Ποιητής και μποξέρ, ζωγράφος και ηθοποιός, σκηνοθέτης που αρνήθηκε την τυποποίηση και τον εφησυχασμό ο Jerzy Skolimowski/ Jerzy Skolimowski είναι ένας από τους σπάνιους σκηνοθέτες στον χώρο του κινηματογράφου. Το σινεμά του είναι γεμάτο έντονα πάθη και συγκρούσεις, πρόσωπα μοναχικά που βυθίζονται σ' ένα κόσμο ονειρικό, που μάχονται μέχρις εσχάτων για να πραγματώσουν τις επιθυμίες τους, αδιαφορώντας για συμβιβασμούς, πρόσωπα που στο τέλος συντρίβονται από τις αυταπάτες τους. Οι εικόνες των ταινιών του μοιάζουν με το ρινγκ ενός πυγμαχικού αγώνα: εδώ οι ήρωες μάχονται μέχρι τελικής πτώσεως, εδώ η ζωή είναι ένας αγώνας όπου ο πιο δυνατός κερδίζει (αλλά και που ορισμένες φορές χάνει).
Ο Jerzy Skolimowski γεννήθηκε στο Lodz της Πολωνίας, στις 5 Μαΐου του 1938. Ο πατέρας του υπήρξε αξιωματικός στην Αντίσταση κατά των Γερμανών και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μετά τον πόλεμο πήγε στην Βαρσοβία, όπου ύστερα από την αποτυχία του να εισαχθεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, σπούδασε Ιστορία.
Στη δεκαετία του 50 αφιέρωσε τον χρόνο του στην ποίηση και την πυγμαχία. Μεταξύ 1953 και 1955 συμμετείχε σε 30 πυγμαχικούς αγώνες. Συμμετείχε σε μουσικά συγκροτήματα τζαζ, μεταξύ των οποίων και το γκρουπ του Krzystof Komeda (μουσικού του σε αρκετές ταινίες του) και στο οποίο τελικά έγινε υπεύθυνος φωτισμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 50 δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές, όπως επίσης και ένα θεατρικό έργο.
Γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Andrzej Wadja και τον συγγραφέα Jerzy Andrzejewski, και συνεργάστηκε μαζί τους στο σενάριο της ταινίας Niewinni Czarodzieje (Innocent Sorcerers). Σ' αυτήν την ταινία κάνει και την πρώτη εμφάνιση ως ηθοποιός. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο, μετά όμως από πρόταση του Wadja έκανε αίτηση στην κινηματογραφική σχολή του Lodz.
Το 1960, και ενώ έδινε τελικές εξετάσεις, έγραψε μαζί με τον Polanski το σενάριο για την ταινία Noz w Wodzie (The Knife in the Water), την οποία ο Polanski γύρισε 2 χρόνια αργότερα. Έγινε φίλος με τον Andrzej Munk (στον οποίο χρωστάμε τον χαρακτηρισμό για τον ως "ποιητή μποξέρ") και μαζί του έγραψε ένα σενάριο, το οποίο τελικά δεν γυρίστηκε ποτέ ταινία. Στην κινηματογραφική σχολή Lodz, μαζί με τις σπουδαστικές ταινίες, έκανε και την πρώτη του ταινία το Rysopis, η οποία μαζί με την επόμενη, το Walkover, τον έκανε γνωστό ως έναν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του Νέου Κύματος, της δεκαετίας του 60. Κέρδισε, για την ταινία Barriera, το μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ του Bergamo το 1966.
Οι τρεις πρώτες του ταινίες -Rysopis, Walkower και Bariera - συνιστούν μια αυτοβιογραφική τριλογία. Σ' αυτές τις ταινίες ο Skolimowski υπήρξε ο "απόλυτος δημιουργός": ήταν ο σεναριογράφος, ο σκηνοθέτης, ο μοντέρ αλλά και ο ηθοποιός. Λόγω αυτών των ταινιών, αλλά και κάποιων που ακολούθησαν, θεωρείται ως ο εγγύτερος στο πνεύμα της nouvelle vague, σκηνοθέτης της Ανατολικής Ευρώπης: οι ταινίες του εξέφραζαν τα προβλήματα που συνοδεύουν την ενηλικίωση, περιγράφουν τις δυσκολίες επικοινωνίας ανάμεσα γονείς και νέους, και τέλος εκφράζουν τις αμφιβολίες μιας γενιάς, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στην Ανατολική Ευρώπη.
