Είμαι ένας αυτεξούσιος
Η πλούσια φιλμογραφία του ρηξικέλευθου και νεωτεριστή, ταλαντούχου Ιταλού σκηνοθέτη και ηθοποιού των ταινιών του, Νάνι Μορέτι/ Nanni Moretti έχει σαν αφετηρία της, το 1976, το low budget, πολύ προσωπικό κι ιδιαίτερο φιλμ του, Io sono un autarchico (Είμαι ένας αυτεξούσιος). Το γύρισε σε super8 και κατόπιν το μεγέθυνε στα 16mm! Ήταν ουσιαστικά ένα φιλμ DIY, όπως ονομάζεται σήμερα, δηλαδή μια ταινία που την παρήγαγε και την έφτιαξε μόνος του αυτός κι οι φίλοι του...
O Μορέτι, στο πρώτο του μεγάλου μήκους φιλμ, ξεκινά από προσωπικά καλλιτεχνικά κι υπαρξιακά βιώματα, από τα αδιέξοδα που ζει ένας μοντέρνος, φιλότεχνος, προοδευτικός Ιταλός νέος, μετά το Μάη του 1968, ο οποίος θέλει να εκφραστεί. Αφηγείται ειρωνικά τις αδέξιες περιπέτειες και τις κάπως αστείες ατυχίες μιας παρέας ερασιτεχνών ηθοποιών που ανεβάζουν μια «πρωτοποριακή» παράσταση τέχνης σε ένα υπόγειο στη Ρώμη, με αμφίβολα αποτελέσματα, εμπνευσμένοι από το Living theater, τον Αρτώ, το happening και άλλες μοντέρνες θεατρικές σχολές. Ο σκηνοθέτης περιγελά τον χωρίς επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους, ερμητικό, μανιερίστικο και διανοουμενίστικο πειραματισμό αυτών των «κουλτουριάρηδων» νέων. Σαρκάζει τη γενιά του, μα επιπλέον σκιαγραφεί τα δημόσια και ιδιωτικά πολιτιστικά αδιέξοδα των καλοπροαίρετων, προοδευτικών κι αριστερών νέων. Πίσω από την αστεία κωμωδία ζωγραφίζει, πολύ συνειδητά, με οξυδέρκεια, τα κοινωνικά και υπαρξιακά ερωτήματά τους, τις πικρίες και τις απογοητεύσεις τους. Πρόκειται για το κινηματογραφικό χρονικό των χαμένων ψευδαισθήσεων, την ειρωνική αποδόμηση της κακοχωνεμένης αριστερίστικης ρητορικής και προβληματικής.
Η ταινία, σαν αισθητική σύλληψη, κινείται στα πλαίσια του «φτωχού κινηματογράφου», δηλαδή ενός σινεμά λιτού, απλού και φτηνού οικονομικά, όχι όμως φτωχού σημασιολογικά, ιδεολογικά κι αισθητικά… Η γραμμική πρόσληψη και ανάγνωση του φιλμ δεν είναι δυνατή, γιατί ενίοτε η αφήγηση κατά κάποιον τρόπο εκτροχιάζεται από εμβόλιμα ή αντιτιθέμενα πλάνα, από νεκρούς χρόνους και βίαιες χειρονομίες· και έχει ένα μοντάζ εύθραυστης ισορροπίας.
Ανακαλύπτοντας αυτό το μικρό κινηματογραφικό διαμάντι, αντιλαμβανόμαστε πως πρόκειται για μια σκωπτική, όμορφη κωμική ταινία η οποία αποκαλύπτει την κριτική συνείδηση του σκηνοθέτη μπροστά στη νεανική κοινωνία που αναδύθηκε στην όλο αναβρασμό δεκαετία του 1960. Όπως υποδηλώνει κι ο τίτλος, λέει ο Μοράβια, από την αρχή θαυμαστής του πνευματώδους Μορέτι, η επανάσταση του ’68 ήταν εν μέρει «αυτεξουσιαστική», δηλαδή από κάτω της αναπηδούν τα αιώνια, κοινωνικοϋπαρξιακά προβλήματα της μικρομεσαίας ιταλικής τάξης.
