kedzier2.jpg
Κοινωνικά ευαισθητοποιημένη και με βαθιά ουμανιστική ματιά, με ανεξάρτητο ταμπεραμέντο και σχολαστική προσοχή στην κινηματογραφική φόρμα, η Ντορότα Κετζιεζάφσκα / Dorota Kedzierzawska αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές εκπροσώπους του νέου πολωνικού σινεμά.
Γεννημένη το 1957 στο Λοτζ, η Ντορότα Κετζιεζάφσκα ήρθε σε επαφή με τον κόσμο του σινεμά χάρη στη μητέρα της, Γιαντβίγκα Κετζιεζάφσκα, σκηνοθέτιδα κυρίως παιδικών ταινιών, η οποία την έπαιρνε συχνά σε γυρίσματα και, όταν εκείνη μεγάλωσε αρκετά, της ανέθεσε τα χρέη βοηθού σκηνοθέτη. Η Ντορότα Κετζιεζάφσκα σπούδασε αρχικά Πολιτισμικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λοτζ, στη συνέχεια σκηνοθεσία στη Μόσχα και κατόπιν επέστρεψε στο Λοτζ για να φοιτήσει από το 1981 έως το 1985 στην εκεί Εθνική Σχολή Κινηματογράφου, όπου γύρισε και τις πρώτες της ταινίες.
Στο έργο της, η σκηνοθέτιδα καθιερώνει ένα απόλυτα προσωπικό ύφος που χαρακτηρίζεται κυρίως από αποσπασματική αφήγηση, λακωνικούς διάλογους και στυλιζαρισμένα καρέ γεμάτα ψυχή, προκειμένου να αφηγηθεί τις ιστορίες όλων όσων παλεύουν να αρθρώσουν φωνή και ανάστημα, όσων προσδοκούν μάταια την αγάπη, την κατανόηση και τη βοήθεια, παραπέμποντας μεταφορικά στην ίδια την Πολωνία κατά τη μετάβασή της στο καπιταλιστικό καθεστώς. «Δεν με ενδιαφέρουν οι δυνατοί άνθρωποι, αυτοί που τα έχουν όλα σχεδιασμένα και η ζωή τους είναι γεμάτη από διαδοχικές επιτυχίες. Οι αδύναμοι βλέπουν αλλιώς τη ζωή», υποστηρίζει η ίδια. Οι ήρωες της Κετζιεζάφσκα - εθνικές μειονότητες, εγκαταλελειμμένα παιδιά, μητέρες και ηλικιωμένες γυναίκες, όλες μοναχικές υπάρξεις χωρίς ρίζες και χωρίς αγάπη - περιπλανιούνται στο περιθώριο της ζωής και η κάμερα της δημιουργού «ανακρίνει» την βαθύτερη αλήθεια τους, σκιαγραφώντας ολοζώντανο το πορτρέτο του καθενός και διαμηνύοντας κρίσιμα κοινωνικά νοήματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πολυβραβευμένο σε διεθνή φεστιβάλ έργο της σκηνοθέτιδας, καθοριστική είναι και η συμβολή του σταθερού συνεργάτη της, διευθυντή φωτογραφίας Άρθουρ Ράινχαρτ, σε ό,τι αφορά τα προσεκτικά δομημένα πλάνα και την επιμέλεια του φωτός και των χρωμάτων.
kedzier1.jpgΌπως έχει επισημάνει και η ίδια η Ντορότα Κετζιεζάφσκα, οι ταινίες της «μεταφράζουν» την πραγματικότητα: «Παραμένω κοντά στην πραγματικότητα, η οποία είναι πλουσιότερη από την ανθρώπινη φαντασία όταν μιλάμε για ασυνήθιστες ιστορίες». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το βραβευμένο στο 39ο Φεστιβάλ του Μάνχαϊμ ντεμπούτο της με τίτλο Το τέλος του κόσμου / The end of the world (1988), όπου η δημιουργός έδωσε το προσωπικό σκηνοθετικό της στίγμα, διατυπώνοντας την ενδελεχή ψυχολογική ανάλυση ενός μοναχικού ηλικιωμένου ζευγαριού που, έπειτα από μια ολόκληρη κοινή ζωή, παγιδεύεται στο αναπόδραστο, αμοιβαίο μίσος.
Στην ταινία Διάβολοι, διάβολοι / Devils devils (1991), με φόντο την πολωνική επαρχία, η Κετζιεζάφσκα προσκαλεί τον θεατή στη ντελικάτη διαδρομή ενηλικίωσης μιας έφηβης μέσα από την επαφή της με τους τσιγγάνους που διαταράσσουν την «ηρεμία» του χωριού όπου ζει. Μέσα από αυτό το ταξίδι, γεννιέται ένα μεστό εθνογραφικό και ανθρωπολογικό ντοκουμέντο για την σύγκρουση ρομά και χωρικών, αλλά και ένα σχόλιο για τις προκαταλήψεις κατά των μειονοτήτων και τον ρόλο της καθολικής εκκλησίας.
