Ανασύροντας πρόσωπα, μύθους, παραμύθια και ιστορίες απ' ένα ξεχασμένο μυθικό παρελθόν, η Ildikó Enyedi -από την ταινία Ο Εικοστός μου Αιώνας/ Az En XX Szazadom (1989) μέχρι και την ταινία Σίμων ο Μάγος/ Simon Magus (1999)- επιχείρησε να δημιουργήσει ένα δικό της προσωπικό σύμπαν εικόνων. Ένα σύμπαν εικόνων που αρνείται τον ορθολογισμό, που η τεχνολογία επιβάλλει, ένα σύμπαν που αποστρέφεται τις προφανείς εκδοχές του πραγματικού, που αναζητά τις υπόγειες και κρυφές διαδρομές, που μας συνδέουν με το μυθικό παρελθόν του πολιτισμού μας, που νοσταλγεί εποχές και κόσμους, όπου το μυθικό και το θαυμαστό δεν είχαν συντριβεί από την τεχνολογία. Αλληγορίες ή παραμύθια, οι ταινίες της Ildikó Enyedi, αναζητούν μια κρυφή μαγική διάσταση του κόσμου, μια διάσταση η οποία σε άλλες εποχές (στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαίωνα) συνιστούσε κοινό τόπο. Η εμμονή σε μια ανορθολογική και εν πολλοίς μεταφυσική ερμηνεία της πραγματικότητας (όπως την εκθέτει σε ταινίες όπως Ο Μαγικός Κυνηγός/Büvös vadász (1994), Ο Τάμας και η Τζουλί/ Tamás et Juli (1998) ή Σίμων ο Μάγος και ένας ιδιότυπος κινηματογραφικός συγκρητισμός (όπως αυτός παρουσιάζεται στην ταινία Ο Εικοστός μου Αιώνας) συνιστούν τα κεντρικά στοιχεία στο έργο της: αποτελεί το έργο της ίσως την πρώτη, τόσο καθαρή και συνεπή μέσα στο χρόνο, έκφραση ενός New Age πνεύματος στο χώρο του κινηματογράφου.
Ο συγκερασμός ετερόκλητων στοιχείων αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της ταινίας Ο Εικοστός μου Αιώνας (βραβείο Camera d' Or στο Φεστιβάλ Καννών). Επεισόδια από την τεχνολογική επανάσταση του 20ου αιώνα, σκηνές από τη ζωή αγρίων ζώων, η περιπέτεια της ζωής δύο δίδυμων αδελφών: όλα αυτά συνιστούν την πρώτη ύλη της ταινίας. Ωστόσο, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα κεντρικό άξονα στην ταινία και αυτός, χωρίς αμφιβολία, είναι ένα στοχασμός -με μέσο την αλληγορία-, για τη γυναικεία ταυτότητα στις αρχές του 20ου αιώνα: οι διαφορετικές διαδρομές στη ζωή, που ακολουθούν οι δύο δίδυμες αδελφές, Dora και Lili (αναφορά (;) στις αδελφές ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου Lillian και Dorothy Gish) αποτελούν εκφράσεις δύο εκ διαμέτρου αντίθετων εκδοχών της γυναικείας φύσης. Η μια, η Dora, ακολουθεί μία επιθετική τακτική απέναντι στους άνδρες, χρησιμοποιώντας ως όπλα τη γυναικεία σαγήνη, ενώ η δεύτερη, η Lili, επιλέγει τον δρόμο ενός μαχητικού αναρχισμού, παραμένοντας πάντα αμήχανη μπροστά στην ανδρική εξουσία. Λιγότερο πραγματικά πρόσωπα και περισσότερο χαρακτήρες σύμβολα, οι δύο ρόλοι (που τους υποδύεται η ίδια ηθοποιός, η Πολωνέζα Dorotha Segda), φαίνεται ότι συνιστούν δύο συμπληρωματικές εκδοχές της γυναικείας προσωπικότητας. Αιτούμενο της δραματικής πλοκής; Η συνάντηση (και συγχώνευση;) αυτών των δύο διαφορετικών εκδοχών του γυναικείου προσώπου. Αυτός ο κεντρικός άξονας συμπληρώνεται από στοιχεία ξένα στην υφή και στην ουσία -όπως οι τεχνολογικές εξελίξεις στην αρχή του 20ου αιώνα, ή επεισόδια γεμάτα ειρωνεία από τη ζωή άγριων ζώων- στοιχεία, που συνεισφέρουν στην αφήγηση μια αίσθηση του παράδοξου. Όμως είναι η ίδια αφήγηση που θυμίζει στιγμές του βωβού κινηματογράφου (ένα χαρακτηριστικό που θα βρούμε και στις άλλες ταινίες της Ildikó Enyedi), είναι η λεπτή ειρωνεία που πολλές φορές δίνει τον τόνο στην αφήγηση, είναι η διάσταση παραμυθιού που αποτελεί την συγκολλητική ουσία. Έτσι το τελικό αποτέλεσμα διαθέτει την ελαφρότητα ενός παραμυθιού με ηρωίδα τη γυναίκα στον 20 αιώνα.
