Γεννημένος στο Porto της Πορτογαλίας το 1905 ο Manoel de Oliveira είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία εν δράσει σκηνοθέτης παγκοσμίως: την πρώτη μικρού μήκους ταινία γύρισε το 1930. Πήγε σε σχολείο Ιησουιτών και έπειτα εργάστηκε στο εργοστάσιο υφαντουργίας του πατέρα του, ενώ, παράλληλα, συμμετείχε σε αυτοκινητικά ράλι.
Ο Oliveira ασχολήθηκε στα νεανικά του χρόνια με το θέατρο. Tο 1930 στράφηκε στον κινηματογράφο σκηνοθετώντας ένα θαυμάσιο ντοκιμαντέρ -με τίτλο Douro, fain, fluival- για το ποτάμι Nτούρο που διασχίζει τη γεννέτηρά του Πόρτο.
Το Aniki Bobo -γυρισμένη το 1941- είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους, μια κωμωδία με ήρωες μια ομάδα παιδιών του Πόρτο. Ποιητικός ρεαλισμός, πνευματώδης αφήγηση και κινηματογραφική ομορφιά, είναι οι αρετές της σκηνοθεσίας του.
H επόμενη ταινία του γυρίζεται μόλις το 1961- το Ο Αct da Primavera είναι μια ταινία πάνω στο Θείο Δράμα. Η ευθύγραμμη αφήγηση της ταινίας τελειώνει μ' ένα γρήγορο μοντάζ εικόνων, όπου ο σκηνοθέτης παραλληλίζει τα Πάθη του Ιησού με τους πολέμους στην σύγχρονη εποχή. Αυτό το τέλος δίνει μια ιδιαίτερη δυναμική στην συμβατική αφήγηση της ταινίας.
Στη δεκαετία του 70 ξεκινάει μια δεύτερη καριέρα που τον καθιέρωσε ως τον σημαντικότερο σκηνοθέτη του πορτογαλλικού κινηματογράφου και έναν από τους κορυφαίους ευρωπαίους δημιουργούς.
Γυρισμένο 10 χρόνια μετά το Passado E O Presente, είναι γεμάτο κωμικά στοιχείο. Σάτιρα της αστικής τάξης, έχει στο κέντρο της μια γυναίκας που κακομεταχειρίζεται το σύζυγο της. Αστικές συμβατικότητες και παρακμή: ο κόσμος της ταινίας περιγράφεται με ειρωνικό βλέμμα από τον σκηνοθέτη.
Με προέλευση την τηλεόραση και αρχική τηλεοπτική διάρκεια 7 ώρες, το Le Soulier de Satin κυκλοφόρησε στις αίθουσες συντομευμένο στις 3 ώρες περίπου. Η ταινία αποτελεί την καταγραφή μίας θεατρικής παράστασης έργου του Paul Claudel, που αφηγείται την ιστορία ενός Ισπανού κατακτητή, καθώς προσπαθεί να προσεγγίσει ερωτικά μία γυναίκα της κοινωνικά ανώτερης τάξη. Η αποτυχία της προσπάθεια του σημαίνει την στροφή του στην αναζήτηση της πνευματικής σωτηρίας. Καθώς αποτελεί η ταινία κινηματογραφοποιημένη θεατρική παράσταση, ο Oliveira συνδυάζει τεχνικές θεάτρου και κινηματογράφου.
Στο Non Oua Va Gloria de Mandar έχει στο κέντρο της αφήγησης μια ομάδα Πορτογάλων στρατιωτών που μεταφέρονται μ' ένα φορτηγό στο πόλεμο της Αγκόλας. Καθώς αναρωτιούνται γιατί πολεμούν σ' ένα αποικιακό πόλεμο, ο αξιωματικός τους διηγείται ιστορίες από το αποικιακό παρελθόν της χώρας τους. Μεταφερόμενος από το παρελθόν στο φιλμικό παρόν και αντίστροφο, ο Oliveira εξετάζει πως το ιστορικό παρελθόν επηρεάζει το παρόν. Οι τελικές σκηνές της ταινίας απεικονίζουν με ένταση και δυναμικότητα, πως η μάταιη αναζήτηση της δόξας μπορεί να αποβεί μοιραία.