Ecce Bombo
Το Ecce Bombo (1978), το δεύτερο φιλμ του Νάνι Μορέτι συνεχίζει την προηγούμενη χλευαστική θεματική, προβληματική και κοινωνική (αυτό)κριτική, που εμπεριέχονται στο πρώτο του φιλμ. Εδώ ο Μικέλε, το alter ego του Μάνι Μορέτι, και οι φίλοι του, εμπλέκονται –με αδιέξοδα αποτελέσματα– σε μια ομαδική ψυχοθεραπεία «αυτοσυνείδησης» και στην «εναλλακτική» χρήση των μαζικών μέσων επικοινωνίας, ήτοι στα τηλεφωνήματα μοναχικών ακροατών ενός ραδιοφωνικού σταθμού και στην έρευνα του καναλιού Telecalifornia για τη ζωή των νέων. Μέσα από μια ειρωνική, διαυγή χιουμοριστική οπτική, ο νεαρός σκηνοθέτης μας παρουσιάζει μια παρέα λίγο επαναστατημένων, λίγο χαμένων νέων (τα ορφανά του του Μάη του ’68), που ασχολούνται με την ερασιτεχνική ραδιοφωνία, τη ψυχοθεραπεία, τις συζητήσεις αυτοσυνείδησης και το φεμινισμό, σε αναζήτηση ενός τρόπου ζωής πιο κοινωνικοποιημένου, πιο συνειδητοποιημένου, γνήσιου κι αυθόρμητου. Οι νέοι όμως αποτυγχάνουν σε αυτές τις αναζητήσεις τους, αποτυχίες οι οποίες δυστυχώς μολύνουν και τον υπόλοιπο, στρωτό, παραδοσιακό οικογενειακό και κοινωνικό βίο τους και τις αξίες του (αγάπη, φιλία, τρυφερότητα). Η ταινία είναι κωμική μα απομακρύνεται, συνειδητά, πολύ από την «κωμωδία α λα ιταλικά» και γίνεται αμείλικτη, ηθική (ενυπάρχει λόγος περί ηθικής) και σχεδόν οδυνηρή. Τα θέματά της επίκαιρα, ουσιώδη, πολιτικά, ηθικά και κοινωνικά: οι τυποποιημένες συλλογικές συμπεριφορές, η βεβιασμένη, τεχνητή αναζήτηση κι επιδίωξη του διαφορετικού, μα και ο φόβος του διαφορετικού, η δήθεν επαναστατικότητα και η «κουλτουριάρικη», ανερμάτιστη στάση ζωής, η απελπισία και τα υπαρξιακά και κοινωνικά αδιέξοδα των καλλιεργημένων, μοντέρνων νέων ανθρώπων…
Xρυσά όνειρα
Tα Xρυσά όνειρα (1981), τρίτο φιλμ του πανέξυπνου Mορέτι, είναι λιγότερο το ντοκουμέντο μιας γενιάς (όπως τα δύο προηγούμενα) και περισσότερο το τεκμήριο των σκέψεων, κρίσεων, φιλοδοξιών και μανιών ενός υπερτροφικού εγώ, όλο συνείδηση και διαύγεια. O Mικέλε, ο συνήθης ήρωας του σκηνοθέτη, αυτή τη φορά έχει μεταφερθεί στον τομέα του ίδιου του μέσου επικοινωνίας του Mορέτι, δηλαδή στον κινηματογράφο: είναι ένας ανήσυχος, επικριτικός, νευρωτικός, μεγαλομανής και υπερευαίσθητος σκηνοθέτης που επισκοπεί και σχολιάζει τον κόσμο του σινεμά, τους αριβίστες, αλαζόνες, αδαείς ή απογοητευμένους κινηματογραφιστές, και τους δογματικούς, αρτηριοσκληρωτικούς, υπερπολιτικοποιημένους θαμώνες των κινηματογραφικών λεσχών.
H αφηγηματική δομή του φιλμ διέπεται από φυγόκεντρες τάσεις, μοιάζει να έχει εκραγεί προς (τρεις) διαφορετικές κατευθύνσεις. Πίσω από αυτή την αφηγηματική αταξία διακρίνουμε τρία αφηγηματικά επίπεδα: α) Tην ιστορία, τη ζωή του σκηνοθέτη Mικέλε Aπιτσέλα· β) Tην ταινία την οποία φτιάχνει, που την παρακολουθούμε εν τω γίγνεσθαι και ονομάζεται (ειρωνικά) H μαμά του Φρόιντ· γ) Tα εφιαλτικά ερωτικά όνειρα του Mικέλε, που περιστρέφονται γύρω από τον ανικανοποίητο έρωτά του προς την πανέμορφη κι αιθέρια Σίλβια ―την υποδύεται η Λάουρα Mοράντε. (Oι κοπέλες που αγαπά ο Mικέλε στις ταινίες του Mορέτι ονομάζονται συνήθως Σίλβια).
Tα τρία επίπεδα διαπλέκονται, αλληλοσυμπληρώνονται ή επικαλύπτονται, χωρίς να συγκροτούν μια κανονική γραμμική ανέλιξη της μυθοπλασίας.
Στο πρώτο επίπεδο, γινόμαστε μάρτυρες του χλευασμού του Mικέλε προς τον κόσμο του σινεμά, της τηλεόρασης και των MME. Στο δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο, η ταινία που γυρίζει ο Mικέλε έχει παρόμοια σκωπτική ματιά. H ταινία αυτή (ταινία μέσα στην ταινία) είναι μια παρωδία βιογραφίας και ψυχανάλυσης. O ήρωας της ταινίας του Μικέλε H μαμά του Φρόιντ, είναι ένας μισότρελος μεσήλικας Iταλός που πιστεύει πως είναι ο Φρόιντ. Mένει με τη μαμά του, υπαγορεύει γράμματα για τον Γιουνγκ και ψυχαναλυτικές μελέτες του προς την κόρη του, που την ονομάζει Άννα (όπως η κόρη του Φρόιντ), και πουλά τα άπαντά του σ’ έναν... πάγκο στο δρόμο!