Η απουσία και η αναζήτηση της αγάπης μέσα σε έναν άσπλαχνο κόσμο, έτσι όπως διαφαίνεται μέσα από την περίπλοκη σχέση δύο παιδιών, είναι το θέμα του φιλμ Κοράκια / Crows (1994), που απέσπασε, μεταξύ άλλων, βραβείο Coup de Coeur στο 47ο φεστιβάλ Κανών, καθώς και βραβείο Unicef καλύτερης ταινίας στο 45ο φεστιβάλ Βερολίνου. Ηρωίδα, ένα παραμελημένο από τη μητέρα του κορίτσι που «απαγάγει» μια μικρότερή της και υποδύεται το ρόλο της «μαμάς» της. Μια αποκαλυπτική ανάγνωση του παιδικού κόσμου με παραμυθένια αίσθηση, δοσμένη μέσα από ένα απρόσμενο μείγμα τρυφερότητας, αθωότητας αλλά και απελπισίας.
Με την πολυβραβευμένη ταινία Τίποτα / Nothing (1998), η Ντορότα Κετζιεζάφσκα, γίνεται η πρώτη σκηνοθέτιδα στη μετακομμουνιστική Πολωνία που, εμπνευσμένη από ένα αληθινό περιστατικό, καταπιάνεται ευθέως με την έκτρωση, η οποία απαγορεύεται στην Πολωνία και εξακολουθεί να διχάζει βαθιά την κοινωνία της χώρας. Η ταινία, ρεαλιστική και εναρμονισμένη αισθητικά με την τραγικότητα του θέματός της (συμβολισμοί, μουντά χρώματα, εξπρεσιονιστικά σχεδόν πλάνα), αφηγείται την συγκλονιστική ιστορία μιας μητέρας τριών παιδιών, υποταγμένης στον σύζυγο-αφέντη της, η οποία αποφασίζει να θανατώσει το νεογέννητό της. Η σκηνοθέτιδα διατυπώνει ένα «κατηγορώ» ενάντια στην έλλειψη αλληλεγγύης του πολωνικού λαού και στην σαθρότητα θεσμών όπως η πρόνοια και η εκκλησία, υψώνοντας μια οικουμενική κραυγή για αποδοχή και βοήθεια.
kedzier3.jpgΈνα ευαίσθητο μανιφέστο επιβίωσης διακηρύσσει η ταινία Είμαι / I Am (2005), με ήρωα ένα αγόρι εγκαταλειμμένο από τη μητέρα του, που αντιμετωπίζει τη ζωή ολομόναχο και βουτά απότομα στον ενήλικο κόσμο. Η Ντορότα Κετζιεζάφσκα εκμαιεύει συναρπαστικές ερμηνείες από τους μικρούς πρωταγωνιστές της, επικεντρώνεται στα εκφραστικά τους πρόσωπα και αντισταθμίζει την διάχυτη αίσθηση της ανημπόριας τους με στιγμές χιούμορ και ζεστασιάς, αψεγάδιαστα καρέ και ονειρική ατμόσφαιρα.
Εξίσου ποιητικά κινηματογραφημένη είναι και η ταινία Ώρα να πεθάνεις / Time to die (2007), το σενάριο της οποίας γράφτηκε ειδικά για τη βετεράνο ηθοποιό Ντανούτα Σαφλάρσκα, που πρωταγωνιστεί. Το φιλμ, νωχελικό σε ρυθμό και με εκθαμβωτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, αποτελεί ένα στοχαστικό χρονικό των τελευταίων ημερών μιας μοναχικής ηλικιωμένης γυναίκας που ζει στο ετοιμόρροπο σπίτι της με συντροφιά τις αναμνήσεις και τον σκύλο της. Τον τόνο στην ταινία δίνουν το χιούμορ, ο δυναμισμός και το διαυγές πνεύμα της ηρωίδας, τα οποία παραμένουν ανέπαφα από το χρόνο, σε αντίθεση με την εστία της που – κυριολεκτικά και μεταφορικά - διαλύεται.
Παρά τις όποιες αντιξοότητες, ωστόσο, οι ήρωες της Ντορότα Κετζιεζάφσκα βρίσκουν τη δύναμη να αντιστέκονται. Όπως τονίζει η σκηνοθέτιδα: «Αναζητώ πάντα ανθρώπους που δεν χάνουν ποτέ την πίστη τους στη ζωή και την ομορφιά της, παρά τη δυστυχία που τους περιβάλλει». Γι΄ αυτό και, στο σύνολό τους οι ταινίες της δημιουργού ξεχωρίζουν ως μικρές, χαμηλών τόνων, αλλά την ίδια στιγμή απίστευτα δυνατές «δόσεις» ανθρωπιάς, που επιβιώνουν, όπως και οι πρωταγωνιστές τους, μέσα σε έναν κόσμο αφιλόξενο, μεταδίδοντας την ελπίδα για συμφιλίωση, κάθαρση, ευτυχία.

(πηγή δελτίο τύπου 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)