O Jean Vigo (Ζαν Βιγκό) γεννήθηκε το 1905 στη Γαλλία. Πατέρας του ήταν ο δηλωμένος στρατευμένος αναρχικός Miguel Almereyda, ο οποίος πέθανε στη φυλακή το 1917 κάτω από «αδιευκρίνιστες» συνθήκες και μητέρα του η Emily Clero. Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας έγιναν εμφανή τα πρώτα σημάδια φυματίωσης, αρρώστια από την οποία τελικά πέθανε το 1934 σε ηλικία 29 ετών. Μεγάλωσε με το όνομα Jean Sales λόγω του στίγματος που έφερε το επίθετο του πατέρα του, χρησιμοποιώντας το πραγματικό του επίθετο μόνο αφότου τελείωσε το λύκειο. Το 1926 γνώρισε και έπειτα παντρεύτηκε την Εlisabeth "Lydou" Lozinska.
Ιστορικό πλαίσιο
Το κραχ του 1929 όξυνε τις κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις χαρακτηρίζοντας έτσι την κοινωνία του 1930 στη Γαλλία και επηρεάζοντας άμεσα την κύρια δημιουργική περίοδο του Jean Vigo. Ένα άλλο κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής πραγματικότητας ήταν η άνοδος του φασισμού που σαν αντιστάθμισμα προκάλεσε τη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου (1935-1937) και την έντονη ενασχόληση της γαλλικής διανόησης με το ζήτημα. Ακολούθησε η απογοήτευση από την αποτυχία του Λαϊκού Μετώπου και την επικράτηση του φασισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ταινίες
Το αποτέλεσμα κάποιων πειραματικών πλάνων με μια μεταχειρισμένη κάμερα ήταν η πρώτη του ταινία. Εκείνο το διάστημα γνωρίζει τον Ρώσο κινηματογραφιστή Boris Kaufman, με τον οποίο και συνεργάστηκε στην παραγωγή του "A propos de Nice" (1930). Το "A propos de Nice" είναι ένα ντοκιμαντέρ που υπερβαίνει κατά πολύ τη φύση του ως ντοκιμαντέρ. Η κεντρική εικόνα του έργου είναι ο συνωστισμός τουριστών σε ένα καλοκαιρινό θέρετρο, της οποίας η ροή διακόπτεται από εμβόλιμα πλάνα ζώων και στιγμών εξαθλιωμένης φτώχειας. Η επιπολαιότητα της κοινωνίας και το σαθρό οικοδόμημα της, εκφράζεται μέσα από μια γκροτέσκα αίσθηση του χιούμορ. Τραβώντας πλάνα από την πραγματική ζωή των τουριστών καταφέρνει να δημιουργεί ατμόσφαιρα και να τους μεταμορφώνει σε καρικατούρες ανθρώπων Έτσι, η εκούσια άγνοια της κοινωνίας σε συνδυασμό με την ανία και την νωθρότητα της, αποδεικνύει τον υποβόσκοντα θάνατο της.
Το "Taris" ήταν το επόμενό του φιλμ το οποίο είχε κι αυτό χαρακτήρα ντοκιμαντέρ. Χρησιμοποιώντας τεχνικές της avant garde κινηματογράφησε μια επίδειξη του πρωταθλητή κολύμβησης Jean Taris. Ένα φιλμ που δεν τον άφησε ευχαριστημένο.
Η πεσιμιστική ατμόσφαιρα του "A propos de Nice" έρχεται σε αντίθεση με την τρίτη ταινία του, το "Zero de conduit"(1933), που διακατέχεται από αισιοδοξία με την πανηγυρική νίκη, στο τέλος, ενάντια στο κατεστημένο. Εκεί, πολλά χρόνια πριν το πασίγνωστο αγγλικό «IF», μας παρουσιάζει την καταπίεση που υφίστανται νέα παιδιά ενός κολεγίου και την εξέγερσή τους. Το θέμα κρίθηκε άκρως επαναστατικό και επικίνδυνο για τα ήθη της εποχής, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η προβολή του για 12 ολόκληρα χρόνια. Βασισμένο στις εμπειρίες του πατέρα του από την φυλακή, και στην παιδική του ηλικία, το "Zero de conduit" (1933), μια ανεξάρτητη παραγωγή, μιλάει για την καταπίεση και την εξέγερση. Η ιστορία της αυθόρμητης εξέγερσης των παιδιών σε ένα οικοτροφείο. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, βρέθηκε στην δύσκολη θέση να περιορίσει τον χρόνο της ταινίας. Στο δίλημμα σωστή ακολουθία της διήγησης ή περισσότερη ποιητικότητα διάλεξε το δεύτερο. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της παιδικής ηλικίας στη θέση των εξεγερμένων. Θέλοντας να συνδυάσει την ονειρική-ουτοπική κατάσταση με τον απλοϊκό-άμεσο τρόπο που υπερνικούν τις δυσκολίες τα παιδιά. Αυτό το παιδικό σύμπαν ακολουθεί μία λογική τελείως δική του, που δεν μπορεί να γίνει εξολοκλήρου κατανοητή, αλλά σου δίνει το προνόμιο να την παρατηρήσεις με τον βαθύ σεβασμό που την καταγράφει ο Vigo.
