sorren1.jpg

"Ο Πάολο Σορεντίνο είναι ένας τολμηρός σκηνοθέτης. Και όχι μόνο γιατί ο κινηματογραφικός του κόσμος είναι ατρόμητος στη σχέση του με την αλήθεια (και την αναπαράστασή της), διακριτός και υπαινικτικός ταυτόχρονα, ενδελεχής και απέριττος, στυλιζαρισμένος και πολυδιάστατος. Ο Πάολο Σορεντίνο εντυπωσιάζει με την τόλμη του, γιατί μπορεί και θέλει να διαβάσει πίσω απ’ τις γραμμές. Μπορεί οι εντυπωσιακές κινήσεις της κάμερας, τα μελετημένα κάδρα και οι εξαιρετικά συγχρονισμένες μουσικές επιλογές του να δεσμεύουν άμεσα την προσοχή, αλλά είναι η εμμονή του με τη λεπτομέρεια των ανθρώπινων κινήσεων που καταγράφεται στη μνήμη." σημειώνει ο Δημήτρης Εϊπίδης.
Ο κινηματογραφικός κόσμος του Paolo Sorrentino είναι αρχιτεκτονικά δομημένος. Λεπτολόγος, σοφιστικέ, αινιγματικός και τολμηρός αφηγητής, ο δημιουργός, ο οποίος υπογράφει τα σενάρια σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, κάνει άψογη χρήση των κινηματογραφικών του μέσων: τα καρέ του είναι γεωμετρικά, η φωτογραφία εκθαμβωτική, οι λεπτομέρειες σοφά τοποθετημένες. Η σκηνοθεσία του, ακριβής, ευφυής και με στυλ, αναδεικνύει τους ιδιόρρυθμους, στα όρια της καρικατούρας χαρακτήρες του, για να ανάγει τη διαφορετικότητά τους σε κάτι αληθινά συναρπαστικό. 
sorren3.jpg
Οι μικρού μήκους ταινίες του Paolo Sorrentino, υποδείγματα σκηνοθετικής οικονομίας, είναι ελκυστικές τόσο εικαστικά όσο και θεματικά. Από τη μια πλευρά, ο δημιουργός ελίσσεται μυθοπλαστικά ανάμεσα σε ποικίλους κόσμους: Προτάσσει διλήμματα στους κόλπους της μαφίας (L’ amore non ha confini, 1998), βουτά στη δίνη των εθισμών (La notte lunga, 2001), αναδομεί σιωπηλά τις οικογενειακές σχέσεις (La partita lenta, 2009) και καταθέτει την προσωπική του ματιά για τη γενέτειρά του (Napoli 24 - La principessa di Napoli, 2010).
Η άνοδος και η προδιαγεγραμμένη πτώση δύο διάσημων ανδρών, ενός τραγουδιστή και ενός ποδοσφαιριστή, που διάγουν παράλληλους βίους, κορυφώνονται δραματικά στο ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Σορεντίνο με τίτλο L’ uomo in piu (2001). Μέσα από αυτή τη μελαγχολική σπουδή χαρακτήρων με την πυκνή, μυθιστορηματική σχεδόν σεναριακή δομή, διατυπώνεται μια υπαρξιακή παραβολή, αλλά και ένα στοχαστικό σχόλιο για το νόημα της δόξας, της επιτυχίας και της αποτυχίας. Τους δύο ήρωες, οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι από υπαρκτά πρόσωπα, τους Franco Califano και Agostino Di Bartolomei, ερμηνεύουν εξαιρετικά οι Τόνι Σερβίλο και Αντρέα Ρέντσι.