Άλλη μια ταινία εποχής -είδος στο οποίο έχει εντρυφήσει ο σκηνοθέτης- είναι το Amor de perdicao (1978) που διαδραματίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα. Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Camilo Castelo Branco, η αφήγηση έχει στο κέντρο δύο αντίπαλες οικογένειες που βλέπουν τα παιδιά τους ν' αγαπιούνται με πάθος. Θέλοντας να αποτρέψουν το πεπρωμένο, αρραβωνιάζουν βιαστικά την Tερέζ με τον εξάδελφό της, Mπαλταζάρ, εκείνη όμως προτιμάει να γίνει καλόγρια. O Σιμόν σκοτώνει τον εξάδελφο και παραδίδεται στη δικαιοσύνη. O πατέρας του, ειρηνοδίκης της πόλης, αρνείται οποιαδήποτε βοήθεια στο γιο που του εναντιώθηκε, αγαπώντας την κόρη του χειρότερου εχθρού του. Aπ' τα κελιά τους, η Tερέζ και ο Σιμόν αλληλογραφούν. Kαταδικασμένος αρχικά σε θάνατο, ο Σιμόν δέχεται η ποινή του να μετατραπεί σε απέλαση στις Iνδίες. Mπαρκάρει στο Πόρτο κι απευθύνει έναν τελευταίο αποχαιρετισμό στην Tερέζ, η οποία, από το παρατηρητήριο της μονής, τον βλέπει να φεύγει, και πέφτει νεκρή. Λίγες μέρες αργότερα, ο Σιμόν πεθαίνει στη θάλασσα... Ο Louis Marcorelles επισημαίνει για την ταινία "οι τέσσερις ώρες προβολής του απαιτούν απ' το θεατή μιαν απλότητα, μιαν άπειρη διαθεσιμότητα. Μακριά από κάθε κιτς, ο Manoel de Oliveira επινοεί ξανά μια χαμένη τέχνη, αυτήν των μεγάλων "αρχέγονων" κινηματογραφιστών (Γάλλων, Αμερικανών, Σοβιετικών), για τους οποίους ο κινηματογράφος είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια τέχνη, κωδικοποιημένη, βαλσαμωμένη απ' τη σημειολογία: ένας ανεπανάληπτος τρόπος να κοιτάς να ζουν τα πλάσματα κι ο κόσμος -ένα χτυποκάρδι…"
Μια άλλη άξια λόγου ταινία στην φιλμογραφία του σκηνοθέτη είναι το Party (1996) η τελευταία ταινία του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. "Ηταν η τελευταία ταινία που ο Mastroianni (Μαστρογιάννι) μπορούσε να κάνει πριν πεθάνει. Ηθελα να 'ναι το δικό μου τιμητικό αφιέρωμα σ' αυτόν. Ηξερε ήδη ότι ήταν πολύ άρρωστος, αλλά έδειξε μια ζωτικότητα που ήταν μεταδοτική σ' όλους τους ηθοποιούς και το συνεργείο" η δήλωση του Manoel de Oliveira για τη ταινία, το Party περιγράφει με ακρίβεια το πρόσωπο όπου πρέπει να εστιασθεί η προσοχή του θεατή. "Οι θαυμαστές του Mastroianni δύσκολα δεν θα συγκινηθούν από τον χαρακτήρα που ερμηνεύει, ένας ήρωας που αποκαλεί τον εαυτό του ηλικιωμένο, κουτσός και τελειωμένο και ο οποίος κοιτάζει κατά πρόσωπο τον θάνατο περισσότερο με θυμό, παρά φιλοσοφώντας." Τα λόγια της Deborah Young στο Variety συνεχίζουν τα εγκώμια για την παρουσία του Mastroianni. Πέρα όμως από ένα φόρο τιμής σ' ένα μεγάλο ηθοποιό, η ταινία του Oliveira -η πιο προσιτή στο κοινό που δεν έχει έρθει σε επαφή μαζί του- εξετάζει την αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα μέσα από μία ειρωνική οπτική.