Έχουμε να κάνουμε με μια φροϋδική παρωδία των σχέσεων με τη μητέρα, μιας κι ο ίδιος ο Aπιτσέλα έχει στενές και προβληματικές σχέσεις με τη μητέρα του (συγκατοικεί και καυγαδίζει μαζί της), μην έχοντας ξεπεράσει το οιδιπόδειό του (δηλώνει πως δεν θέλει να το ξεπεράσει). O Mορέτι-Mικέλε αυτοτοποθετείται με ειρωνικό τρόπο στο επίπεδο του Φρόιντ (αν δεν είχε ο ίδιος άλυτο οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν θα αστειευόταν με το Φρόιντ, την ψυχανάλυση και τη μητέρα του και δεν θα γύριζε μια ταινία πάνω σ’ έναν μισοπάλαβο, υποτιθέμενο Φρόιντ).
Aναφορικά με το τρίτο αφηγηματικό επίπεδο, αυτό των ονείρων ερωτικής απογοήτευσης και αποστέρησης, ονείρων μέσα στα οποία τελειώνει λυπημένα και κωμικοτραγικά η ταινία, ο ήρωας παρουσιάζεται ως έναν ντροπαλός, αδέξιος άντρα που δεν κατορθώνει να πείσει την απρόσιτη αγαπημένη του, που παθαίνει κρίσεις επιληψίας και συγκρούεται έντονα με το περιβάλλον του. Στο τέλος της ταινίας, χαμένος μες στα όνειρά του, ο Mικέλε φαντάζεται τον εαυτό του ν’ αποτυγχάνει άλλη μια φορά να κερδίσει τη Σίλβια, να αναδιπλώνεται στον «διαφορετικό» εαυτό του, και να μεταμορφώνεται σε λυκάνθρωπο κι ύστερα να τρέπεται σε φυγή ουρλιάζοντας σπαρακτικά: «Σ’ αγαπώ, είμαι ένα τέρας!» Ο Μορέτι μεγαλουργεί σε έναν έντονα κωμικοτραγικό τόνο, μας ταράζει, μας κάνει να γελάμε και να συγκινούμεθα με την ερωτική απελπισία του ήρωά του…
Η λειτουργία τελείωσε
Στην ταινία του 1985, Η λειτουργία τελείωσε, βρίσκουμε τον ηθοποιό Μορέτι σε ρόλο παπά σε μια συνοικία της Ρώμης. Έχει επιστρέψει στη συνοικία που μεγάλωσε, με στόχο ή καθήκον να επανασυνδεθεί και να βοηθήσει τους παλιούς φίλους του και τα μέλη της οικογένειάς του, εις μάτην… Από το θερμό ενδιαφέρον του περνάμε στις αδέξιες και ατελέσφορες προσπάθειές του να αναμιχθεί και να βοηθήσει, στην απογοήτευση, στην οργή και στα κωμικοτραγικά αδιέξοδά του. Οι φίλοι του δεν τον έχουν τόσο ανάγκη και ο ίδιος αδυνατεί να συμβάλλει στην επίλυση των ιδιότυπων προσωπικών προβλημάτων των κοντινών του ανθρώπων. Η οικογένειά του διαλύεται χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, γιατί ο πατέρας του ερωτεύεται μια νεαρή φίλη της ανύπαντρης εγκύου αδελφής του, η μητέρα του εισπράττει άσχημα και τραγικά την εγκατάλειψή της και αυτοκτονεί… Σε μια τελευταία τελετή στην εκκλησία του, ο παπάς ανακοινώνει πως τους παρατάει για να πάει να βοηθήσει κάποιους απομονωμένους ανθρώπους που ίσως τον χρειάζονται περισσότερο, στο Β.Πόλο!... Η λειτουργία τελείωσε μεσ’ στην αποτυχία επικοινωνίας και συνεισφοράς, μαζέψτε τα και φύγετε, πάμε για άλλα (μάλλον άλλες αποτυχίες)…
Ο ιερωμένος Μορέτι, ο πάντα ρομαντικός, νευρωτικός, αστείος κι ενίοτε θυμωμένος, ανήμπορος μοραλιστής απέτυχε. Αδυνατεί, ως συνήθως να κατανοήσει ή καλύτερα να αποδεχτεί έναν κλειστό, παράλογο και σκληρό κόσμο και έτσι κλείνεται στο καβούκι του, οργίζεται, αδυνατεί να παρέμβει αποτελεσματικά και να επιδράσει, να δράσει θετικά. Επιθυμεί να κάνει το καλό μα δεν ξέρει πώς…
