«Βλέπω πλανήτες που δεν υπάρχουν και τοπία που οι άνθρωποι έχουν μόνο ονειρευτεί»
Βέρνερ Χέρτζογκ
Ιδιοφυής, πρωτοπόρος και εκκεντρικός, ο Βέρνερ Χέρτζογκ (Werner Herzog), έχει διαγράψει μια πορεία μοναδική, αφήνοντας χνάρια σε όλα τα κινηματογραφικά είδη, δημιουργώντας έργο με έντονες φορμαλιστικές αναζητήσεις που ξεπέρασε την εποχή του. Απ’ τους σημαντικότερους εκφραστές του Νέου Γερμανικού Σινεμά, με ένα κινηματογραφικό σύμπαν όμως που δύσκολα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κίνημα ή κατηγοριοποιείται με βάση το ύφος ή τη θεματολογία. Γεννημένος στο Μόναχο το 1942 ο Βέρνερ Χέρτζογκ (του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Βέρνερ Χ. Στίπετιτς) μεγάλωσε προστατευμένος από την ναζιστική θηριωδία σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Βαυαρίας, χωρίς τηλεόραση, κινηματογράφο ή τηλέφωνο. Η απουσία κινηματογραφικών ερεθισμάτων, όχι μόνο δεν απέτρεψε, αλλά ενίσχυσε την επιθυμία του να στραφεί στον κινηματογράφο. Το 1961, κι ενώ ήταν ακόμα μαθητής, εργάστηκε σε χαλυβουργείο για να συγκεντρώσει το ποσό που θα χρηματοδοτούσε την πρώτη του ταινία, το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Herakles (1962).
Η διαδρομή του έκτοτε, σηματοδοτήθηκε από έναν οραματικό κινηματογράφο, ο οποίος συνδυάζοντας εξπρεσιονιστικά στοιχεία με το συναίσθημα και την φαντασία του ρομαντισμού, εξερεύνησε την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο Χέρτζογκ, ενσωμάτωσε στο έργο του στοιχεία της γερμανικής ιστορίας και της πολιτισμικής παράδοσης της χώρας του, περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο συμπατριώτη του. Σε αντίθεση όμως με τους σύγχρονούς του - τον Φασμπίντερ, τον Βέντερς, τον Σλέντορφ – μεγαλούργησε εκτός γερμανικών γεωγραφικών συνόρων. Η ανήσυχη φύση του, τον οδήγησε σε δύσβατα κινηματογραφικά ταξίδια, που δοκίμαζαν τα όρια όσων συμμετείχαν. «Γυρίζουμε ασταμάτητα, χωρίς διάλειμμα. Φωνάζω στον Χέρτζογκ, τον χτυπάω, πρέπει να μάχομαι για κάθε σκηνή. Ελπίζω να πάθει πανούκλα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε!», θα δηλώσει έξαλλος λίγα χρόνια αργότερα ο Κλάους Κίνσκι, βασικός πρωταγωνιστής και συνεργάτης του δημιουργού.
Πριν την παράλληλη – και καλλιτεχνικά αξεπέραστη - πορεία του με τον Κίνσκι όμως, οι πρώτες περιπλανήσεις του Βέρνερ Χέρτζογκ, τον έφεραν στα Βαλκάνια και το 1968 στην Ελλάδα, όπου γύρισε στην Κω, την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο Signs of life. Το φιλμ απέσπασε την Αργυρή Άρκτο για ταινία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και ο Χέρτζογκ, σε ηλικία 24 ετών συστήθηκε στο παγκόσμιο κοινό με την πρώτη του απόπειρα να συνθέσει μια ιδιαίτερη προσωπική φιλμική γλώσσα. Δυο χρόνια αργότερα, ο Χέρτζογκ αφηγείται έναν σουρεαλιστικό εφιάλτη, που φέρει τον τίτλο Even dwarves started small. Μια κοινωνία νάνων που προσομοιάζει με ολόκληρο τον κόσμο, μια συγκλονιστική αλληγορία για την υποσυνείδητη επιθυμία του ανθρώπου να σπάσει τα δεσμά των καθημερινών συνηθειών που προσδιορίζουν τη ζωή του.
