jon-bang-carlsen.jpg

Στο έργο του δανού σκηνοθέτη Γιον Μπανγκ Κάρλσεν/ Jon Bang Carlsen, τα όρια ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας ανατρέπονται για να αποδώσουν αυτό που ο ίδιος ονομάζει «επανεφεύρεση της πραγματικότητας». Η καινοτομία, η αμφισβήτηση και η ανατροπή ανέκαθεν έλκυαν τον διακεκριμένο κινηματογραφιστή ο οποίος έχει σκηνοθετήσει και γράψει το σενάριο για περισσότερες από τριάντα ταινίες, τόσο μυθοπλασίας όσο και τεκμηρίωσης. O Δημήτρης Κερκινός σημειώνει μεταξύ άλλων: «Πρόκειται για έναν από τους πιο καινοτόμους Δανούς δημιουργούς, με σημαντικό ρόλο στην κινηματογραφική σκηνή της χώρας του από τη δεκαετία του ’80, με πάνω από 40 ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας. Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι το υβριδικό του στυλ, που θολώνει τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Πεποίθησή του Κάρλσεν είναι ότι δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα και ότι η παρουσία κάμερας επηρεάζει τα γεγονότα. Οι ταινίες του δεν εκφράζουν τόσο την αλήθεια , όσο τον τρόπο που ο ίδιος βλέπει τον κόσμο».

Γεννημένος το 1950 στη Δανία, ο Κάρλσεν έχει επίσης εκδώσει βιβλία με δοκίμια και ποίηση και έχει δώσει διαλέξεις σε σχολές κινηματογράφου και πανεπιστήμια σε όλη την Ευρώπη. Οι ταινίες του εστιάζουν σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας που έχουν ξεχωριστές ιστορίες να αφηγηθούν και εκφράζουν το πνεύμα των καιρών. Η ματιά του ξεπερνά τα σύνορα της χώρας του και «ταξιδεύει» μαζί με την κάμερά του στην Ιρλανδία, την Αμερική και τη Νότια Αφρική, όπου μάλιστα ο ίδιος έζησε για κάποια χρόνια, με στόχο να μεταδώσει παγκόσμιες εικόνες στο θεατή. Τα προσωπικά βιώματα του σκηνοθέτη έχουν επηρεάσει βαθιά κι έχουν ενσωματωθεί στο έργο του. Η παιδική ηλικία του, η αμφισβήτηση της θρησκευτικής του πίστης, η εγκατάλειψη της οικογένειας από τον πατέρα του, είναι επαναλαμβανόμενες θεματικές στις ταινίες του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ Déjà vu (2015), ένα προσωπικό άλμπουμ με αφήγηση του σκηνοθέτη που συμπυκνώνει όσα τον προσδιόρισαν μέσα από αποσπάσματα της φιλμογραφίας του.
Στο ντοκιμαντέρ Cats in Riga (2014) ο Κάρλσεν σκιαγραφεί το πορτρέτο της πρωτεύουσας της Λετονίας μέσα από μια απροσδόκητη οπτική γωνία: τις γάτες που περιπλανώνται νωχελικά στην πόλη σε αντίθεση με την πιεστική ανθρώπινη πραγματικότητα.
Εστιάζοντας στους έγκλειστους μιας φυλακής στη Νότια Αφρική, το Portrait of  God (2001) αναζητά με σκεπτικισμό τα φευγαλέα ίχνη του Θεού και διερευνά τη σημασία της θρησκείας για τους ανθρώπους, χτίζοντας όπως σημειώνει ο ίδιος ο Κάρλσεν, «το πορτρέτο ενός προσώπου που μπορεί να είναι μόνο φήμη». Και πάλι με φόντο τη Νότια Αφρική, το ντοκιμαντέρ Addicted to Solitude (1999) είναι ένα -πολιτικών αποχρώσεων- οδοιπορικό στη μετά Απαρτχάιντ εποχή, το οποίο καταγράφει τις νέες ισορροπίες και τον βαθιά ριζωμένο ρατσισμό της κοινωνίας.
Η εμμονή των Αμερικανών με τα όπλα και η παρανοϊκή ιδέα ότι η βία είναι το αποκλειστικό μέσο προάσπισης της ατομικής ασφάλειας είναι οι θεματικές που στηλιτεύει ειρωνικά το ντοκιμαντέρ Phoenix Bird (1986). Πρωταγωνιστής του, ένας πολεμοχαρής πρώην βετεράνος του Βιετνάμ και νυν επικεφαλής μιας «σχολής επιβίωσης» στην Αριζόνα, όπου εκπαιδεύει αυταρχικά τα ανήλικα και ενήλικα μέλη οικογενειών στην αυτοάμυνα και την οπλοχρησία. Το αμερικάνικο όνειρο για επιτυχία αποδεικνύεται πικρή αυταπάτη στο ντοκιμαντέρ Hotel of The Stars (1981) με φόντο ένα ξενοδοχείο που παλιά γέμιζε με αστέρες του Χόλιγουντ, αλλά πλέον φιλοξενεί κομπάρσους που προσδοκούν –μάταια συνήθως- να γίνουν σταρ του σινεμά. Ο σκηνοθέτης τους δίνει την ευκαιρία να αναδείξουν το ταλέντο τους μπροστά στην κάμερα, υπογραμμίζοντας κωμικοτραγικά τις λεπτές αποχρώσεις της ψυχοσύνθεσής τους.

(δ.τ.)