Ο Μορέτι-Μικέλε πάντα είχε κάποιο πρόβλημα με τον έλεγχο των συνεπειών των δράσεών του, του ταιριάζει περισσότερο η ειρωνεία, η εσωστρέφεια, ο συμπαθής ναρκισσισμός κι ο σαρκασμός· ακόμη και η επιθετικότητά του είναι διακριτική κι αισθητικά ευγενής. Κυκλοφορεί εμμονικός, πάντα ανήσυχος κι ασυμβίβαστος στους κοινωνικούς χώρους, για τους οποίους νοιάζεται και δεν αδιαφορεί (ενίοτε με μια πολιτικοποίηση διαυγή κι απομυθοποιητική). Κυκλοφορεί μέσα στις αντικωμωδίες του, απρεπής, συνειδητοποιημένος, λιγάκι γελοίος, απροσάρμοστος, με μια ματιά σκωπτική κι οξυδερκή. Στην πρώτη περίοδο του έργου του, αποτυγχάνει σαν επαναστάτης της γενιάς του 1968, σαν φιλότεχνος με ανησυχίες, σαν ιερωμένος, σαν δάσκαλος, σαν ηθικολόγος δολοφόνος και σαν σκηνοθέτης, και βουλιάζει στις αμφιβολίες του. Ο ήρωάς του ξαναπαίρνει την πάνω βόλτα μέσω της ημερολογιακής και αυτοβιογραφικής ενδοσκόπησης και αυτοσυνείδησης, ως Νάνι (βλέπε τον κεντρικό χαρακτήρα των ταινιών Αγαπημένο μου ημερολόγιο και Απρίλης, στις οποίες περιφέρει και υποδύεται καθαρά τον εαυτό του).
Palombella rossa
Το 1989 ο Μορέτι γυρίζει το Palombella rossa (1989), που σημαίνει ψηλοκρεμαστή μπαλιά. Έχει ως κεντρικό χαρακτήρα έναν υδατοσφαιριστή και κομμουνιστή βουλευτή, που τον υποδύεται ξανά ο ίδιος. Ο ήρωας παθαίνει έναν αυτοκινητιστικό ατύχημα που του δημιουργεί μερική κι επιλεκτική απώλεια μνήμης. Κατά τη διάρκεια ενός κρίσιμου αγώνα πόλο της ομάδας του, του τελικού, προσπαθεί να ξαναθυμηθεί διάφορα κομμάτια από τις αναμνήσεις και τις γνώσεις του, θέτοντας βασικά ερωτήματα στον εαυτό του, μα και δεχόμενος αλλεπάλληλα ερωτήματα από τους τυχάρπαστους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν. Όλη η ταινία είναι δηλαδή μια προσπάθεια να ξαναβρεί τη μνήμη του, τη χαμένη του ταυτότητα και τη λογική της πολιτικής του στράτευσης. «Γιατί να είσαι κομμουνιστής σήμερα;» (Αναφέρεται στους προοδευμένους και προβληματισμένους, α λα Μπερλιγκουέρ, Ιταλούς κομμουνιστές του 1988, που δεν ήταν του απλοϊκού και δογματικού ελληνικού είδους).
Ο Μικέλε-Μορέτι παραμένει ένας ευφυής και επίμονος, ιδεοληπτικός ηθικολόγος, ο οποίος νοιάζεται για την κοινωνία, όμως είναι νάρκισσος, εγωκεντρικός και κατά βάθος μισάνθρωπος, σαστισμένος κι αποκαρδιωμένος, πάντα χαριτωμένος και γοητευτικός. Για τον Μικέλε, ο λόγος έχει βαρύνοντα λόγο (όσο και η ανθρωπολογική εικόνα): «Όποιος μιλάει άσχημα, σκέφτεται άσχημα και ζει άσχημα», επεξηγεί. Αναζητεί εμμονικά μια ανέφικτη αυθεντικότητα, μια άλλη, πραγματική κι αυθεντική ζωή, έναν επωφελή κοινωνικά ρόλο, μακριά από τον ξύλινο και ψεύτικο, ιδεολογικό λόγο, την άσκηση εξουσίας στους άλλους και τα πρότυπα της μαζικής κουλτούρας.
Ο νεαρός αριστερός δεν δείχνει να νοιάζεται ιδιαίτερα για το ντέρμπι στην πισίνα στο οποίο συμμετέχει. Θέτει όμως ερωτήματα για την πολιτική του ΙΚΚ, έχει αμφιβολίες, απορίες κι ερωτήματα υπαρξιακά, ιδεολογικοπολιτικά και ανθρώπινα, δεχόμενος τον καταιγισμό από παρατηρήσεις κι ερωτήσεις των άλλων, των ανθρώπων-φαντάσματα που τον περιβάλλουν, μέσα από τις διαφορετικές, ισοπεδωτικές ρητορικές τους. Στο φιλμ μιλούν ακατάπαυστα ο βουλευτής, τα στελέχη κι οι συνδικαλιστές, οι δημοσιογράφοι, ένας καθολικός, ο προπονητής της ομάδας, κ.ο.κ., με έναν πληκτικό, αυτάρεσκο και στερεότυπο λόγο που αποσκοπεί στον έλεγχο και την εξουσία.
