herzog8.jpg
Αυτό που κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες τις πρώιμες ταινίες του Werner Herzog δεν είναι μόνο η σχέση τους με την Ελλάδα. Στις ταινίες αυτές εμφανίζονται ήδη κάποια από τα θέματα που επανέρχονται αργότερα στον κινηματογράφο του Γερμανού σκηνοθέτη. Αλλά και στη φόρμα τους αναγνωρίζουμε στοιχεία της κινηματογραφικής του αφήγησης.
Στην πρώτη του μικρού μήκους ταινία «Herakles»(1962) (Ηρακλής) ο δεκαεννιάχρονος Herzog πειραματίζεται, δοκιμάζοντας έναν τρόπο μοντάζ που θα τον τελειοποιήσει στη συνέχεια της κινηματογραφικής του πορείας. Το ασπρόμαυρο ερασιτεχνικό φιλμάκι διάρκειας 12 λεπτών δεν ήταν για αυτόν παρά ένα είδος μαθητείας, όπως θα δηλώσει αργότερα. Νεαροί μποντι-μπίλντερ γυμνάζουν επιδεικτικά τους μυς τους σε ένα γυμναστήριο, ενώ παράλληλα παρεμβάλλονται αποσπάσματα από ταινίες που φαινομενικά δεν έχουν σχέση με το θέμα. Οι ερωτήσεις όμως που προηγούνται ως υπότιτλοι στην οθόνη βοηθούν το θεατή να συνδέσει τις σκηνές αυτές με έξι από τους γνωστούς άθλους του Ηρακλή. Οι εμβόλιμες σκηνές ,- ένα είδος κινηματογραφικών επίκαιρων της εποχής-, έχουν κάτι το βίαιο, το πολεμικό. Παραπέμπουν σε μία καταστροφή, τετελεσμένη ή αναμενόμενη. Παρά τις εμφανείς αδυναμίες της η ταινία κάνει διακριτά κάποια από τα στοιχεία της μεταγενέστερης δουλειάς του σκηνοθέτη. Την παρεμβολή οπτικού υλικού φαινομενικά άσχετου αλλά σε συνάρτηση με το θέμα , τις ερωτήσεις-σχόλια ενός απόντα αφηγητή, την ειρωνική διάθεση, την επιδεικτική προβολή ενός ανδρικού ηρωισμού.
herzog5.jpgΣτο «Die beispiellose Verteidigung der Festung Deutschkreuz» (1966) (Η πρωτοφανής υπεράσπιση του οχυρού Ντόιτσκροϊτς) ο Herzog βρίσκεται ακόμα σε καθαρά γερμανικό έδαφος. Η ταινία όμως αποτελεί προοίμιο στο “ελληνικό” Lebenszeichen που θα ακολουθήσει. Σε αυτή τη δεκατετράλεπτη ασπρόμαυρη ταινία ακούγεται η φωνή ενός εξωτερικού αφηγητή- μάρτυρα, αόρατου αλλά παντογνώστη, που σχολιάζει, προβληματίζεται, φιλοσοφεί. Ο τελευταίος πόλεμος έχει προ πολλού τελειώσει. Το φρούριο Ντόιτσκροϊτς, παλιό ανάκτορο, μένει άδειο και εγκαταλελειμμένο. Σωστό ερείπιο. Κανένας δεν ενδιαφέρεται πια για την τύχη του.( Τέτοιοι τόποι όμως πάντα υποβάλλουν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Ιδιαίτερα όταν κουβαλάνε ιστορίες και θρύλους από το παρελθόν.) Τέσσερις άνδρες τρυπώνουν σ’ αυτό με παιγνιώδη αρχικά διάθεση. Οι στολές και τα όπλα όμως, που βρίσκουν στο φρούριο, ξυπνάνε μέσα τους έναν κρυμμένο σοβινισμό (μια ανάγκη για άσκοπη επίδειξη ανδραγαθίας, που καταντά γελοία.) Οι άνδρες μεταμορφώνονται σύντομα σε υπερασπιστές του φρουρίου, σε μια φανταστική πολιορκία που αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Γιατί «οι πόλεμοι είναι πιο απαραίτητοι από ποτέ», ενώ «ο καθένας έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Έτσι όταν δεν υπάρχει πραγματικός εχθρός πρέπει να τον επινοήσουμε. «Γιατί ακόμα και η ήττα είναι προτιμότερη από την απραξία». Μέσα σε αυτό το οχυρό-φάντασμα τα ειρωνικά σχόλια και το σαρκαστικό γέλιο του αφηγητή αποδομούν, όπως ακριβώς και στον Ηρακλή, τον ιδεαλιστικό μύθο του ήρωα- πολεμιστή προβάλλοντας με έναν γκροτέσκο τρόπο τη σχέση της ανθρώπινης φύσης με το παράδοξο του πολέμου.
