Το σινεμά του Όλε Κρίστιαν Μάντσεν μοιάζει να βαδίζει πάνω στο τεντωμένο σκοινί των διαπροσωπικών σχέσεων. Με οξύνοια, αφηγηματική τόλμη, αλλά και υποβόσκουσα αίσθηση του χιούμορ, ο δανός δημιουργός διεισδύει στο πιο εύθραυστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Αντλώντας έμπνευση από προσωπικά βιώματα, o Ole Christian Madsen χτίζει ένα σύμπαν προσωπικό, γεμάτο ατελείς χαρακτήρες και ηθικά διλήμματα. Ισορροπώντας ανάμεσα στο art house και το εμπορικό σινεμά, στηρίζεται στην ερμηνευτική δεινότητα των ηθοποιών του - ανάμεσά τους ο Μαντς Μίκελσεν και η Στίνε Στινγκάντε – χτίζοντας ένα σύμπαν δωρικό, ρεαλιστικό, με εκφραστική λιτότητα και στοιχειώδη υλικά.
O Ole Christian Madsen δηλώνει:«Λοιπόν, οι κοινοί άνθρωποι σε συνήθεις καταστάσεις, δεν έχουν λόγο ύπαρξης στις ταινίες. Κάτι τέτοιο το ζούμε σε μεγάλο βαθμό όλοι καθημερινά. Προτιμώ να κάνω άλλου είδους ιστορίες. Το δράμα συχνά συναλλάσσεται με το φόβο, ασυνείδητα. Δράμα είναι να κατασκευάσουμε περιστατικά, που φοβόμαστε ότι θα καταλήξουν εναντίον μας. Με αυτό το τρόπο μπορούμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τους φόβους μας».
Γεννημένος το 1966, αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας, μαζί με τους Τόμας Βίντερμπεργκ και Περ Φλι, σε μια χρονιά που χαρακτηρίστηκε ως ‘χρυσή φουρνιά’. Με τις πρώτες του ταινίες, Sinan’s Wedding (1997) και Pizza King (1999), έγινε ένας απ’ τους πρώτους δανούς κινηματογραφιστές που καταπιάστηκαν με το μεταναστευτικό ζήτημα. Η ταινία προβλήθηκε στο διεθνές διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1999) και ο Ole Christian Madsen δηλώνει για την ταινία στο Πρώτο Πλάνο (Τζένη Παυλίδου) : "Τα τελευταία δέκα χρόνια ζω στην περιοχή που γυρίστηκε το φιλμ. Είδα την Κοπεγχάγη να μεταμορφώνεται σε μια πολύ μεγάλη πόλη, να αστικοποιείται περισσότερο με την άφιξη των μεταναστών, με τους μειονοτικούς πληθυσμούς, με πολλές διαμάχες στους δρόμους. Επίσης, τυχαίνει να' χω πολλούς φίλους απ' αυτό το περιβάλλον. Συνήθως όταν κάνεις μια ταινία για τους μετανάστες το αποτέλεσμα είναι ρομαντικό ή πολιτικά ορθό. Εγώ ήθελα να δείξω περισσότερο την πραγματικότητα. Έτσι ήμουν κάπως πιο αρνητικός αλλά ταυτόχρονα πιο μαλακός από όσο θά 'πρεπε να ήμουν. Ήθελα όμως να πιάσω την αλήθεια αυτής της ζωής. "
Το 2003 ασπάστηκε το Δόγμα ’95 με την ταινία Kira’s Reason: A love story, μια συγκλονιστική σπουδή πάνω στον γυναικείο ψυχισμό μιας συζύγου και μητέρας και πρώτη ταινία της τριλογίας για του δημιουργού με θέμα το γάμο. Στην ταινία, η ψυχολογική κατάρρευση της συζύγου, έχει αντίκτυπο τόσο στα παιδιά της, όσο και στον σύζυγο, ο οποίος προσπαθεί να επαναφέρει την οικογένεια στην πρότερη (της κατάρρευσης) κατάσταση. Στο πρώτο αυτό κομμάτι της τριλογίας, οι ψυχολογικές μεταβολές των ηρώων, επιδρούν πάνω στη σύμβαση του γάμου, δίχως όμως να την καταλύουν. Και οι δυο τους παλεύουν να παραμείνουν μαζί παρά τα όσα απειλούν να καταστρέψουν το γάμο τους.