Ένας μυστικοπαθής, ψυχρός ερημίτης είναι ο (αντι-)ήρωας του αντονιονικού θρίλερ Le conseguenze dell' amore (2004), ενός τολμηρού μείγματος ρομαντισμού, σασπένς και αστυνομικής ταινίας. Με πρόσχημα μια ανολοκλήρωτη ιστορία αγάπης, ο σκηνοθέτης εξερευνά τον κόσμο της μαφίας και χτίζει υπόγεια ένταση «πατώντας» επάνω στην επιβλητική παρουσία του Τόνι Σερβίλο. Ο ηθοποιός – «σήμα κατατεθέν» του σκηνοθέτη υποδύεται έναν μεσήλικα εξορισμένο από τη μαφία και την οικογένειά του, καταδικασμένο σε μια άχαρη ρουτίνα. Οι σιωπές, το νευρώδες μουσικό σκορ και το κλειστοφοβικό ξενοδοχείο όπου μένει, εντείνουν στο έπακρο τη συναισθηματική ψυχρότητά του. Μοναδική πινελιά ζεστασιάς, η γυναίκα που ερωτεύεται, την οποία υποδύεται αισθαντικά η εγγονή της Άννα Μανιάνι, Ολίβια. Δηλώνει σχετικά: "Η ιδέα για αυτή την ταινία ήρθε κάπως έτσι, από αυτήν την εικόνα. Από μια περιέργεια που έγινε εμμονή: τι κάνουν όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες στα ξενοδοχεία σε ολόκληρο τον κόσμο; Τι σκέφτονται, καθισμένοι στην απέραντη σιωπή και την αδιαμφισβήτητη ζέστη των εχθρικών μπαρ; Έδωσα απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις και σε κάποιες ακόμα. Φαντάστηκα ένα χαρακτήρα με μια κλεμμένη ζωή από κάποιον άλλο, κυριολεκτικά μια κλεμμένη ζωή. Ενσαρκώνοντας με αυτό τον τρόπο την υποψία που όλοι μας έχουμε: κάποιος ή κάτι έχει κλέψει τη ζωή μας. Δεν είμαστε σίγουροι ποιος ή τι. Κι όμως, η ζωή μας κάποιες φορές δείχνει διαφορετική από αυτή που νομίζαμε ότι ζούμε."
sorren2.jpg
Εξίσου συναισθηματικά - αλλά και ηθικά - κούφιος είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας L' amico di famiglia (2006), ένας μισάνθρωπος τοκογλύφος που παρασιτεί, εκβιάζοντας τους γύρω του για χρήματα και σεξ. Ο Paolo Sorrentino «μεταμορφώνει» των ήρωά του σε απομεινάρι της commedia dell'arte και αφηγείται ένα γκροτέσκ παραμύθι, αφαιρετικά βασισμένο στην Πεντάμορφη και το Τέρας. Η ιστορία στηλιτεύει την ανθρώπινη φαυλότητα, με αναφορές σε δίπολα όπως ο φόβος και η επιθυμία, η έλξη και η αποστροφή. Παράλληλα, σκιαγραφεί έναν πειστικά σουρεαλιστικό κόσμο με γρήγορους, χιουμοριστικούς διαλόγους, θυμίζοντας τις φελινικές τραγικωμωδίες.
Σταθμό στη καριέρα του Paolo Sorrentino αποτελεί η ταινία Il divo (2008), η οπερατικού ύφους βιογραφία του Τζούλιο Αντρεότι, αυτής της σφίγγας της ιταλικής πολιτικής σκηνής. Η μεγαλομανής πολιτική φιλοσοφία και η δεσποτική ιδιοσυγκρασία του βρίσκουν ιδανική ενσάρκωση στο πρόσωπο του Τόνι Σερβίλο, ο οποίος παραδίδει μια ερμηνεία – σημείο αναφοράς, θυμίζοντας φιγούρα του βωβού εξπρεσιονισμού. Ο δημιουργός επιτυγχάνει τον τέλειο συνδυασμό χιούμορ και σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ, κάνοντας μια ταινία που μοιάζει με μαύρη κωμωδία - εκδοχή του Νονού στους τόνους του κιαροσκούρο. Δεν κάνει πολιτικό σινεμά ούτε επιχειρεί να λύσει τον πολιτικό γρίφο Αντρεότι, ωστόσο «υποκύπτει» στην μυστηριώδη θελκτικότητα μιας απεχθούς προσωπικότητας, για να διερευνήσει τις πιο σκοτεινές όψεις της εξουσίας.  