Το 1972 η ταινία Aguirre, the wrath of god, σηματοδοτεί την αρχή της σχεδόν ‘ανθρωποφαγικής’ σχέσης του Χέρτζογκ με τον Κλάους Κίνσκι. Το φιλμ, ένα αριστουργηματικό σχόλιο πάνω στην σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά και την παράνοια της εξουσίας. Τα ίδια τα γυρίσματα της ταινίας έγραψαν τη δική τους ιστορία στον κινηματογραφικό χώρο. Φημολογείται ότι όταν ο Κίνσκι απείλησε να παραιτηθεί, ο Χέρτζογκ τον σημάδεψε με όπλο, αναγκάζοντάς τον να ολοκληρώσει την ταινία! Στην αυτοβιογραφία του ο Κίνσκι αρνείται το περιστατικό, λέγοντας ότι το όπλο το κρατούσε ο ίδιος.
Το 1975 ο Χέρτζογκ επιλέγει έναν πρώην τρόφιμο ψυχιατρείου, τον Bruno S για να πρωταγωνιστήσει στο καθηλωτικό φιλμ The Enigma of Kaspar Hauser – Every Man for Himself and God Against All, εξιστορώντας την τραγική ζωή ενός 16χρονου αγοριού που βρέθηκε σε άθλια κατάσταση στην κεντρική πλατεία της Νυρεμβέργης το 1828 και το οποίο είχε μεγαλώσει κλεισμένο σε ένα κελί, σαν αγρίμι όλη του τη ζωή. Με τον Bruno S, ο Χέρτζογκ ξαναβρέθηκε στο πλατό για τα γυρίσματα του Stroszek (1977), μια καταγγελία της επίπλαστης αμερικανικής ευδαιμονίας, μια τραγελαφική προσέγγιση του αμερικανικού ονείρου που εξελίσσεται σε εφιάλτης. Ανάμεσα στις δυο ταινίες γυρίζει το Heart of Glass (1976), για τις ανάγκες του οποίου υποβάλλει ολόκληρο το επιτελείο των ηθοποιών σε ύπνωση.
Παράλληλα ο Χέρτζογκ ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, γυρίζοντας ασταμάτητα ντοκιμαντέρ. Ανάμεσά τους, το Fata Morgana (1970), μια ελεγεία επιστημονικής φαντασίας με φόντο την έρημο Σαχάρα, αλλά και το Land of silence and darkness (1971), στο οποίο ο δημιουργός επιχειρεί να προσεγγίσει τον κόσμο όσων δεν βλέπουν και δεν ακούν, μέσα από το πορτρέτο της 56χρονης τυφλής και κωφής Φίνι Στραουμπίνγκερ.
Τα επόμενα χρόνια, εξαιρετικά παραγωγικά και δημιουργικά, αποκρυσταλλώνουν το παράδοξο κινηματογραφικό όραμα του Χέρτζογκ. Το 1978, βασισμένος στον εξπρεσιονιστικό Nosferatu του Μουρνάου, γυρίζει τον δικό του Nosferatu, ένα μπαρόκ ποίημα τρόμου με τον Κλάους Κίνσκι να πλάθει μια αξέχαστη τραγική κινηματογραφική φιγούρα που ζει στις σκιές. Ο γερμανός ηθοποιός, παραμένει σταθερός συνοδοιπόρος του σκηνοθέτη, τόσο στο Woyzeck (1979), πιστή κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Γκέοργκ Μπίχνερ, όσο και στο θρυλικό πλέον – τόσο καλλιτεχνικά, όσο και παρασκηνιακά - Fitzcarraldo (1982). Στο φιλμ, ένας Ιρλανδός τυχοδιώκτης ονειρεύεται να φτιάξει μια όπερα στο βάθος της ζούγκλας του Αμαζονίου. Για το παράτολμο σχέδιο του παρανοϊκού ήρωα, ο Χέρτζογκ έσυρε ένα ολόκληρο πλοίο από την μια πλαγιά ενός βουνού στην άλλη. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι σχέσεις Χέρτζογκ και Κίνσκι, έφτασαν γι’ ακόμη μια φορά στα άκρα, με τον ηθοποιό να βρίσκεται στα πρόθυρα της νευρικής κατάρρευσης. Μάλιστα οι Ινδιάνοι που συμμετέχουν στην ταινία είχαν προσφερθεί να δολοφονήσουν τον ‘δύσκολο’ ηθοποιό για χάρη του σκηνοθέτη(!) «Μερικές φορές ευχόμουν να το είχαν κάνει», θα πει αστειευόμενος χρόνια αργότερα ο δημιουργός.