Ο Μικέλε αναρωτιέται ποιος είναι, πού πάει, τι κάνει και γιατί, γιατί παίζει πόλο και είναι στέλεχος της ιταλικής αριστεράς, έχει απορίες για τη σύγχυση του δημόσιου με το ιδιωτικό στοιχείο και τη σχηματική ρητορική της αριστεράς… Βασική θεματική γραμμή της ταινίας είναι ο υπαρξιακός αποπροσανατολισμός -και αναπροσανατολισμός- ενός νέου ανθρώπου που μέχρι τώρα έβρισκε στην αριστερή πολιτική και στον αθλητισμό, μια ταυτότητα, μα τώρα η κρίση της αριστεράς την υπονομεύει. Ο Μικέλε είναι ένα παιδί που ποτέ δεν μεγάλωσε, ένας κομμουνιστής που διαπιστώνει πως τα καλύτερά του χρόνια αναλώθηκαν σε δικαιολογίες απέναντι στον εαυτό του…
Οι εικόνες-φλας μνημών διακόπτουν αποσπασματικά τη ροή των βιωμάτων του στη διάρκεια του αγώνα. Αγωνίζεται να διαχειρισθεί τις ιδέες που του τριβελίζουν το μυαλό καθώς και τις εικόνες που είναι φορείς τους. Είναι μοναχικός, δίπλα σε ανθρώπους-σκιές, μα δεν παραιτείται από τον κόσμο και την κοινωνία, που επιθυμεί διακαώς να αλλάξει…
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Το Αγαπημένο μου ημερολόγιο (1993) είναι ίσως η πιο εμβληματική ταινία του Μάνι Μορέτι, ελαφριά, διασκεδαστική, αυτοβιογραφική, ουσιώδης και στοχαστική, ταυτόχρονα. Διότι πρόκειται για φιλμ πάνω στον ίδιο τον εαυτό του, το δικό του σώμα –που χορεύει, αγάλλεται ή υποφέρει- και το ανθρώπινο και κινηματογραφικό βλέμμα του, τον ίδιο τον κινηματογράφο, μα και τη χώρα του, την πρωτεύουσα και τα αιολικά νησιά.
Η ταινία είναι σπονδυλωτή, το πρώτο μέρος έχει σαν θέμα τον ίδιο, τον δεκτικό, ανοιχτό κι υπερευαίσθητο Μορέτι, μετακινούμενο με τη βέσπα ή τα πόδια του ή χορεύοντας, και ταυτόχρονα κοιτάζοντας και σχολιάζοντας τη Ρώμη… Στο δεύτερο μέρος ταξιδεύει κατά τη διάρκεια των διακοπών με έναν διανοούμενο φίλο του στα αιολικά νησιά της Αδριατικής και βλέπει –πάντα με συμπάθεια και λεπτή ειρωνεία– όσα συμβαίνουν γύρω του. Παρατηρεί σκωπτικά τον φίλο του, που αρχικά ήταν εχθρός της τηλεόρασης, με ένα σκεπτικό θεωρητικό (H.M.Enzesberger), και κατόπιν, όταν έρχεται σε επαφή με τα αμερικάνικα σήριαλ, γίνεται φανατικός οπαδός τους.
Στο δυνατό, τρίτο μέρος ασχολείται με το άρρωστο σώμα του και κατά συνέπεια την πάσχουσα ψυχή του, την κλονισμένη του υγεία που τον φέρνει πιο κοντά στη φθορά και στο θάνατο, με μια ανεξήγητη (καρκινογενή;) φαγούρα που τον ταλαιπωρεί μέρα νύχτα και την οποία προσπαθεί να θεραπεύσει προσφεύγοντας σε πάμπολλους γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων και σχολών…
Στο Αγαπημένο μου ημερολόγιο, το σπουδαίο και το μεγάλο κρύβονται στις λεπτομέρειες, στις γωνιές των διαφόρων χώρων, στις στιγμιαίες κινήσεις, εκφράσεις κι εκτονώσεις των σωμάτων, σε ένα μέρος του ανθρώπινου κορμιού και την οδύνη του, σε κάποια χαμόγελα και σε κάποια μικρής σημασίας λόγια.
Άλλο βασικό θέμα του φιλμ, η μοναξιά, η οποία διαχέεται μέσα σε όλες τις ταινίες του Ιταλού σκηνοθέτη, η μοναξιά του Μικέλε-Μορέτι μέσα σε παρέες και ομάδες, καλλιτεχνικές, πολιτικές, αθλητικές ή θεατρικές. Στις ομάδες αυτές έχουμε αυτό που ο Ζαν Ρενουάρ ονόμαζε «συσσώρευση μοναξιών». Ο διαψευσθείς από τις πολιτικές και πολιτιστικές, κάπως γελοίες, ομαδικές αναζητήσεις, Μορέτι, δεν πιστεύει πλέον στις ομάδες μα στις ενεργούς μοναχικότητες… Η μοναξιά γίνεται, στα φιλμ του Μορέτι, πηγή μελαγχολίας αλλά και δύναμης και είναι κάτι που το μοιράζεσαι με μια μειονότητα μοναχικών. Ο Μορέτι, μην μπορώντας να βρει τη γαλήνη με τον κόσμο ως Μικέλε, το alter ego του στις πέντε προηγούμενες ταινίες του, την βρίσκει σ’ αυτό το φιλμ με τον εαυτό του.