Ο Paolo Sorrentino δηλώνει σχετικά: «Όταν ξεκίνησα να κάνω έρευνα σχετικά με τον Andreotti ήθελα ήδη να κάνω μια ταινία γι’ αυτόν. Το ήθελα εδώ και χρόνια. Ανακάλυψα ένα τεράστιο όγκο υλικού το οποίο ήταν αντιφατικό. Κυριολεκτικά ζαλίστηκα. Για αρκετό χρόνο φοβούμουν ότι είναι αδύνατο να κάνω το «υλικό» να μπει στα καλούπια μιας ιδέας για ταινία, να υποταχθεί στις κινηματογραφικές απαιτήσεις. Επιπλέον η εικόνα του Andreotti είναι η πεμπτουσία του αμφιλεγόμενου και διφορούμενου, όπως τον έχουν αντιληφθεί οι ιστορικοί, οι δημοσιογράφοι και οι Ιταλοί πολίτες.
(...)Όταν αφηγείσαι μια ιστορία, έρχεσαι αντιμέτωπος με μια σειρά από καταστάσεις, πράξεις, συνήθειες και τοποθεσίες. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν όλα αυτά είναι όμορφα ή άσχημα στην πραγματική ζωή, διότι μια ταινία πρέπει να έχει απαραίτητα μια αισθητική, η οποία, για μένα τουλάχιστον, πρέπει να είναι ευχάριστη. Ο κινηματογράφος έχει την εκπληκτική δύναμη να αλλάζει την αισθητική αντίληψη τραγικών ή μακάβριων γεγονότων. Μερικές από τις σημαντικότερες πολεμικές ταινίες δεν αγνοούν τη φρίκη του πολέμου, αλλά παρουσιάζουν αναμφισβήτητα μια “υπέροχη” αισθητικά εικόνα. ».
Η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη με τίτλο This must be the place (2011) είναι ένα ιδιότροπο, αστείο και συγκινητικό road movie. Κεντρικός ήρωας, ένας παρακμασμένος ρόκερ - αγνώριστος ο Σον Πεν -, σε μια «ιερή» αποστολή: να βρει τον ναζί που είχε βασανίσει τον πατέρα του κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, αναζητώντας στην ουσία την προσωπική του ευτυχία. Πανέμορφα κάδρα, γοητευτικοί χαρακτήρες, αξιομνημόνευτες ατάκες, αλλά και το σάουντρακ του Ντέιβιντ Μπερν των Talking Heads - από το ομώνυμο κομμάτι των οποίων δανείζεται η ταινία τον τίτλο της - οριοθετούν ένα πιστό πορτρέτο της Αμερικής. Ο Paolo Sorrentino το συλλαμβάνει εύστοχα και το θέτει ως φόντο της υπαρξιακής οδύσσειας του ήρωα, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι είναι άξιος να κάνει οτιδήποτε αλλόκοτο, απόλυτα οικείο και ανθρώπινο. 
Ο  Δημήτρης Εϊπίδης σημειώνει για τη σκηνοθετική ιδιοτυπία του Paolo Sorrentino: "Με χαρά επιτρέπει να γίνουν εμφανείς οι επιρροές του από τους μέντορές του Αντονιόνι, Μπερτολούτσι, Κιούμπρικ και Σκορσέζε, αλλά στέκεται στο πλάι των αδελφών Κοέν, με την πίστη του σ’ένα σύγχρονο σινεμά τοποθετημένο κι απευθυνόμενο στο σήμερα. Αγκαλιάζει τη σύγχρονη εμπειρία μας, αναγνωρίζοντας τη σχέση μας με την ποπ κουλτούρα, την εξέλιξη του χιούμορ και της κινηματογραφικής απόδοσής του, τις συγκρούσεις μας με το παρελθόν αλλά και με το παρόν. Ο Πάολο Σορεντίνο επαναπροσδιορίζει την κινηματογραφική εμπειρία, διότι δεν παρατηρεί απλά την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά κατανοεί εις βάθος τις μεταλλάξεις και τις ταλαντώσεις της. Γι’ αυτό και το σινεμά του είναι τόσο θελκτικό – και απαραίτητο."

(πηγή δ.τ.)