b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_louis-malle.jpg

Ο Λουί Μαλ/Louis Malle γεννήθηκε το 1932 και θεωρείται ως ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Ανωτέρων Σπουδών Κινηματογράφου στο Παρίσι - IDEC .
Εκείνη την εποχή, ο νεαρός Λουί έδειχνε τα πρώτα δείγματα της καλλιτεχνικής του ιδιοφυίας, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Ζακ Υβ Κουστώ, ο οποίος και τον επέλεξε για βοηθό του στο υποβρύχιο φιλμ, "Ο κόσμος της σιωπής" - (1956).
Το 1957, όταν η νουβέλ βαγκ, το νέο γαλλικό κύμα δηλαδή, έκανε προκλητικά την εμφάνιση της, ο Μαλ, γύρισε ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, το "Ασανσέρ για δολοφόνους",με ρεαλιστική φωτογράφιση των φυσικών χώρων του Παρισιού και με υποβλητική μοντέρνα μουσική του Μάικλ Ντέιβς.

Το "Ασανσέρ για δολοφόνους" που γυρίστηκε το 1957 και στη συνέχεια η ταινία του "Εραστές", επέβαλαν τον Γάλλο σκηνοθέτη ως έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους της νουβέλ βαγκ. Το "Ασανσέρ για δολοφόνους" είναι ένα φιλμ νουάρ, στο οποίο είναι φανερές οι επιρροές που έχει ο σκηνοθέτης από τον μετρ του σασπένς, τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Ο Ζιλιέν, που είναι ήρωας πολέμου, ερωτεύεται τη γυναίκα του αφεντικού του. Εκείνη για να ζήσουν ελεύθεροι τον πιέζει να σκοτώσει τον άνδρα της, πράγμα που ο Ζιλιέν επιχειρεί. Το θύμα φαίνεται σαν ν' αυτοκτόνησε και όλα δείχνουν πως το έγκλημα είναι τέλειο. Ομως δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού ο Ζιλιέν θα κλειστεί από λάθος του θυρωρού στο ασανσέρ, ενώ στο διάστημα αυτό δύο παιδιά θα κλέψουν το αυτοκίνητό του, αφού έχουν σκοτώσει δύο Γερμανούς. Η αστυνομία θα τον αναζητά για ένα έγκλημα που δε διέπραξε. Γρήγοροι ρυθμοί, πλούσια δράση και εκπληκτικές ερμηνείες από την υπέροχη Ζαν Μορό και τον Μορίς Ρονέ.

Από τότε, ο Μαλ έμεινε προσανατολισμένος προς το μοντερνισμό. Κάποιες φορές με μια επιφανειακή και επιπόλαιη, ίσως, έννοια των νέων τρόπων και της τρέχουσας κατάστασης που απαιτούσε η μόδα της εποχής, και άλλοτε με μια οδυνηρή και συνειδητή διείσδυση των σημείων της κρίσης του ατόμου και της σύγχρονης κοινωνίας. Ετσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο του Λουί Μαλ έχει για κύριο χαρακτηριστικό μια θεματική και μορφολογική ποικιλία. Ο βραβευμένος σκηνοθέτης αναζητούσε διαρκώς την αισθητική του πάθους, τις συνέπειες του απαγορευμένου έρωτα και τις παρεκκλίσεις των αισθήσεων. Ο Μαλ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και εστίασε το φακό και την προσοχή του στην εσωτερικότητα των ηρώων του, δείχνοντας, όπως έλεγε ο ίδιος, "ενδιαφέρον στους χαρακτήρες που καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με το νόημα της ύπαρξής τους".
Καταπιάστηκε με καυτά θέματα, όπως είναι η αιμομειξία: "Το φύσημα της καρδιάς", με την παιδική πορνεία: "Η κουκλίτσα της Νέας Υόρκης", με το φαινόμενο του ναζισμού: "Επώνυμο Λακόμπ, όνομα Λουσιέν", με το Μάη του '68 "Ο Μιλού το Μάη" και άλλα θέματα. Από τα έργα του ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι ταινίες του: "Η φλόγα που τρεμοσβήνει", η "Ζαζί στο μετρό", "Οι εραστές", "Ατλάντικ Σίτι" και το προτελευταίο του έργο "Μοιραίο Πάθος" με τους Τζέρεμι Αϊρονς και Ζιλιέτ Μπινός.

