chabrol0.jpg

"Ο Claude Chabrol είναι μαζί με τον Alain Resnais, ένας από τους πολύ λίγους σκηνοθέτες που ενδιαφέρονται μ' ένα τρόπο, σχεδόν μόνιμο, για τον ανθρώπινο νου. Οχι όπως ένας επιστήμονας ή ένας ψυχαναλυτής, αλλά όπως ένας ακούραστος παρατηρητής της ζωής, της πιο προσωπικής, της εμπειρίας, της πιο ιδιωτικής. Αυτή η απασχόληση έγινε φανερή με το L'Enfer, μια ταινία που σχεδιάζει την παράνοια μέσα από μια οπτική ταυτόχρονα παραισθητική, κλινική και μυθιστορηματική και η οποία με το τρόπο της είναι σύγχρονη με αυτή των Cronenberg, Carpenter ή Kubrick."
Thierry Jousse, Cahiers Du Cinema

Πρωτεργάτης της νουβέλ βαγκ, είρων και ανατόμος των ηθών της γαλλικής μεγαλοαστικής τάξης την περίοδο του Πομπιντού, έξοχος διασκευαστής του Σιμενόν και άλλων συγγραφέων της αστυνομικής λογοτεχνίας, υμνητής της γυναίκας που αγωνίζεται να επιβιώσει σ' έναν ανδροκρατούμενο κόσμο έντονων ταξικών και σεξουαλικών συγκρούσεων, ο πιο παραγωγικός, αλλά και παρεξηγημένος σκηνοθέτης του γαλλικού κινηματογράφου, ο Claude Chabrol (Κλώντ Σαμπρόλ) είναι μια μοναδική προσωπικότητα του σύγχρονου κινηματογράφου.
chabrol2.jpgΟ Chabrol γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 24 Ιουνίου 1930, πέρασε όμως μεγάλο μέρος των παιδικών του χρόνων στο χωριό Σαρντάν της Κρέζ, εξαιτίας του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην φοιτητική του περίοδο άρχισε να συχνάζει στις κινηματογραφικές λέσχες του Quartier Latin και στην Ταινιοθήκη, όπου γνώρισε τους Ερίκ Ρομέρ, Φρανσουά Τρυφό, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και άλλους μετέπειτα δημιουργούς του κινήματος της νουβέλ βαγκ. Aρχισε να αρθρογραφεί στο περιοδικό "Les Cahiers du Cinema" ενώ το 1957 συνυπέγραψε με τον Ερίκ Ρομέρ μια διάσημη μελέτη για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, έναν σκηνοθέτη που συχνά θα τιμήσει (μαζί με το Φριτς Λανγκ), με αναφορές στις ταινίες του.
Εκμεταλλευόμενος μια κληρονομιά της γυναίκας του, Ανίες, ο Chabrol αυτοχρηματοδοτεί την πρώτη του ταινία Ο Ωραίος Σέργιος (1958), η καλλιτεχνική επιτυχία της οποίας παίζει σημαντικό ρόλο στη γέννηση του κινήματος της νουβέλ βαγκ. Ωστόσο ήδη με τη δεύτερη ταινία του Τα ξαδέλφια (1958 ), που μερίδα του Τύπου χαρακτήρισε "φασιστική", γίνεται αντικείμενο παρεξηγήσεων, κάτι που θα ενταθεί με τις Επιπόλαιες γυναίκες (1960), μια από τις σημαντικότερες δουλειές της νουβέλ βαγκ, η οποία ωστόσο θα τύχει της περιφρόνησης μερίδας της κριτικής και του κοινού.
