watkins5.jpg
Ένα έγκυρο βιογραφικό λεξικό του κινηματογράφου ξεκινάει το λήμμα για τον Πίτερ Γουάτκινς "Άραγε οι κριτικοί του μέλλοντος θα κοιτάζουν πίσω και θα απορούν πώς συνέβη ότι ο Πίτερ Γουάτκινς, μόχθησε παραγνωρισμένος, έξω από το σύστημα για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες;"
Εξαιρετικά εύστοχο και ασυνήθιστο ερώτημα. Ο Άγγλος δημιουργός, που γεννήθηκε το 1935, υπήρξε πάντα πρωτότυπος, ερευνητικός, ασυμβίβαστος στην επιδίωξη και στην πραγμάτωση των ουσιαστικών και αέναα εξελισσόμενων στόχων του. Έπλασε μόνος του τους νόμους της δουλειάς του, εφευρίσκοντας συνεχώς καλλιτεχνικά στρατηγήματα, μοναδικά και με θαυμαστή αποτελεσματικότητα. Κυνήγησε με πάθος τολμηρές απόψεις , ιστορικές κοινωνικόπολιτικές και καλλιτεχνικές, πάντα ενάντια στο σύστημα και στην κομφορμιστική αντίληψη. Αλλά και ενάντια στους κανόνες των εταιριών παραγωγής και διανομής, παραβιάζοντας ιδιαίτερα και τους όρους της «ωφέλιμης» διάρκειας των ταινιών. Το μαχητικό φιλμ «Το ταξίδι» (1987) εναντίον της πυρηνικής ενέργειας διαρκεί 14 ώρες!
Ο Γουάτκινς, αναμιγνύει μυθοπλαστικούς και ντοκιμαντερίστικους τρόπους, χρησιμοποιώντας αληθινούς ανθρώπους που υποδύονται ιστορικά ή άλλα πρόσωπα και κατασκευάζοντας έναν νέο τύπο επίκαιρου δράματος , που ακολουθείται συνήθως από μια αφήγηση γεμάτη «παραγωγικά» ερωτηματικά. Τελικός στόχος, πάντα η συνειδητοποίηση από την πλευρά του θεατή. Έτσι στο Κούλσντεν (1964) αναπαριστά μια ιστορική μάχη-όλεθρο (1764) με σκέψη για τον πόλεμο και την ειρήνη. Στο «Παιχνίδι του πολέμου» (1965) που τιμήθηκε με Όσκαρ ντοκιμαντέρ , πλάθει ουσιαστικά ένα ανατριχιαστικό παιχνίδι επιστημονικής φαντασίας για τα αποτελέσματα μιας πυρηνικής επίθεσης εναντίων της Μεγάλης Βρετανίας. Βρίσκοντας συνεχώς μπροστά του εμπόδια και αρνήσεις, ο Γουάτκινς εκπατρίστηκε και γύρισε ταινίες στην Σουηδία, στη Δανία, στη Νορβηγία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στον Καναδά , αιώνια περιπλανώμενος.
Στους «Μονομάχους» (1969), ο παγκόσμιος πόλεμος του μέλλοντος, μεταβάλλεται σε παιχνίδι. Στο «Προνόμιο» (1967) εκθέτει τον έλεγχο της κοινής γνώμης μέσα από την κουλτούρα ποπ. Η «Κομούνα» (2000) ξαναζωντανεύει την αναρχική διακυβέρνηση της Γαλλίας, το 1871.
watkins1.jpg
PUNISHMENT PARK
Έτος παραγωγής: (1971)
Αμερική στο κοντινό μέλλον. Ο πόλεμος στην Ινδοκίνα συνεχώς επεκτείνεται και διαρκεί.Η αυξανόμενη επιστράτευση των νέων,προκαλεί διαδηλώσεις,πράξεις σαμποτάζ και άλλες μορφές αντίστασης, που αντιμετωπίζονται με νέες, πιο σκληρές μεθόδους καταστολής. Οργανώνονται στρατόπεδα συγκεντρώσεως σε όλη τη χώρα.Εκεί, ειδικά δικαστήρια, κρίνουν ενόχους τους εξεγερμένους νέους και τους δίνουν το δικαίωμα να επιλέξουν:Να εκτίσουν την μακρά ποινή στην φυλακή ή να περάσουν μια σκληρή δοκιμασία τριών ημερών σε ένα πάρκο Τιμωρίας,ειδικά οργανωμένο δίπλα στα στρατόπεδα.