Ο Ole Christian Madsen σχετικά με το Δόγμα δηλώνει: "Το "Δόγμα" δεν είναι κίνημα και δεν θά 'πρεπε να είναι. Γίνεται πολύ συζήτηση για τους κανόνες. Αυτό δεν είναι βασικό. Το "Δόγμα" είναι μια αντίδραση στην εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου. Μια υπενθύμιση, ότι πρέπει να προσέξουμε τα πρωταρχικά πράγματα, όπως την ιστορία, τους χαρακτήρες, το σενάριο. Το "Δόγμα" στη Δανία έχει γίνει mainstream, κάνει εισιτήρια, αποσπάει θριαμβευτικές κριτικές, πάει να γίνει μόδα ενώ θα έπρεπε να είναι ένας αβαν γκαρντ τρόπος να πεις την ιστορία σου πιο καλλιτεχνικά. "
Η κατάρρευση, ψυχική, σωματική, ηθική, παραμένει αγαπημένο θέμα του Μάντσεν: Στο Angels in fast motion (2005), ακολουθεί νεαρούς ναρκομανείς που προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Στο Prague (2006), δεύτερο μέρος της τριλογίας, στο οποίο ανιχνεύει τις βαθύτερες αιτίες πίσω απ’ την διάλυση ενός γάμου. Εδώ, οι οριακές καταστάσεις, ένας θάνατος και η απομάκρυνση ξεσπούν σε ένα ταξίδι στην Πράγα, βγάζοντας στην επιφάνεια φόβους και μυστικά. Ο Μαντς Μίκελσεν και η Στίνε Στινγκάντε, ξεχωρίζουν ερμηνευτικά στους ρόλους των δυο συζύγων. Το οικογενειακό μοντέλο, ο γάμος, η συμβίωση κάτω από δύσκολες, αποτελεί αγαπημένο θέμα στο σινεμά του Μάντσεν. Ειδικότερα, στην τριλογία του γάμου, επιχειρεί να βγάλει στην επιφάνεια όσα επιμελώς κρύβονται στη σφαίρα της ιδιωτικότητας.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινείται, το φιλόδοξο Flame and Citron, απ’ τις πιο εμπορικές ταινίες του δανέζικου κινηματογράφου που σκηνοθετεί ο δημιουργός το 2008 και που ρίχνει φως σε μια άγνωστη πτυχή του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία, η οποία εξιστορεί τη δράση των Flame και Citron, δυο αχώριστων φίλων και δανών αντιστασιακών, στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, καθώς τόλμησε να δείξει μια πιο σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων – μύθων της Αντίστασης, θέτοντας ζητήματα όπως η επιβίωση και τα όρια της ελευθερίας.
O Ole Christian Madsen δηλώνει σχετικά: «Το δράμα πίσω από την ιστορία των «παρανόμων», έχει δυο παράλληλες συνιστώσες. Πρώτον ήθελα να κατασκευάσω μια μυθοπλασία γύρω από αυτούς τους ήρωες. Προσπάθησα να τους φέρω στο σήμερα, τονίζοντας τις ανασφάλειες, τις αμφιβολίες και τη ραγισμένη ψυχή τους. Δεύτερον ήθελα να εξετάσω τι είναι ο πόλεμος και ποιες είναι οι επιπτώσεις του, στους ανθρώπους. Ποιο ήταν το κύριο ηθικό δίλημμα και ποιο το τίμημα. Καθώς το φιλμ προχωρά, βλέπουμε πως ο απελευθερωτικός αγώνας, έχει τεράστιο τίμημα σε όσους εμπλέκονται ενεργά. Αν το δούμε με τη σημερινή ματιά, όσοι υπήρξαν εκτελεστές για λογαριασμό της Αντίστασης, έπρεπε να γκρεμίσουν την ανθρωπιά τους. Ήταν ριψοκίνδυνοι, αλλά όταν τέλειωσε ο πόλεμος, ήταν πολύ αργά γι αυτά τα παιδιά. Πως θα επιβίωναν; Τι τρόπο θα διάλεγαν; Η ταινία μπορεί να διαβαστεί και ως μια έρευνα γύρω από τις ψυχολογικές επιπτώσεις του πολέμου. Ειδικότερα κάποιου που θυσιάζεται για έναν σκοπό. Η θελημένα δεν ήθελα να κατασκευάσω συμβατικά ψυχολογικά πορτραίτα. Δυστυχώς εκείνη την εποχή παράλληλα με τη Γερμανική Κατοχή, συντελέστηκε και ένας μεγάλης έκτασης εμφύλιος. Μυστικός, σιωπηρός, ανάμεσα σε οικογένειες και φίλους. Ο κόσμος δε μιλούσε. Πολλοί κρατούσαν άσβεστη τη μνήμη του μίσους, μέχρι που πέθαναν μαζί της».
Το Superclasico (2011), πρώτη κωμωδία του σκηνοθέτη και τελευταίο κομμάτι της τριλογίας του γάμου (μετά τα Kira’s Reason και Prague), στην οποία με γουντιαλενική διάθεση ο Μάντσεν μας ταξιδεύει στην Αργεντινή, εξιστορώντας την περιπέτεια ενός διαζυγίου, με φόντο τον κόσμο του ποδοσφαίρου, του οίνου και του παραλόγου. Εδώ, ο ήρωας προσπαθεί να διεκδικήσει ξανά τη απομακρυσμένη σύζυγο η οποία έχει εγκαταλείψει τη Δανία και ζει στην Αργεντινή, ερωτευμένη με ένα αστέρι του ποδοσφαίρου. Είναι η πρώτη φορά που ο Μάντσεν καταπιάνεται με το θέμα του γάμου, μέσα από μια πιο ανάλαφρη οπτική, ολοκληρώνοντας μετά από οχτώ χρόνια μια τριλογία, εμπνευσμένη από προσωπικά του βιώματα.
Ο Ole Christian Madsen σχετικά με τις επιρρόες του δηλώνει: "Ο Σκορτσέζε αλλά και ο Κόπολα είναι οι δύο μεγάλοι σκηνοθέτες για μένα. Με ενθουσιάζει ο τρόπος που ο Σκορτσέζε ασχολείται με τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Όλες οι πρώτες του ταινίες ήταν πάνω σ' αυτό. Στις καινούργιες του μου αρέσει η δυναμική με την οποία αφηγείται μια ιστορία. Τα παιχνίδια με τους χαρακτήρες και την χρήση του voice over. Και μετά νιώθω ότι μπορώ να ταυτιστώ με τους χαρακτήρες του. Νομίζω ότι είναι ο πρώτος μοντέρνος σκηνοθέτης που εφηύρε ξανά το φιλμ νουάρ. "
(πηγή δ.τ.)