Ύστερα από την εμπορική αποτυχία μερικών φιλόδοξων προσπαθειών (Les Godelureaux, Σατανικός εκβιαστής), ο Chabrol επιβιώνει προσαρμόζοντας τις δομές του εμπορικού γαλλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 60 στα μέτρα του, υπογράφοντας κυρίως κατασκοπευτικές σάτιρες (Μαρί Σαντάλ εναντίον Δρ.Κα). Οι Ελαφίνες (1967) και κυρίως η Άπιστη γυναίκα (1968) σηματοδοτούν μια νέα φάση στο έργο του, αυτή που θα τον καταξιώσει ως τον κατεξοχήν ανατόμο των ηθών, των κρυμμένων παθών και της ψυχοσύνθεσης της γαλλικής επαρχιακής αστικής τάξης, την περίοδο του προέδρου Πομπιντού.
chabrol3.jpgΕίναι η περίοδος που ο Chabrol θα υπογράψει μερικά από τα πιο ώριμα και σημαντικά έργα του, όπως το Να πεθάνει το κτήνος (1969) ή Ο χασάπης (1969). Ωστόσο, μετά το Νada (Επιχείρηση Ώρα μηδέν, 1973 ), τη μοναδική ταινία του με ξεκάθαρη πολιτική θεματολογία, ο Chabrol γνωρίζει μια περίοδο καλλιτεχνικής και εμπορικής στασιμότητας, απ' όπου ωστόσο ξεχωρίζουν ταινίες σαν τον Αλίκη ή Η Τελευταία Φυγή (1976) και το Βιολέτ Νοζιέρ (1978). Με τα Φαντάσματα του Καπελά (1982), διασκευή ενός μυθιστορήματος του Σιμενόν, ο Chabrol ξεκινά μια νέα παραγωγική περίοδο, ξαναβρίσκοντας το χαμένο κοινό του με τη σειρά των ταινιών του Επιθεωρητή Λαβαρντέν, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές, όπως οι Μάσκες (1986), το Μία υπόθεση γυναικών (1988) ή η Μπέτυ (1991).
Η αληθινή όμως επιστροφή του σκηνοθέτη θα γίνει το 1993 με το L'Enfer (Σε Ζηλεύω), ένα παλιό κινηματογραφικό σχέδιο του Αρνί Κλουζό, που δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει. Η νέα γενιά των σινεφίλ θα ανακαλύψει το Chabrol με την La Ceremonie (Τελετή) (1995), ένα από τα πιο ώριμα έργα του και, ταυτόχρονα, η πιο μεγάλη εμπορική επιτυχία της καριέρας τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ταινίες που ακολούθησαν όπως το Rien Ne Va Plus (1997), Au Coeur du Mensonge (1999), Merci Pour le Chocolat (Merci για την σοκολάτα) (2000) και το La Fleur Du Mal (Το άνθος του κακού) (2003) επιβεβαιώνουν την μέχρι τώρα πορεία του: είναι ένας δημιουργός μ' ένα ύφος περίτεχνο μέσω του οποίου υποβάλλει στον θεατή παρά δείχνει, μια υπόγεια ένταση ανάμεσα στα πρόσωπα. Και σ' αυτές τις ταινίες κεντρικό σημείο αναφοράς παραμένει η αστική τάξη και η οικογένεια: Η παθολογία της, η σκοτεινή της πλευρά, οι ενοχές της και τα κρυφά της αμαρτήματα αποτελούν την σταθερή θεματική της τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη.
Με μια φιλμογραφία που υπερβαίνει τις 50 ταινίες, ο Chabrol υπήρξε ένας σκηνοθέτης που δεν έχασε ποτέ την πίστη του στον κινηματογράφο και, παρά τα σκαμπανεβάσματα της καριέρας του, κατέφερε να επιβάλει τη δική του αντίληψη περί παραγωγής, περιστοιχιζόμενος, είναι αλήθεια, από πιστούς συνοδοιπόρους, όπως ο σεναριογράφος Πολ Ζεγκόφ, ο συνθέτης Πιερ Γιανσέν, οι ηθοποιοί Στεφάν Οντράν, Μισέλ Μπουκέ, Ιζαμπέλ Ιπέρ και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες.

(Πηγή: δελτίο τύπο του 38ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 1997)