Πιστός στην μέθοδο του, να αναμιγνύει τα «αληθινά» στοιχεία και τα «πεποιημένα»,σε μια νέα, προκλητική για την σκέψη σύνθεση,ο Γουάτκινς κινηματογραφεί μια μυθοπλασία σαν ντοκιμαντέρ. Στόχος, η καταγγελία της εξουσίας που καταστέλλει αδυσώπητα και «ασύμμετρα» κάθε κάθε αντίρρηση στον πόλεμο.Ο Γουάτκινς, δημιουργεί ένα παράλληλο μοντάζ που υπακούει σε μια αφήγηση σε δεύτερο βαθμό. Ένα τηλεοπτικό συνεργείο, παρακολουθεί τους καταδικασμένους στο Πάρκο Τιμωρίας, και ένα άλλο καταγράφει την δίκη της υπόλοιπης ομάδας.Το σύστημα έχει προβλέψει τα πάντα: Κανείς δεν έχει καμία ελπίδα σωτηρίας.Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, το ρεπορταζιακό ύφος, ο πλούτος του οπτικού και του ηχητικού υλικού, πλάθουν ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα.
watkins4.jpg
EDWARD MUNCH
Έτος παραγωγής: (1974)
Στη μέση της δεκαετίας του 1880-90, ο Έντβαρντ, γιος του γαμπρού Κρίστιαν Μουνκ, ενηλικιώνεται στην πόλη της Χριστιανίας (σήμερα Όσλο). Έχει επηρεαστεί από το ξεκλήρισμα της οικογένειας του,(έχει χτυπηθεί από ασθένεια και παραφροσύνη) αλλά και από τις φρικτές συνθήκες ζωής των φτωχών ανθρώπων, σε μια πόλη που έχει εμμονή στην ευπρόσωπη εμφάνιση και στην αξιοπρέπεια.
Ο Έντβαρντ, που έχει σπουδάσει μηχανικός, αρχίζει να ζωγραφίζει. Δουλεύει και ξαναδουλεύει έναν πίνακα, το άρρωστο παιδί, 1880. Έχει μελετήσει ζωγραφική με τον νατουραλιστή ζωγράφο Κρισταν Κρόγκ,αλλά επηρεάζεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνιστή του, τον εικονοκλάστη ζωγράφο Χανς Γιέγκερ και από την ομάδα των μποέμ της Χριστιανίας, που τον περιβάλλει.
Το εσωστρεφές, μελαγχολικό έργο του Μούνκ επηρεάζεται ακόμη περισσότερο από το έργο των Γκογκέν και Βαν Γκογκ, που γνωρίζει σε επισκέψεις του στο Παρίσι, το 1885 και το 1889-90.
Ο Γουάτκινς γύρισε αυτό το μνημειώδες εργο-βιογραφία του μεγάλου Νορβηγού εξπρεσιονι-στή ζωγράφου σε σουηδική παραγωγή. Όπως πάντα, χρησιμοποιεί ερασιτέχνες, μια ντοκι-μαντερίστικη μέθοδο προσέγγισης και μια διασπασμένη, συχνά αυτοσχεδιαστική δραματουργία. Το μοναδικό ατού αυτής της ταινίας είναι η θαυμαστή εικονογραφία, τόσο σε ακρίβεια της εποχής, όσο και στην αναλογία αντίθεσης ανάμεσα στην χρωματική κλίμακα των πινάκων και στις φυσικές εικόνες. Η αυθεντικότητα και η λυρική ποιότητα επιβάλλονται και ερμηνεύουν την τυραννισμένη και απομονωμένη ύπαρξη του Μουνκ.

(πηγή δελτίο τύπου της Κινηματογραφικής Λέσχης της ΕΤ1)