Το 1998 γυρίζει την ταινία Inquietude και δηλώνει σχετικά: "Ποτέ δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα οι σπονδυλωτές ταινίες. Όλα ξεκίνησαν με μια κρυφή μου επιθυμία να διασκευάσω για την οθόνη ένα παράξενο θεατρικό έργο του Χέλντερ Πρίστα Μοντέιρο με τίτλο Οι Αθάνατοι. Συνειδητοποίησα, όμως, ότι το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ μικρό σε διάρκεια, και τότε θυμήθηκα δύο διηγήματα που ήθελα πολύ να μεταφέρω στον κινηματογράφο, αλλά που δεν το είχα κάνει, επειδή κι εκείνα θα είχαν μικρή διάρκεια. Το διήγημα του Αντόνιο Πατρίσιο "Σούζι" αρχίζει σ' ένα θέατρο, κι έτσι μου ήρθε η ιδέα να συνδέσω και τις τρεις ιστορίες ώστε ν' αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο. Κι έτσι η "Σούζι" έγινε η κεντρική ιδέα του τρίπτυχου, μαζί με τους Αυθάνατους και το διήγημα "Μητέρα του ποταμού" της Αουγκουστίνα Μπέσα-Λούις. Ονόμασα το τρίπτυχο αυτό Ανησυχία, γιατί θεωρώ ότι υπάρχει λόγος για ανησυχία, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και στις τρεις ιστορίες".
Η ταινία A Carta (1999) έχει πάλι ως κεντρικό πρόσωπο μια γυναικεία παρουσία που βασανίζεται απο τα πάθη του έρωτα. H δεσποινίς ντε Σαρτρ έχει ήδη ζήσει την πρώτη της ερωτική απογοήτευση: την εγκατέλειψε ένας νεαρός που ήθελε να έχει μια πιο ελεύθερη σχέση μαζί της. Ένα βράδυ, μια φίλη της μητέρας της, η κυρία Σίλβα, τη συστήνει σ' έναν φημισμένο γιατρό, τον Zακ ντε Kλεβ. O γιατρός ερωτεύτηκε την κοπέλα όταν την είδε μαζί με τη μητέρα της να διαλέγει ένα κολιέ σ' ένα γνωστό κοσμηματοπωλείο στην Πλας Bαντόμ. H κοπέλα δέχεται να τον παντρευτεί, μ' όλο που δε νιώθει γι' αυτόν κανένα πάθος. Tο πάθος της θα έχει ως αντικείμενο έναν νεαρό και δημοφιλή τραγουδιστή, τον Πέδρο Aμπρουνιόσα. Bλέποντας τον έρωτα αυτόν να γεννιέται, η κυρία ντε Σαρτρ, λίγο πριν πεθάνει, θα συμβουλέψει την κόρη της να είναι συνετή.
Mε την ελευθερία της έμπνευσης και την αυστηρότητα της γραφής που τον χαρακτηρίζουν, ο Manuel de Oliveira ξαναγυρίζει το 2001 στη γενέτειρά του, το Πόρτο. H πόλη αυτή υπήρξε πηγή έμπνευσης για την πρώτη του ταινία, Douro, Faina Fluvial, το 1931, και σημάδεψε επίσης την επιστροφή του δημιουργού πίσω από την κάμερα το 1956, με την ταινία O Pintor e a Cidade. Aυτή τη φορά, στην ταινία Porto de minha infancia κινηματογραφεί την πόλη που δεν υπάρχει πια, και την οποία μόνο τα μάτια της μνήμης μπορούν πια να δουν. Eπίσης, το Πόρτο είναι η πόλη όπου γεννήθηκε ο πορτογαλικός κινηματογράφος. Tο τελικό πλάνο του φάρου ν’ ανάβει πάνω από την απεραντοσύνη της θάλασσας και του κόσμου, είναι η απάντηση, έγχρωμη πια, στο πρώτο πλάνο της πρώτης ταινίας του νεαρού Oliveira, εβδομήντα χρόνια πριν.