Η επόμενη ασπρόμαυρη μικρού μήκους ταινία «Letzte Worte» (1967) (Τελευταία λόγια) εισάγει για πρώτη φορά το θεατή στον κόσμο του χερτζογκικού ντοκιμαντέρ. Γυρισμένη στην Κρήτη ανοίγει και κλείνει με τους ήχους της κρητικής λύρας. Ήδη στην αρχή της ταινίας ένας ταλαιπωρημένος στην όψη άντρας επιμένει να δηλώνει ότι δε θέλει να πει τίποτα κι ότι αυτή είναι η τελευταία του λέξη. Μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για τον τελευταίο λεπρό της Σπιναλόγκα που σύρθηκε με τη βία στον πολιτισμό, μιας και δεν ήθελε να εγκαταλείψει το νησάκι-φρούριο στο οποίο ζούσε σαν ερημίτης. Πλάνα ενός τοπίου-θανάτου , ένας γιατρός- αφηγητής που όμως φαίνεται να αγνοεί την τύχη του πρώην ασθενούς, δηλώσεις κάποιων ντόπιων αλλά και των τοπικών αρχών που αυτοεπαναλαμβάνονται και γελοιοποιούνται, είναι κομμάτια ενός παράξενου παζλ που συνθέτουν την ιστορία. Το ερώτημα ποιος ήταν τελικά αυτός ο άνθρωπος, φωτίζεται ίσως προς το τέλος, όπου ο ήρωας, ενώ επισφραγίζει με τις τελευταίες του λέξεις την άρνησή του να επικοινωνήσει με λόγια , παραδίδεται με τη λύρα και το τραγούδι του σε μια έκσταση απελευθερωτική.
herzog6.jpgΗ πρώτη ασπρόμαυρη μεγάλου μήκους ταινία του Herzog, «Lebenszeichen» (1968), (Σημάδια ζωής), γυρίστηκε στην Κρήτη και στην Κω, την ίδια περίπου εποχή με την προηγούμενη. Κι ενώ τα αρχικά πλάνα θυμίζουν έντονα το «Letzte Worte», στην πορεία γίνονται ιδιαίτερα ορατές οι ομοιότητες με το «Die beispiellose Verteidigung der Festung Deutschkreuz». Λίγο πριν από το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου σε ένα ελληνικό νησί τρεις Γερμανοί στρατιώτες γίνονται φύλακες ενός εγκαταλελειμμένου φρουρίου. Κι ενώ οι ειρηνικές συνθήκες φαίνονται ιδανικές για εμπόλεμη περίοδο, η στενότητα του τόπου, η εξουθενωτική ζέστη και κυρίως η αδράνεια θα επηρεάσουν δραματικά τον κεντρικό ήρωα-έναν από τους στρατιώτες-, βγάζοντας στην επιφάνεια τα αδιέξοδα και τις υπαρξιακές του ανησυχίες.
herzog9.jpgΤα φυσικά στοιχεία φαίνονται να έχουν μια καθοριστική δύναμη στην ταινία. Το σκληρό και άγονο φυσικό τοπίο, οι αρχαίες πέτρες, η θάλασσα, ο ανελέητος ήλιος αντιστέκονται με τον τρόπο τους στον κατακτητή. Κι από την άλλη η ακινησία του τόπου και των ανθρώπων, η κούραση και η παθητικότητα οδηγούν τον κεντρικό ήρωα σταδιακά στην παράνοια. Μια κοιλάδα με ανεμόμυλους είναι αυτή που θα προκαλέσει τελικά το ανήσυχο και διαταραγμένο πνεύμα του σε μια αλλόκοτη και παράλογη μονομαχία, σε μια επανάσταση εναντίον των πάντων -ακόμα και των φυσικών δυνάμεων-. Η ήττα του όμως θα είναι συντριπτική και ταπεινωτική. Γιατί όπως αναφέρει και ο αφηγητής στο τέλος της ταινίας, ο αντίπαλος σε αυτόν τον τιτάνιο αγώνα ήταν κατά πολύ ανώτερος.

Σημείωση
Μια καταγραφή των κοινών μοτίβων που εμφανίζεται στο έργο του πρώιμο Herzog (δηλαδή στις ταινίες Heracles (1962), Die beispiellose Verteidigung der Festung Deutschkreuz (1966), Letzte Worte (1967), Lebenszeichen (1968) είναι η παρακάτω:
1. Η επίτευξη άθλων, παράλογων και τολμηρών εγχειρημάτων, άσκοπων ηρωισμών. Η επίδειξη δύναμης, ανδραγαθίας.
2. Η ανώφελη υπεράσπιση εγκαταλελειμμένων οχυρών (Κάτι που στις επόμενες ταινίες εμφανίζεται ως υπεράσπιση τόπων, πραγμάτων και εννοιών από τα οποία απουσιάζει κάθε χρηστική/ ωφέλιμη αξία)
3. Η αναμέτρηση με φανταστικούς εχθρούς, ο δονκιχωτισμός. Η απεγνωσμένη αναζήτηση αντιπάλων που οδηγεί στην παράνοια.
4. Η απουσία νοήματος ή σκοπού που οδηγεί στη αναζήτηση μιας οραματικής ιδέας. Η πάλη του ανθρώπου με δυνάμεις ανώτερες από τον εαυτό του ή και με τους εσωτερικούς του δαίμονες. Η αποτυχία του.
5. Η εμμονή σε μια ιδέα, η ανυποχώρητη στάση.
6. Η υπέρβαση των ορίων, η σύγκρουση με το οικείο κοινωνικό περιβάλλον.
7. Η έκσταση ως διέξοδος από τον εγκλεισμό και την απομόνωση.
8. Η αδυναμία κατανόησης αυτού που υπερβαίνει την κοινή λογική και η προσπάθεια ερμηνείας του (εκλογίκευσής του).
9. Ο σαρκαστικός τόνος και το ειρωνικό χιούμορ του αφηγητή.

Αυτά τα μοτίβα επανέρχονται παραλλαγμένα και εμπλουτισμένα και σ’ όλο το κατοπινό έργο του σκηνοθέτη.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου
[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]