. Η ταινία, λόγω προβλημάτων χρηματοδότησης, παρέμεινε ημιτελής σχεδόν για 10 χρόνια και μόνο το 2002 ολοκληρώθηκε.
Το ντοκιμαντέρ Cinema Português? (1996) είναι μια καταγραφή των 100 χρόνων του πορτογαλικού κινηματογράφου, μια ελάχιστα τυπική αποτίμηση της ιστορικής του διαδρομής.
mozos3.jpgΆξια επισήμανσης είναι η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας ...Quando Troveja (1999). Εδώ θα βρούμε δύο αφηγηματικές γραμμές. Η πρώτη είναι ένα σκοτεινό παραμύθι για ένα ερωτευμένο ζευγάρι –κάτι που αποτελεί και τον βασικό άξονα της ταινίας-, ενώ η δεύτερη έχει στο κέντρο μια ομάδα χαρακτήρων που αναζητούν τον έρωτα. Νυχτερινή στην ατμόσφαιρά της, η ταινία ιχνογραφεί πρόσωπα παγιδευμένα στα συναισθήματά τους, με φόντο ένα ρευστό τοπίο διαπροσωπικών σχέσεων.
Το Ruínas (2009) είναι ένα εξαιρετικό δοκιμιακό στην υφή του ντοκιμαντέρ για τόπους και χώρους απ’ όπου η ανθρώπινη παρουσία απουσιάζει. Είναι ένα είδος κινηματογραφικής τοπιογραφίας, μια κινηματογραφική απεικόνιση «πινάκων νεκρής φύσης», μια σκιαγράφηση της μνήμης των χώρων, αλλά και μια ποιητική περιπλάνηση σε μια άγνωστη Πορτογαλία. Υπάρχει μια απόκοσμη αίσθηση στις εικόνες: Εγκαταλειμμένα και ερειπωμένα κτήρια, ξενοδοχεία και σανατόρια, θέατρα και κινηματογράφοι, πλατείες και δρόμοι, ορυχεία και εργοστάσια. Παράλληλα η κινηματογραφική εικόνα συμπληρώνεται από ένα ιδιόμορφο ηχητικό σύμπαν: αφηγήσεις ιστοριών, μουσική, αναγνώσεις επιστολών, ποίηση.
 
Δημήτρης Μπάμπας