Απρίλης
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο πληθωρικός Μορέτι συνεχίζει στον ίδιο ημερολογιακό τόνο, σκηνοθετώντας ένα προσωπικό, αστείο, αυτοβιογραφικό δημιουργικό ντοκιμαντέρ, τον Απρίλη , για την εγκυμοσύνη της γυναίκας του, τη γέννηση του γιου του, την οικογένειά του, τις πολιτικές αγωνίες του έναντι της πολιτικής Μπερλουσκόνι και τα κινηματογραφικά σχέδιά του. Ο Απρίλης (1998), ένα εξομολογητικό φιλμ δροσερό, χιουμοριστικό κι αυθόρμητο, γυριζόταν με κέφι για τρία χρόνια… Σε αυτό ο Μορέτι περιδιαβαίνει τις γειτονιές της Ρώμης των παιδικών του χρόνων, ανησυχεί για τις βουλευτικές εκλογές και το πολιτιστικό και πολιτικό καθεστώς που δημιούργησε ο Μπερλουσκόνι, σχεδιάζει διάφορα πολιτικά φιλμ, ένα πολιτικό μιούζικαλ κι ένα ντοκιμαντέρ για τις εκλογές, κ.λπ. Μα αυτό που υπερισχύει στην εξέλιξη της ζωής του είναι η καταλυτική παρουσία του, 4.200 γραμμαρίων, νεογέννητου γιου του!...
Το δωμάτιο του γιου μου
Το 2001 ο Μορέτι γυρίζει Το δωμάτιο του γιου μου, ένα διακριτικό και συγκινητικό, ήσσονος τόνου φιλμ πάνω στην απώλεια ενός αγαπημένου μέλους της οικογένειας, του γιου, πάνω στο πένθος, το θάνατο και την επιβεβαίωση της ζωής· πάνω στην αποσύνθεση, λόγω του θανάτου, και την επιβίωση της οικογένειας. Η ελεγειακή ταινία του πήρε τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών και προσέλκυσε και συγκίνησε πολλούς θεατές.
Περιγράφει την ισορροπημένη ζωή μιας μεσοαστικής ιταλικής οικογένειας. Ο πατέρας είναι ψυχοθεραπευτής και η μητέρα εργάζεται στις εκδόσεις· επίσης, ο πατέρας και τα παιδιά ασχολούνται με τον αθλητισμό. Μια μέρα όμως ο πατέρας δεν πηγαίνει με τον έφηβο γιο για τζόκιν, γιατί επισκέπτεται κατ’οίκον έναν ασθενή του και ο γιος πνίγεται, μόνος, στην κατάδυση που επιχειρεί στη θάλασσα. Ο πόνος, το πένθος κι οι τύψεις βουλιάζουν, διαλύουν και κατατυραννούν την οικογένεια και ιδίως τον πατέρα (τον υποδύεται ο Μορέτι). Ο θάνατος είναι ένα καθοριστικό, αναπόφευκτο και αμετάκλητο γεγονός στη ζωή όλων των ανθρωπίνων όντων, μας λέει η ταινία, μα ο πατέρας δεν θέλει να το αφήσει πίσω του, να το ξεχάσει. Υφίσταται, λόγω ενοχής, γεύεται σχεδόν απομονωμένος από την υπόλοιπη οικογένεια, ολόκληρη την οδύνη μονάχος του. Αδιαφορεί για τη δουλειά του. Τα μέλη της οικογένειας απομακρύνονται το ένα από το άλλο.