Ο Vigo είναι πολύ συγκεκριμένος στο πως σκιαγραφεί την εξουσία. Ο διευθυντής, ο δάσκαλος, ο επιτηρητής δεν είναι χαρακτήρες με ψυχολογικό υπόβαθρο αλλά σχήματα, μορφές, καρικατούρες. Έτσι, τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ των παιδιών. Οι αξιωματικοί καλεσμένοι στην εθνική γιορτή, συμβολικά επιλέγονται να είναι κούκλες. Κούκλες, ανδρείκελα, ανίκανα να αντιδράσουν στην οργή των εξεγερμένων παιδιών. Με την υποκατάσταση αυτή ο Vigo στερεί τους ενήλικες-εξουσία από οποιαδήποτε διεκδίκηση της πραγματικότητας. Το μήνυμα της αντίστασης με τη δύναμη που το προβάλλουν οι εικόνες της ταινίας οδήγησε στην απαγόρευσή της μέχρι και 12 χρόνια μετά, το 1945.
Ο ίδιος παραγωγός θέλησε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον λογοκρισίας. Δεν ήταν διατεθειμένος όμως να αφήσει την επιλογή της θεματολογίας στον σκηνοθέτη. Από το τετριμμένο θέμα ενός love story που του δόθηκε, ο Vigo δημιούργησε το τελευταίο του φιλμ "L' Atalante" που ξεπέρασε κατά πολύ την εποχή του. Σε μια εποχή όπου ο αμερικανικός κινηματογράφος προβάλλει όμορφους και άψογους ανθρώπους ο Vigo δεν κρύβει το άσχημο κάνοντας τους χαρακτήρες του πιο αυθεντικούς.
Ο Jean Vigo απαρνείται τα χολιγουντιανά στάνταρ της εποχής όπου οι άνθρωποι είναι είτε καλοί, όμορφοι, καλοντυμένοι με λεπτούς τρόπους, είτε κακοί, κλέφτες, γκάνγκστερ, ατημέλητοι και λέτσοι. Ξεδιπλώνοντας λοιπόν το ταλέντο του, μας παρουσιάζει τους ανθρώπους όπως πραγματικά είναι. Με τα καλά και τα κακά τους, χωρίς να κρύβει την ασχήμια και την ομορφιά τους, όπου αυτή υπάρχει. Για την ιστορία να πούμε ότι η «Αταλάντη» είναι μία φορτηγίδα από αυτές που μέχρι και σήμερα διασχίζουν τους ποταμούς και τα κανάλια της κεντρικής Ευρώπης, μεταφέροντας αγαθά από πόλη σε πόλη. " L`Atalante", ένα φορτηγό πλοίο γεμάτο γάτες. Ο καπετάνιος του ο νεαρός Jean, παντρεύεται μια κοπέλα από ένα χωριό και την παίρνει να ζήσουν σε αυτό που είναι ο κόσμος του. Το φορτηγό πλοίο. Υπόλοιπο πλήρωμα είναι δύο εκκεντρικοί χαρακτήρες, ο γέρος ναύτης Pere Zules και ένα αγόρι ακόλουθος αυτού. Τα πράγματα αλλάζουν άρδην όταν ο καπετάνιος παντρεύεται μια κοπέλα ενός παρόχθιου χωριού και την φέρνει να συγκατοικήσει και να ταξιδεύει μαζί τους στο καράβι. «Πάντα ήταν διαφορετική. Ποτέ δεν θα έπαιρνε ένα παιδί απ’ εδώ», λένε οι κακές γλώσσες του χωριού. Η αλήθεια είναι ότι η κοπέλα πάντα ονειρευόταν να γνωρίσει τον κόσμο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αγαπούσε τον Jean και ότι δεν ήταν εργατική και προκομμένη. Η μεγάλη αγάπη από τη μια, και η ανάγκη για γνωριμία του κόσμου από την άλλη, φέρνουν τη ζήλια, τον εγωισμό, την απερισκεψία. Χωρισμός και επανένωση θα ακολουθήσει με την συμβολή του πολυμήχανου λοστρόμου.
Τα ψυχρά πλάνα ντοκιμαντέρ σε αντίθεση με τις έντονα ονειρικές εικόνες συνθέτουν έναν ύμνο στον ρομαντικό έρωτα που ζει ένα ζευγάρι. Ένα ζευγάρι που τουλάχιστον αρχικά δεν εκφράζει κανένα ιδανικό και κανένα αρχέτυπο.
Το έργο αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα του Vigo. Ασχολούμενος με τα γυρίσματα έπεσε στο ποτάμι και η υγεία του επιδεινώθηκε. Εξέπνευσε όταν η ταινία άρχισε να παίζεται.
Το τελικό αποτέλεσμα δεν κυκλοφόρησε ποτέ, αντιθέτως κατακρεουργήθηκε με στόχο να γίνει πιο εμπορικό. Πλασαρίστηκε με το όνομα "Le Chaland qui passe" από ένα διάσημο τραγούδι της εποχής από το οποίο υποτίθεται ότι είχε εμπνευστεί η ταινία. Κατά τη διάρκεια αυτής της «διασκευής» ο Vigo πέθανε.
Ο Jean Vigo ήταν μέλος της Ένωσης Επαναστατών Συγγραφέων και Καλλιτεχνών από το 1932 και είχε σχέση με τους αναρχικούς (ιδιαίτερα με την Jeanne Humbert, που ήταν και η «πνευματική μητέρα» του).
Το έργο και η παρακαταθήκη που άφησε, άρχισε να έρχεται στην επιφάνεια στις αρχές του 1990.
(πηγή δελτίο τύπου)