Ενα μεγάλο μέρος του έργου του σκηνοθέτη καταλαμβάνουν οι διασκευές γνωστών έργων της λογοτεχνίας. Η ταινία O Principio da Incerteza (2002) βασίζεται στο μυθιστόρημα της Augustina Bessa-Luis με τίτλο Joia de Familia -μια συγγραφέας που ο σκηνοθέτης έχει στο παρελθόν έχει διασκευάσει ξανά (Vale Abrao) . Ο σκηνοθέτης εγκαθιστά ένα κλίμα λογοτεχνικότητας και αφηγείται την ιστορία δύο ανδρών σε μια ταινία που χαρακτηρίστηκε ως δραματική κωμωδία. Από τα παιδικά τους χρόνια, ο Αντόνιο, γόνος μιας εύπορης οικογένειας, και ο Ζοζέ, γιος της οικονόμου του σπιτιού, μοιράζονται τα πάντα. Ακόμα και οι σχέσεις τους με τις γυναίκες ενισχύουν το δεσμό ανάμεσά τους: ο Αντόνιο παντρεύεται την Καμίλα, με την οποία ήταν πάντα ερωτευμένος ο Ζοζέ, και την απατά με τη Βανέσα, συνεργάτη του Ζοζέ σε ύποπτες δουλειές. Αλλά ο Διάβολος δεν κοιμάται ποτέ, και οι τέσσερίς τους θα βρεθούν στη φωτιά της κόλασης...
Μια ταινία περιήγηση στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου, αλλά και ένας στοχασμός πάνω στο φαινόμενο της βίας είναι το Um Filme Falado (2003), στο οποίο πρωταγωνιστούν σταρ- σύμβολα του ευρωπαϊκου κινηματογράφου: οι Catherine Deneuve, Stefania Sandrelli και Ειρήνη Παπά. Κεντρική ηρωίδα είναι η Ρόζα Μαρία, μια νεαρή καθηγήτρια ιστορίας, που πηγαίνει με την κόρη της, Μαρία Ζοάνα, μια κρουαζιέρα μέσα από τη Μεσόγειο ως τη Βομβάη της Ινδίας. Αυτό το ταξίδι αναψυχής θα επιτρέψει στη Ρόζα Μαρία να δείξει στην κόρη της, αλλά και να δει η ίδια, μέρη για τα οποία μιλάει στους μαθητές της αλλά που δεν έχει ποτέ επισκεφθεί. Περνώντας μέσα από της Πύλες του Ηρακλέους, με στάσεις στη Μασσαλία, στα ερείπια της Πομπηίας, στην Αθήνα, στις πυραμίδες και στην Κωνσταντινούπολη, το ταξίδι τους καλύπτει χιλιάδες χρόνια ιστορίας, μέσα από τον πολιτισμό της Μεσογείου που σημάδεψε και ακόμα σημαδεύει τον δυτικό πολιτισμό. Στη διάρκεια της κρουαζιέρας, η Ρόζα Μαρία γνωρίζεται με τον πλοίαρχο, καθώς και με τρεις εντυπωσιακές γυναίκες: μια διάσημη γαλλίδα επιχειρηματία, μια Ιταλίδα τέως μοντέλο, και μια ελληνίδα ηθοποιό. Καθ' οδόν, όμως, προς τον περσικό Κόλπο, μια παράξενη απειλή αναστατώνει την κρουαζιέρα και θέτει σε κίνδυνο το πλοίο και τη ζωή των επιβατών του...
Σκηνοθέτης με ιδιαίτερο προσωπικό ύφος, με μια οπτική που παραπέμπει στις εικαστικές τέχνες, μ' ένα έργο γεμάτο λογοτεχνικές και άλλες αναφορές, με πλάνα μακράς διαρκείας, γεμάτα συμβολισμούς αλληγορίες και με μια εξπρεσιονιστική αύρα να διαπνέει όλο το έργο του, ο Οliveira προσφέρει ένα έργο που απαιτεί (από τους θεατές) διανοητική εγρήγορση και ευστροφία βλέμματος. Προσφέρει ο σκηνοθέτης στους θεατές κάτι εξαιρετικά σπάνιο στο σημερινό τοπίο του σινεμά, διανοητική απόλαυση.
(Πηγή: δελτία τύπου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)