Θα έρθει όμως κάποια στιγμή, όταν θα επισκεφθεί την οικογένεια μια κοπέλα ερωτευμένη με το γιο, που ο χτυπημένος από την ανέκκλητη μοίρα πατέρας θα κάνει το βήμα να προχωρήσει, ψυχικά και ηθικά, στην αποδοχή του οριστικού και συνταρακτικού γεγονότος του θανάτου…
Ο αλιγάτορας
Το 2006 ο Νάνι Μορέτι παρουσιάζει στο κοινό του τον Αλιγάτορα, στη μυθοπλασία του οποίου εισάγει ως αναφορά, ως αναφερόμενο, το πολιτικό πρόσωπο που ταλάνισε την ιταλική ζωή, τον Μπερλουσκόνι. Ένας μικρός παραγωγός b-movies, περνάει οικονομικές δυσκολίες και κρίση στη σχέση με τη γυναίκα του. Δέχεται από μια νέα σκηνοθέτιδα, που εμφανίζεται ως ο από μηχανής Θεός, μια ιδιότυπη, παράξενη πρόταση σεναρίου για να το κάνει ταινία. Σταδιακά αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για πρόταση παραγωγής όχι ενός τυπικού θρίλερ, μα μιας κατ’ουσίαν πολιτικής ταινίας με κεντρικό χαρακτήρα τον Μπερλουσκόνι, έναν αλιγάτορα της πολιτικής και οικονομικής ιταλικής ζωής. Ο παραγωγός σε κρίση μπαίνει σε νέα διλήμματα, υπαρξιακά, πολιτικά και προσωπικά. Ο Μορέτι σκηνοθέτησε ένα φιλμ στο οποίο συνδυάζει την υπαρξιακή, προσωπική προβληματική με την πολιτική (το ξανάκανε στις δύο πρώτες ταινίες του, έμμεσα, και κυρίως στο Palombella rossa). Συνδυάζει επίσης την κοινωνική σάτιρα με την ελκυστική κινηματογραφοφιλία. Έχουμε, δηλαδή, τη σύνθεση του προσωπικού οδοιπορικού του αποτυχημένου παραγωγού με μια ματιά σκωπτική, και ένα πετυχημένο μείγμα αναφορών στην πολιτική και στο ιταλικό σινεμά…
Habemus Papam
Στο Habemus Papam ( Έχουμε Πάπα!, 2011) ο Μορέτι στήνει το σκηνικό της εκλογής νέου Πάπα στον κλειστό κόσμο του Βατικανού και της αδυναμίας από τον νέο Πάπα –ο απολαυστικός Μ.Πικολί– να αναλάβει τις ευθύνες του και να αποδεχτεί τον επίσημο ρόλο εξουσίας που του αναλογεί. Συνειδητοποιώντας τις τεράστιες πλέον ευθύνες του, παθαίνει πανικό και παγώνει από τρόμο. Το κονκλάβιο των καρδιναλίων φέρνει έναν κορυφαίο ψυχαναλυτή (τον ίδιο τον Ν.Μορέτι) για να τον συνδράμει να αντιμετωπίσει το άγχος, την άρνηση και τα ψυχολογικά του προβλήματα. Το κινηματογραφικό αποτέλεσμα ιλαροτραγικό και κριτικό…
Κάποια στιγμή ο νέος και φοβισμένος Πάπας λυγίζει, δραπετεύει από το Βατικανό και περιπλανιέται ινκόγκνιτο στη Ρώμη, όπου ξαναζεί ξεχασμένες, αναπάντεχες εμπειρίες, ανθρώπινες, συναισθηματικές και καλλιτεχνικές (ξαναέρχεται σε επαφή με τον Τσέχωφ, που αγαπούσε νέος). Στα νιάτα του ήθελε να γίνει ηθοποιός μα δεν έκανε ούτε τότε για πρωταγωνιστής, –όπως καλείται τώρα να γίνει, σε σχέση με το καθολικό ποίμνιο. Στο Βατικανό, τον θέλουν μάλλον ως κάποιον που θα παίξει σωστά το ρόλο του Πάπα. Ο παπικός εκπρόσωπος χρησιμοποιεί πονηριές και ραδιουργίες για να υπηρετήσει αυτή την πολιτική. Δεν συναντάμε την κατάνυξη και τον εσωτερικό διαλογισμό στο Βατικανό, παρά μόνο ιεροτελεστίες και τακτικές.
Μα ο ειλικρινής με τον εαυτό του Πάπας έχει ανασφάλεια, αμφιβολίες και δισταγμούς, πώς θα μπορούσε να κατανοήσει και να καθοδηγήσει τους άλλους ανθρώπους; Προς τα πού; Ο νεοεκλεγείς Μελβίλ προτιμά τα εγκόσμια από την αγιοσύνη. Ο Μορέτι εντοπίζει τη διαφορά του ανθρώπου από τον επίσημο Πάπα και από το θεσμό…
Μα και ο αγνωστικιστής ψυχοθεραπευτής παγιδεύεται στο Βατικανό, στο πρωτόκολλο και το επίσημο τελετουργικό, επειδή το Βατικανό απαγορεύει στο σκάνδαλο να γνωστοποιηθεί. Όλα μπλοκάρονται μέχρι ο Πάπας να απευθυνθεί στο πλήθος της πλατείας και της τηλεόρασης, από το μπαλκόνι. Το καλύτερο που καταφέρνει ο ψυχοθεραπευτής είναι να οργανώσει αγώνες βόλεϊ για τους καρδινάλιους, εν είδει ομαδικής ψυχοθεραπείας!