Το 1984 ο Χέρτζογκ καταθέτει μια εξαιρετική σπουδή της ανθρώπινης φύσης, με την ταινία του Where the green ants dream και φόντο την έρημο στην Αυστραλία. Το φιλμ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιμονής του Χέρτζογκ να μην διαχωρίζει τα κινηματογραφικά είδη, αναμειγνύοντας μυθοπλαστικά και ντοκιμαντερίστικα στοιχεία. Τρία χρόνια αργότερα συναντάται ξανά με τον Κλάους Κίνσκι, στο Cobra Verde, για να αφηγηθεί την ιστορία ενός διαμόνιου διεφθαρμένου τυχοδιώκτη και ταυτόχρονα να προσεγγίσει το θέμα της δουλείας στην Αφρική του 19ου αιώνα, ενώ το 1991 γυρίζει το Scream of Stone, με οδηγό του μια ομάδα ορειβατών στην Παταγονία.
Την δεκαετία που θα ακολουθήσει ο Βέρνερ Χέρτζοκ αφιερώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο ντοκιμαντέρ. Και το 1999, οχτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κλάους Κίνσκι, γυρίζει το My best friend, αποτίνοντας έναν ανορθόδοξο φόρο τιμής στον ηθοποιό, ιχνηλατώντας το χρονικό μιας θρυλικής συνύπαρξης. Η διαβόητη συνεργασία τους που σφραγίστηκε με πέντε ταινίες, τροφοδοτεί τα παραπολιτιστικά του κινηματογραφικού μύθου, μέσα από ανέκδοτες ιστορίες και απίστευτες μαρτυρίες.
Στην μυθοπλασία επιστρέφει δέκα χρόνια μετά, υπογράφοντας δυο πολεμικά δράματα: Το 2001, το Invincible, ενώ το 2006 το Rescue Dawn, η πρώτη καθαρά αμερικανική παραγωγή του δημιουργού, με τον Κρίστιαν Μπέιλ να ενσαρκώνει τον αμερικανο – γερμανό Ντίτερ Ντένγκλερ, τον ήρωα πιλότο, για τον οποίο ο Χέρτζογκ είχε γυρίσει στο παρελθόν, το ντοκιμαντέρ Little Dieter Needs to fly (1997).
Πολυσχιδής και ακούραστος, ο Χέρτζογκ εξακολουθεί να ακολουθεί ήρωες στα άκρα. Του νου και του κόσμου: Στο Θιβέτ και τη βουδιστική φιλοσοφία για το Wheel of time (2003), στην τροπική ζούγκλα της Γουιάνας, όπου γύρισε το The white diamond (2004), στην παγωμένη Αλάσκα, χαρτογραφώντας τον τόπο, αλλά κι έναν περίπλοκο άνθρωπο στο Grizzly Man (2005), στην απόκοσμη Ανταρκτική για το Encounters at the end of the world (2007).
Και συνεχίζει ακάθεκτος να συνθέτει, αποσυνθέτει και ανασυνθέτει τον κινηματογραφικό του εαυτό, μέχρι και σήμερα. Άλλωστε το ομολογεί και ο ίδιος: «Είμαι οι ταινίες μου».
(πηγή δελτίο τύπου 50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)