Αυτή η διάσταση παραμυθιού ανιχνεύεται και στην ταινία Ο Μαγικός Κυνηγός - εδώ είναι προφανής η προέλευση της: η σκηνοθέτις χρησιμοποιεί την όπερα του Carl Maria von Weber, Der Freischutz (1821), ως αφετηρία. Ο διάβολος που προσφέρει τις μαγικές σφαίρες σ' ένα αστυνομικό (με απώτερο σκοπό να ελέγξει την κατεύθυνση της τελευταίας σφαίρας), η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη γυναίκα του αστυνομικού και σ' ένα διάσημο σκακιστή, που ο νεαρός αστυνομικός προστατεύει: η αφηγηματική γραμμή της ταινίας (σ' ένα μεγάλο βαθμό δάνειο της όπερας) αναπτύσσεται παράλληλα με ιστορίες από το Μεσαίωνα. Αυτές οι ιστορίες-μύθοι από το ιστορικό παρελθόν λειτουργούν δυναμικά μέσα στο συνολικό πλαίσιο της ταινίας: προσφέρουν μια μαγική διάσταση -το κεντρικό στοιχείο σ' όλες είναι το Θαύμα- η οποία υποβάλλει μια αίσθηση παραμυθιού στην σύγχρονη ιστορία. Ο θεατής παρόλο που παρακολουθεί την ιστορία μίας προαναγγελλόμενης (αλλά μηδέποτε πραγματοποιηθείσας) συζυγικής απιστίας τίθεται στη θέση ενός ακροατή παραμυθιού, αφού τα πρόσωπα του συζυγικού δράματος σιγά- σιγά χάνουν την πραγματική του υπόσταση και γίνονται ήρωες ενός σύγχρονου παραμυθιού: εδώ τα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς και αόρατους δεσμούς, αποτελούν ενσαρκώσεις χαρακτήρων αρχέτυπων (Ο Διάβολος, ο Ιππότης, η Γυναίκα) και οι μεταξύ τους συγκρούσεις μοιάζουν προαιώνιες και διηνεκείς.
Η σχέση του παρόντος κόσμου με τις ιστορίες και τους μύθους τους παρελθόντος είναι παρούσα και στην ταινία Σίμων ο Μάγος. Όμως, παρόλο που η σκηνοθεσία διαχειρίζεται με τον ίδιο τρόπο, όπως στην προηγούμενη ταινία, το υλικό της (υπάρχει και εδώ η διάσταση του παραμυθιού), οι αναφορές στο μυθικό παρελθόν δεν γίνονται με τόσο άμεσο και σαφή τρόπο. Εδώ ο κεντρικός ήρωας, ένας παραψυχολόγος, που καλείται για βοήθεια στο Παρίσι από την αστυνομία, είναι σύγχρονη ενσάρκωση ενός υπαρκτού και μυθικού στις διαστάσεις του ιστορικού προσώπου: του Σίμωνα του Μάγου. Η αφήγηση της ταινίας -πολύ πιο συνεκτική και ομοιογενής σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες- εμμένει στην ανθρώπινη διάσταση αυτού του χαρακτήρα: ο ήρωας ερωτεύεται μια νεαρή κοπέλα, προκαλείται σ' ένα διαγωνισμό απ' έναν άλλον μάγο και στο τέλος αποφασίζει με τη θέληση του να χάσει τις υπερφυσικές δυνατότητες του και να διεκδικήσει, μέσω του έρωτα, την ανθρώπινη υπόσταση του προσώπου του. Ένα παραμύθι του έρωτα; Mάλλον, αφού εδώ αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι η πράξη του έρωτα, και όχι τόσο τα πρόσωπα. Έτσι για τον Σίμωνα τον Μάγο είναι ο έρωτας που συνιστά την ανεξέλεγκτη, την μη ορθολογικά αιτιολογημένη, δύναμη που πλημμυρίζει το σύμπαν: Έχει ο έρωτας τη σημασία και τη δύναμη ενός θαύματος που μπορεί να αλλάξει και τον ίδιο τον ήρωα και τον κόσμο όλον.
Δημήτρης Μπάμπας
Υ.Γ. Η τηλεταινία Ο Τάμας και η Τζουλί/ Tamás et Juli (1998) παραγγελία του γαλλογερμανικού τηλεοπτικού καναλιού ARTE, κάνει φανερές κάποιες εκλεκτικές συγγένειες της Ildikó Enyedi με τον κινηματογράφο του Krysztof Kieslowski (και πιο συγκεκριμένα με την "τριλογία των Χρωμάτων"): κυρίως για τους ισχυρούς συναισθηματικούς -και εν πολλοίς μη ορθολογικά αιτιολογημένους- δεσμούς, που συνδέουν τα δύο κεντρικά πρόσωπα. Η ερωτική ιστορία, που η ταινία αφηγείται -ανάμεσα στον Tamas και την Juli- θα ακολουθήσει τις διαδρομές ενός ανέφικτου έρωτα: Θα συναντηθούν, θα ερωτευθούν και η σχέση τους θα διακοπεί χωρίς κάποιο αληθινό λόγο. Είναι όμως η επιμονή του ήρωα που θα "λυγίσει" τη νεαρή ηρωίδα: στην αλλαγή της χιλιετίας θα συναντηθούν στη στοά ενός ορυχείου. Όμως ένα ατύχημα πρόκειται να συμβεί: οι στοές του ορυχείου θα ανατιναχθούν. Ο έρωτας του Tamas και της Juli δεν (;) θα αντικρίσει την αυγή της νέας χιλιετίας.