«Θέλω να μπαίνω κάτω απ’ το πετσί των ηρώων μου», δηλώνει η Σουσάνε Μπίερ (Susanne Bier). Με την ίδια ευαισθησία που διεισδύει στους χαρακτήρες της, διαρρηγνύει και τον σκεπτικισμό του θεατή, χτίζοντας ένα σινεμά συγκινητικό, που ανατέμνει τις ανθρώπινες σχέσεις και τις αποφλοιώνει από ‘οχυρά’, συμβάσεις και περιορισμούς.
Απ’ τις σημαντικότερες κινηματογραφικές φωνές της Δανίας, η Σουσάνε Μπίερ, γεννήθηκε το 1960 και αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας το 1987. Η οξυδέρκεια και η ευαισθησία, χαρακτηριστικά στοιχεία με τα οποία προσεγγίζει τα θέματά της, μετουσιώθηκαν απ’ τα πρώτα της βήματα, σε έναν κινηματογράφο αφηγηματικά άμεσο και διαυγή, που σφύζει από εσωτερική ένταση. Συνδέθηκε στενά με το Δόγμα ’95, ακολουθώντας τους κανόνες του. Ωστόσο στην μετέπειτα πορεία της, διαφοροποιήθηκε, πλάθοντας ένα προσωπικό ύφος, που ενσωματώνει επιλεκτικά στους κώδικές του στοιχεία του περίφημου Μανιφέστου, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα. Το ρεαλιστικό βλέμμα της, φιλτράρει με διακριτικότητα τους ατελείς χαρακτήρες και τα ηθικά τους διλήμματα. Τα θέματά της, που φαινομενικά ρέπουν προς τον μελοδραματισμό, αποφεύγουν με δεξιοτεχνία την υπερβολή και την ευκολία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κινηματογραφικό της ντεμπούτο Η Φρόυντ μετακομίζει/ Freud’s leaving home (1991), όπως επίσης και η ταινία της, Οικογενειακές υποθέσεις / Family matters (1994), στις οποίες η δανέζα σκηνοθέτις, επιλέγει ως καμβά, το στενό οικογενειακό πυρήνα και τις εύθραυστες ισορροπίες του, ‘τοπίο’ που θα σηματοδοτήσει όλο της το έργο.
Σ’ αυτό ακριβώς το τοπίο, τοποθετεί και τις δυο κωμωδίες μέσα από τις οποίες εδραιώθηκε στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα. Το 1999 σκηνοθετεί την κωμωδία Ο ένας και μοναδικός /The one and only (1999), σημειώνοντας μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, σε μια περίοδο εμπορικής ύφεσης για το δανέζικο κινηματογράφο, ενώ το 2000 υπογράφει τη - σουηδικής παραγωγής – γλυκόπικρη κομεντί Μια φορά στη ζωή μας/ Once in a lifetime (2000), με ηρωίδα μια νοικοκυρά που ανακαλύπτει το ταλέντο της στη στιχουργική.
Η αναγνώριση έδωσε στη Μπίερ τη δημιουργική ελευθερία να πειραματιστεί με τη γραφή της, να συμπυκνώσει τα κινηματογραφικά της εργαλεία, να εξελιχθεί και να επανέλθει το 2002 με τις Ανοιχτές καρδιές / Open Hearts (2002), ταινία του Δόγματος ’95, με πρωταγωνιστή τον Μαντς Μίκελσεν, που προκάλεσε αίσθηση σε κοινό και κριτικούς. Εφαλτήριο της ιστορίας της αποτελεί ένα τραγικό γεγονός που ανατρέπει τις ισορροπίες δυο ζευγαριών, δημιουργώντας ένα ιδιόμορφο ερωτικό τρίγωνο. Ένα βραδυφλεγές δράμα, γύρω απ’ την ευθραυστότητα της ζωής και τις απρόβλεπτες διαστάσεις που μπορεί να φέρει ένα μοιραίο γεγονός στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Το στοιχείο της μοίρας που προδικάζει τους ήρωες, κυριαρχεί και στο Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου/ Brothers (2004). Εδώ, το πεπρωμένο, επανέρχεται υπό το προσωπείο της τραγικής ειρωνείας, στήνοντας μια συμπαγή δραματική ιστορία, μια εντυπωσιακή σπουδή χαρακτήρων. Βίαιες αλλαγές διέπουν τη πλοκή της ταινίας, με πρώτη, τη στιγμή που ο αγαπημένος αδελφός, πατέρας και σύζυγος κηρύσσεται νεκρός. Η απροσδόκητη επιστροφή του, πολλαπλασιάζει τη βία, ενώ δρα ως καταλύτης στις νέες δυναμικές που αναπτύσσονται στις σχέσεις γυναίκας – συζύγου, αδελφών, αλλά και νύφης – αδελφού. Το μοτίβο ενός ερωτικού τριγώνου που ενυπάρχει και στο Brothers, καθορίζει την υψηλού επιπέδου ακροβασία της Μπίερ στον ψυχισμό των ηρώων της.
Εξίσου ευπαθές έδαφος επιλέγει και στην ταινία της, Μετά το γάμο / After the wedding (2006). Με στιβαρή σκηνοθεσία, καταφέρνει να ισορροπήσει τα υπερβολικά στοιχεία του σεναρίου - το οποίο και συνυπογράφει - χρησιμοποιώντας γι ακόμη μια φορά τα δραματουργικά στοιχεία που χειρίζεται με απόλυτη επιτυχία: Μοίρα, σύγκρουση, επανασύνδεση, λύτρωση. Μετά τις Ανοιχτές καρδιές, συνεργάζεται ξανά με τον Μαντς Μίκελσεν, που υποδύεται τον δανό ακτιβιστή ο οποίος θα δεχθεί ένα παράξενο τηλεφώνημα. Απ’ τις υποβαθμισμένες περιοχές της Ινδίας και την αυτοεξορία του, ο ήρωας θα επιστρέψει στη γενέτειρά του για να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος και τις απρόβλεπτες προκλήσεις τους. Η Μπίερ αντιπαραβάλλει στο ψυχρό σκανδιναβικό τοπίο, το έντονο συναισθηματικό ψυχογράφημα των χαρακτήρων, επιτυγχάνοντας με μοναδική μαστοριά τον στόχο που η ίδια θέτει στον εαυτό της: Να διεισδύει κάτω απ’ το πετσί των ηρώων της.
(πηγή δελτίο τύπου 51o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)