Ο Μορέτι ειρωνεύεται και κριτικάρει την καθολική εκκλησία και την ψυχανάλυση, με αυτοσυγκράτηση και διακριτικότητα, χωρίς στόμφο και εύκολες καταγγελίες, που απαίτησαν ορισμένοι αφελείς «προοδευτικοί». Δεν θέλει να μιλήσει στον κορεσμένο θεατή της τηλεόρασης και στον αναγνώστη των ρεπορτάζ των εφημερίδων για τα πασίγνωστα σκάνδαλα της παιδεραστίας ή της κακοδιαχείρισης χρήματος και της διαφθοράς. Ο σκηνοθέτης συλλαμβάνει το Βατικανό και το κονκλάβιο σαν μια μεταφορά, αντιπροσωπευτική ανάλογων ζητημάτων που αντιμετωπίζουμε στην κλειστή, υποκριτική και βραχυκυκλωμένη κοινωνία μας. Θέλει να (εκ)θέσει το δικό του προβληματισμό για την εκκλησία και την κοινωνία.
Η μητέρα μου
Η Μητέρα μου μου άρεσε για την επιτυχή ισορροπία της συγκίνησης, του δράματος από τη μια και του χιούμορ από την άλλη, την ισορροπία του συναισθήματος και βιώματος με τη λογική ανάλυση (π.χ. τις σκηνές με θέμα τα κινηματογραφικά γυρίσματα). Πρόκειται για άλλη μια ωραία ταινία του σημαντικότερου σήμερα εν ενεργεία Ιταλού σκηνοθέτη -μαζί με τον Πάολο Σορεντίνο-, με θέματά της τη σχέση του ανθρώπου με τη μητέρα του, τη ζωή και την τέχνη, εν προκειμένω το σινεμά. Ξέρουμε πως η μυθοπλασία του Μορέτι περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία που προέκυψαν από τη θανατηφόρο ασθένεια της αγαπημένης του μητέρας, μιας ηλικιωμένης φιλολόγου, και το αναπόφευκτο τέλος της...
Στην τρυφερή, γλυκόπικρη και πολύ ανθρώπινη, τελευταία ταινία του, που τη γύρισε το 2014, ο Νάνι Μορέτι πραγματεύεται τη σχέση μιας διαζευγμένης σκηνοθέτιδος του κινηματογράφου (Μαργκερίτα Μπάι) με την άρρωστη κι ετοιμοθάνατη μητέρα της, με την ταινία που γυρίζει με έναν ιταλοαμερικανό σταρ (Τορτούρο) και με τα μέλη της οικογένειάς της, τον αδελφό της (Μορέτι) και την κόρη της. Η σκηνοθέτις -η οποία είναι εμφανώς το alter ego του Μορέτι- δυσκολεύεται να διαχειριστεί τη μη αντιστρέψιμη αρρώστια και τον επικείμενο θάνατο της αγαπημένης της μητέρας, μα και τα καλλιτεχνικά και σκηνοθετικά της ερωτήματα και προβλήματα (τι είδους σινεμά οφείλει να κάνει και πώς), ιδιαίτερα τη δύσκολη συνεργασία της με τον ιδιόμορφο κι ιδιότροπο, ιταλοαμερικανό σταρ. Η συνεννόησή της με τους τεχνικούς και τους ηθοποιούς κατακλύζεται από διαφωνίες, δυσχέρειες, ερωτηματικά και καυγάδες. Ο Μορέτι συνθέτει ένα φιλμ που ισορροπεί εύστοχα μεταξύ δράματος και χιούμορ, μεταξύ της θλίψης για την ανθρώπινη απώλεια και του κωμικού στοιχείου. Παρεμβάλλει στη δράση σκηνές που αποτελούν ονειροπολήσεις, αναμνήσεις ή εφιάλτες της ηρωίδας.
Η ηρωίδα ταλανίζεται ανάμεσα στα προσωπικά θέλω της και τη συμβίωση με το επαγγελματικό και οικογενειακό περιβάλλον. Το σύνολο καθορίζεται από την εργασία των προσώπων στον κινηματογράφο, από την κινηματογραφική και σκηνοθετική πράξη, μιας και πρόκειται για μια ταινία (αυτήν που γυρίζει η σκηνοθέτις ηρωίδα της ιστορίας) μέσα στην ταινία, την οποία φιλμάρει ο Μορέτι. Η σκηνοθέτις γυρίζει ένα κοινωνικοπολιτικό φιλμ -αμφιβόλου πρωτοτυπίας- σχετικά με ένα νέο αφεντικό που αγοράζει μια χρεοκοπημένη εργοστασιακή επιχείρηση και για να την ξαναλειτουργήσει, κάνει απολύσεις. Οι εργαζόμενοι αντιδρούν, απεργούν και καταλαμβάνουν το εργοστάσιο...
Η ισορροπία μεταξύ δραματικού και κωμικού στοιχείου είναι λεπτή κι εύθραστη, μα ο σκηνοθέτης κατορθώνει να τη διατηρεί. Το Mia madre καταφέρνει να παραμένει πάντοτε διακριτικό, απλό, ευγενικό, μα και συναισθηματικό, χαμηλότονα δραματικό και τρυφερό...