Στην ταινία Atlantic City/ Ατλάντικ Σίτι, μια αντισυμβατική εκδοχή ενός γκανγκστερικού φιλμ, ένας γερασμένος μικροαπατεώνας που ζει με τις ψευδαισθήσεις ενός ένδοξου παρελθόντος βρίσκει ξαφνικά την ευκαιρία να επανακτήσει τον αυτοσεβασμό του όταν ανακατεύεται σε μια κομπίνα κλεμμένων ναρκωτικών και ερωτεύεται μια νεότερή του γυναίκα, που με τη σειρά της ονειρεύεται να γίνει κρουπιέρισσα στο Μόντε Κάρλο.

Η ταινία Milou en Mai/ Ο Μιλού το Μάη αφηγείται την ιστορία ενός κτήματος και μιας οικογένειας με φόντο τον Μάη του '68. Ενώ στο Παρίσι αρχίζει η μεγάλη κοινωνική αναταραχή, στην εξοχή του Μπορντό, υπάρχει ένα μεγαλόπρεπο κτήμα και ο ιδιοκτήτης του που συνεχίζει να ζει με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Ο Μιλού δεν έχει αφήσει ποτέ το πατρικό του σπίτι, παρότι έχει πατήσει τα εξήντα. Η μητέρα του, με την οποία ζουν μαζί, πεθαίνει τη στιγμή που ξεσπά ο Μάης του ’68 στο Παρίσι. Όλη η οικογένεια μαζεύεται στο εξοχικό για την κηδεία, η οποία γίνεται με φόντο τα γεγονότα. Ο αδερφός του Μιλού, ανταποκριτής της «Le Monde» στο Λονδίνο, ο οποίος περνάει την περισσότερη ώρα στο ράδιο. Μια ανιψιά, η οποία ενδιαφέρεται για το σπίτι και ένα δαχτυλίδι της γιαγιάς που το έχει η ξαδέλφη της, Καμίγ, κόρη του Μιλού. Ένας οδηγός φορτηγού, ο οποίος μεταφέρει ντομάτες και δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το Παρίσι λόγω των γεγονότων, φτάνει με τον ανιψιό του Μιλού, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση. Ο καθένας φτάνει στο εξοχικό με τις δικές του έγνοιες, αλλά, προοδευτικά, είναι η άνοιξη στην εξοχή αυτή που θα κυριαρχήσει, χαλαρώνοντας τους πάντες, ακόμη κι όταν η κηδεία θα αναβληθεί γιατί ο κληρικός της περιοχής απεργεί…

Ο Λουί Μαλ το 1994  υπογράφει την ταινία «Ο Βάνια στο Μπρόντγουέι». Μια αμερικανική ταινία στην οποία ο κινηματογράφος συναντά το θέατρο. Σ' ένα μισοερειπωμένο θέατρο του Μπρόντγουέι ένας θίασος με σκηνοθέτη τον Αντρέ Γκρέγκορι, δοκιμάζει το ανέβασμα του «Θείου Βάνια» του Τσέχοφ σε διασκευή του Ντέιβιντ Μάμετ. Ο Λουί Μαλ παρακολουθεί με το άγρυπνο μάτι της κάμερας τις πρόβες και καταγράφει όλες τις στιγμές και την πορεία του έργου μέχρι την ωρίμανση της παράστασης. Ο Λουί Μαλ δεν άλλαξε τη σκηνοθεσία του Τζέιμς Γκρέγκορι και κάνει μια ταινία ντοκουμέντο για τη νεοϋορκέζικη σχολή θεάτρου.

Ο Λουί Μαλ, που πέθανε το 1995 υπήρξε ερωτικός, αισθησιακός, τρυφερός, νοσταλγός της αθωότητας, σαρκαστής των φαντασμάτων του παρελθόντος, αφηγηματικός, ρομαντικός και ρεαλιστής, επικός και λυρικός την ίδια στιγμή.

(δ.τ.)