«Η δουλειά μου είναι ο λόγος της ύπαρξης μου». Έτσι ορίζει τη σχέση του με το σινεμά ο σκηνοθέτης Τέρενς Ντέιβις (Terence Davies), ένας από τους πλέον αυθεντικούς δημιουργούς του σύγχρονου βρετανικού σινεμά, εκπρόσωπος ενός κινηματογράφου πολυσύνθετου και καινοτόμου, απαλλαγμένου από αφηγηματικές συμβάσεις, που αντιστέκεται σε κάθε είδους κατηγοριοποίηση.
Με επιρροές που εκτείνονται από το βρετανικό free cinema και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό μέχρι τα κλασικά χολιγουντιανά μιούζικαλ και μελοδράματα, το κινηματογραφικό σύμπαν του Ντέιβις, έντονα βιωματικό και ιδιοσυγκρασιακό, φέρει ανεξίτηλη την υπογραφή του δημιουργού του. Στιλιστικά προκλητικό, το έργο του διακρίνεται για τον ανεπιτήδευτο λυρισμό του, με τη μουσική να παίζει το ρόλο ενεργού χαρακτήρα – σχολιαστή και τη σκηνοθεσία να «ενορχηστρώνει» μια αφήγηση ρευστή, δομημένη διεξοδικά πάνω στις παύσεις, τις σιωπές και τις ελλείψεις. Ο ίδιος παραμένει στο καλλιτεχνικό παρασκήνιο, συνεπής στην πεποίθησή του πως η αξιολογική διάκριση «καλλιτεχνικού»-«ψυχαγωγικού» σινεμά είναι ψευδεπίγραφη και πως μία ταινία προϋποθέτει για την ολοκλήρωση της τη διανοητική εμπλοκή του κοινού. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που έχει ασκήσει με δηλώσεις του έντονη κριτική στην εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου της χώρας του: «Οι άνθρωποι του χώρου στην Αγγλία πιστεύουν πως πρέπει να μιμούμαστε την Αμερική και όσες φορές το κάναμε αυτό, το αποτέλεσμα ήταν κακό. Δεν είσαι ευπρόσδεκτος εδώ αν βλέπεις το σινεμά ως τέχνη, αν θέλεις το κοινό να ερμηνεύει το έργο σου χρησιμοποιώντας το μυαλό του».
O Τέρενς Ντέιβις γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1945 και ήταν ο νεότερος γόνος μιας πολυμελούς εργατικής οικογένειας καθολικών Ιρλανδών. Μεγάλωσε σε ένα εξαιρετικά καταπιεστικό περιβάλλον όπου το δίπολο «αρσενικό» (στο πρόσωπο του αυταρχικού και βάναυσου πατέρα του) «θηλυκό» (στο πρόσωπο της προστατευτικής και στοργικής μητέρας του) συμβόλιζε το απόλυτο κακό απέναντι στο απόλυτο καλό. Οι ταινίες του, με βασικό τους άξονα το παράδοξο του χρόνου –σχετικός και συγκεκριμένος, πεπερασμένος και αδιάκοπος – και την αποσπασματική φύση της ανθρώπινης μνήμης, εκκινούν στην πλειοψηφία τους από τα προσωπικά του βιώματα, μιλούν, ωστόσο, για θέματα οικουμενικά. Μέσα από τη διαδρομή ζωής του Ρόμπερτ Τάκερ – ο ήρωας του Trilogy και alter ego του σκηνοθέτη – και τα απευθείας αυτοβιογραφικά Distant voices, still lives (βραβευμένο από τη Fipresci στις Κάννες του 1988) και The long day closes(1992), ο Ντέιβις εικονογραφεί με διάθεση ποιητική, αλλά όχι συναισθηματική ή νοσταλγική, την προσωπική του εμπειρία ενηλικίωσης και την ίδια στιγμή σκιαγραφεί ένα ανάγλυφο πορτρέτο της ζωής στη μεταπολεμική Βρετανία. Μπλέκοντας το νατουραλισμό με τη φαντασία, ζωντανεύει στο σελιλόιντ τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης γενιάς.
Το βιωματικό στοιχείο παραμένει έντονο και στα δύο επόμενα φιλμ του βρετανού δημιουργού. Το The neon bible (1995), διασκευή της ομότιτλης αυτοβιογραφικής νουβέλας του αμερικανού Τζον Κένεντι Τουλ ( ο οποίος αυτοκτόνησε το 1969, σε ηλικία 32 ετών), τοποθετείται χρονικά λίγο μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και διαθέτει τόσο θεματικά όσο και ιδεολογικά πολλές ομοιότητες με τα Distant voices, still lives και The long day closes.
Το The house of mirth (2000), μας μεταφέρει στη Νέα Υόρκη των αρχών του 20ου αιώνα, μέσα από την ιστορία μιας γυναίκας που διχάζεται ανάμεσα στο πάθος της για τη ζωή και τα ευνουχιστικά «πρέπει» της κοινωνικής της τάξης. Είναι μια τραγική ιστορία αγάπης που διαδραματίζεται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σ’ ένα περιβάλλον ευμάρειας και υποκρισίας. Ο Ντέιβις διασκευάζει το γνωστό μυθιστόρημα της Έντιθ Γουόρτον και γυρίζει μια εστέτ και αντισυμβατική αφηγηματικά, ταινία εποχής.
Το Of time and city (2008) είναι ένα λυρικό πορτρέτο, μια ταινία δοκίμιο-ύμνος στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο σκηνοθέτης, το εργατικό Λίβερπουλ. Είναι επίσης μια κατάθεση μνήμης και στοχασμού για την εμπειρία της απώλειας αίσθησης του χώρου και του τόπου καθώς ο χρόνος περνά. Πρόκειται για ένα οπτικό ποίημα που αντλεί στοιχεία από τα πρώτα 28 χρόνια της ζωής του Ντέιβις στο Λίβερπουλ, έως την αναχώρηση του το 1973. «Εικόνες που μιλούν» συνδυάζονται με ποπ και κλασική μουσική, φωνές, αποσπάσματα ραδιοφωνικών εκπομπών και μια εξομολογητική αφήγηση από τον σκηνοθέτη. Η ταινία αποτελεί ένα πολύ προσωπικό πορτρέτο του Λίβερπουλ, πέρα από τους Μπιτλς και τη θρυλική ομάδα ποδοσφαίρου, όπου η νιότη και η έμπνευση συμπλέκουν την προσωπική ιστορία του σκηνοθέτη με την ιστορία της πόλης.
Το The Deep Blue Sea (2011) βασίζεται στο θεατρικό έργο του Terence Rattigan. Σ' αυτό ο συγγραφέας διερευνά γιατί «ο έρωτας είναι ανεξήγητος με βάση τη λογική». Ο Ντέιβις κάνει κάτι παραπάνω από μια ταινία γι' ένα ερωτικό τρίγωνο: η ταινία διαδραματίζεται με φόντο την κατάσταση της Βρετανίας τη δεκαετία του '50. Η Βρετανία δεν είναι πλέον "Μεγάλη": είναι μια χώρα οικονομικά εξουθενωμένη από τον πόλεμο και πολιτιστικά ξεπερασμένη, μια εκπεσούσα παγκόσμια δύναμη. Η ερωτική ιστορία της Έστερ, που διαδραματίζεται μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, γίνεται μια ιστορία για την εκπλήρωση των επιθυμιών του ατόμου, μια κραυγή για ελευθερία -ειδικά για τις γυναίκες.
(δελτίο τύπου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, σημειώσεις για την παραγωγή)