Η πρώτη του "δυτική" ταινία, το Le depart, γυρίστηκε στο Βέλγιο, και κέρδισε την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Στην διάρκεια της ίδιας χρονιάς, στην Πολωνία, έκανε το Rece do gory, μια ταινία που υπήρξε σημείο καμπής για την καριέρα του σκηνοθέτη: επιλέχθηκε για προβολή από το Φεστιβάλ της Βενετίας, λογοκρίθηκε και αποσύρθηκε από τις Πολωνικές αρχές, λίγες μέρες πριν την προβολή της στο Φεστιβάλ. Ο Skolimowski δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να κάνει ξανά ταινίες στην Πολωνία, έως ότου η απαγόρευση αρθεί. Η ταινία βγήκε από τα ντουλάπια των λογοκριτών το 1981, και τότε ο σκηνοθέτης της έκανε μια δεύτερη έκδοση της ταινίας. Ο Skolimowski συνέχισε την καριέρα του στην Δύση, αν και ποτέ δεν έκοψε τους δεσμούς με την πατρίδα του.
Απρόοπτα γεγονότα, ριψοκίνδυνες οικονομικά παραγωγές και αριστουργήματα, συνθέτουν την περιπλάνησή του σε χώρες, όπως η Τσεχοσλοβακία, Ιταλία, Γερμανία και Αγγλία. Μετά την αποτυχία της ταινίας King, Queen, Knave, ο Skolimowski πέρασε μια μακρά περίοδο αδράνειας. Ακολούθησε η ταινία The Shout -μια ιδιόμορφη "εσωτερική" ταινία τρόμου - και ο σκηνοθέτης τελικά εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Στα χρόνια που ακολούθησαν γύρισε στην Αγγλία τις ταινίες Moonlighting και Success Is the Best Revenge: ταινίες που αντλούν την θεματική τους από τις πολιτικές εξελίξεις στην Πολωνία. Το 1985 γύρισε την πρώτη, εξ' ολοκλήρου, αμερικάνικη ταινία, το The Lightship, και μετακόμισε στην Santa Monica.
Αυτές οι ταινίες που γύρισε στην Δύση -δηλαδή το Deep End (1970), το The Shout (1978), το Moonlighting (1982) και ιδιαίτερα το The Lightship (1985)- αποκαλύπτουν μια από τις σκηνοθετικές εμμονές του: "Οι κλειστοί χώροι" του Skolimowski (τα δημόσια λουτρά, τα διαμερίσματα, τα πλοία) δημιουργούνται για να προκαλέσουν συγκρούσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες, τους ηθοποιούς, και ανάμεσα στον σκηνοθέτη και το ίδιο το σινεμά.
Επιστρέφοντας στην Πολωνία, το 1991, έκανε την ταινία Thirty Door Key και ήταν παραγωγός στην ταινία Hollow Man που γύρισαν τα δύο παιδιά του - τα οποία ήδη συνεργαζόταν μαζί του στις ταινίες του.
Στην διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Skolimowski, εκτός από την σκηνοθεσία, συνέχισε να γράφει σενάρια, αλλά και να ασχολείται ενεργά με την σκηνοθεσία. Δυστυχώς πολλά από τα σχέδια του για ταινίες δεν μπόρεσαν να υλοποιηθούν. Ο Skolimowski συνεχίζει να είναι ασχολείται με διάφορα σπορ. Υπήρξε προπονητής δύο ερασιτεχνικών ποδοσφαιρικών ομάδων στην Βαρσοβία και στο Λονδίνο. Τώρα μένει τον περισσότερο του χρόνο, στις ΗΠΑ, στο Malibu.
Δημήτρης Μπάμπας