Το 1958, στο Φεστιβάλ των Κανών, ο κορυφαίος ιστορικός του σινεμά Ζορζ Σαντούλ, παρατήρησε για πρώτη φορά πως οι ταινίες κινουμένων σχεδίων της εταιρείας Zagreb Film διέθεταν μια πρωτόγνωρη δυναμική, καθώς και κοινά στοιχεία - όπως η έλλειψη διαλόγου, η έκφραση μέσα απ’ τη μουσική και τους ήχους και η τολμηρή θεματική – που συνέθεταν μια ενιαία γραφή με ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Την αποκάλεσε Σχολή του Ζάγκρεμπ, δίνοντας όνομα σε ένα φυτώριο, απ’ το οποίο ξεπήδησαν ταλέντα που δε δίστασαν να πειραματιστούν με τα εργαλεία του κινουμένου σχεδίου. Στον τρισδιάστατο κόσμο της Ντίσνεϊ, αντιπρότειναν ένα περιβάλλον δυο διαστάσεων, αψηφώντας τους νόμους της φυσικής, φλερτάροντας έντονα με την avant – garde, θίγοντας υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα, αλλά και θεματικές που η κρατούσα λογική στο κινούμενο σχέδιο απέφευγε συνειδητά, όπως ο θάνατος ή τα γηρατειά.
Η Σχολή του Ζάγκρεμπ ανανέωσε την αισθητική του κινουμένου σχεδίου, παρουσιάζοντας έργο διαχρονικό, απελευθερώνοντας τους χαρακτήρες απ’ την ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου και τους δημιουργούς απ’ την παντοδυναμία μιας βιομηχανίας που διαμόρφωνε τα υλικά του animation, με άξονα την εμπορική του διάσταση.
Ο Δημήτρης Κερκινός γράφει σχετικά : "Αγνοώντας τους υπάρχοντες κανόνες και τη ρεαλιστική προσέγγιση του κινουμένου σχεδίου, οι δημιουργοί στρέφονται στα πιο πρωτοποριακά στοιχεία των γραφιστικών τεχνών, των εικονογραφικών τεχνικών (π.χ. κολάζ) και των κόμιξ. Δουλεύουν συλλογικά και εναλλάσσουν ιδιότητες από ταινία σε ταινία, λειτουργώντας ως ομάδα με πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία, επηρεάζοντας ο ένας τον άλλο και συνάμα διατηρώντας την ατομική τους σφραγίδα. Στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν υλικά και χρόνο εργασίας, αλλά και να υπερβούν τις οικονομικές δυσκολίες, ανατρέπουν τις παραδοσιακές μορφές και τεχνικές εμψύχωσης, εισάγοντας νέες φόρμες: μειώνουν δραματικά τον αριθμό των σχεδίων, καταργούν τον τρισδιάστατο χώρο του Γουόλτ Ντίσνεϊ, απλοποιούν τις κινήσεις των χαρακτήρων και τα γραφιστικά της εικόνας –ακολουθώντας εν μέρει το παράδειγμα των αμερικανών συναδέλφων τους της UPA–, δίνουν έμφαση στις λεπτομέρειες της δράσης και χρησιμοποιούν ελλειπτικές, δισδιάστατες φιγούρες που κινούνται σε λευκό φόντο, απελευθερωμένες από κάθε ρεαλιστική κίνηση. Αυτή η «απλοποιημένη εμψύχωση» (reduced animation) θα αποτελέσει για ένα μεγάλο διάστημα το βασικό χαρακτηριστικό της Σχολής.
Χωρίς να χρησιμοποιούν διάλογους, οι δημιουργοί του Ζάγκρεμπ καταλύουν επίσης τη λογική που θέλει τη μουσική να ακολουθεί την κίνηση και μετατρέπουν τον ήχο (θόρυβοι, ακουστικά εφέ, μουσική) σε οργανικό μέρος της ταινίας. Αποδίδουν δευτερεύουσα σημασία στην ιστορία, εξαφανίζοντας από ένα σημείο κι ύστερα την πλοκή, και αφήνοντας το κοινό να ερμηνεύσει από μόνο του την αφήγηση. Εμπνέονται και συνομιλούν με τις πλαστικές τέχνες, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τη σχολή του Μπάουχαους, τη ζωγραφική του Καντίνσκι και του Κλέε, τα σχέδια του Τζορτζ Γκρος, την ποπ αρτ και το σουρεαλισμό. Φιλολογικά, επηρεάζονται από τον Κάφκα, τον Καμύ και τον Φρόιντ, ενώ αντλούν κι από τα γκαγκ της εποχής του βωβού κινηματογράφου. Ανεξάρτητα από το αν ακολουθούν τη λογική του μινιμαλισμού ή αν προσεγγίζουν τις πλαστικές τέχνες, οι ταινίες τους συνιστούν αμιγώς καλλιτεχνικά έργα που διακρίνονται για τη σατιρική/χιουμοριστική, την αλληγορική και τη διδακτική τους διάθεση. Τα θέματα που τους απασχολούν συνιστούν ακόμα ένα διακριτό γνώρισμα της Σχολής, και είναι υπαρξιακού και κοινωνικού χαρακτήρα: η αποξένωση, η έλλειψη επικοινωνίας, το άγχος, η επιθετικότητα, το Κακό, ο θάνατος... "
(πηγή δελτίο τύπου και κατάλογος του 51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)