wenders3.jpg

Ο Βιμ Βέντερς/ Wim Wenders γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1945 στο Ντίσελντορφ και μεγάλωσε στο Όμπερχαουζεν. Σπούδασε Ιατρική και Φιλοσοφία στο Μόναχο, το Φράιμπουργκ και το Ντίσελντορφ. Διέκοψε τις σπουδές του και το 1966 μετακόμισε στο Παρίσι για να γίνει ζωγράφος, απέτυχε όμως στις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ακαδημία Τεχνών. Εκείνη την περίοδο έγινε τακτικός επισκέπτης της Γαλλικής Ταινιοθήκης βλέποντας πέντε ταινίες την ημέρα.
Έγινε δεκτός στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου (Hochschule fur Fernsehen und Film), η οποία μόλις είχε ιδρυθεί. «Ήταν η εποχή της επανάστασης. Αμφισβητούσαμε τους καθηγητές και διαμορφώναμε μόνοι μας το πρόγραμμα σπουδών», λέει ο ίδιος για εκείνη την περίοδο. Ανάμεσα στο 1967 και το 1970, παράλληλα με τις σπουδές του, ο Βέντερς εργάστηκε σαν κριτικός κινηματογράφου και συνεργάστηκε με την κινηματογραφική επιθεώρηση Filmkritik, την ημερήσια εφημερίδα του Μονάχου Suddeutsche Zeitung, το περιοδικό Twen και το Spiegel. Την ίδια περίοδο, έκανε πολλές μικρού μήκους ταινίες και το «καυτό» ’68 συνελήφθη κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης και φυλακίστηκε.

Ο Βέντερς αποφοίτησε από τη Σχολή με τη μεγάλου μήκους ασπρόμαυρη ταινία Καλοκαίρι στη πόλη, μια ταινία αφιερωμένη στο συγκρότημα Kinks, η οποία γεννήθηκε από την επιθυμία του να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα αγαπημένα του τραγούδια εκείνης της εποχής. Η ιστορία ενός ανθρώπου που αποφυλακίζεται και προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του, λειτούργησε περισσότερο σαν μια πρόφαση για να εντάξει στην ταινία σκηνές με τζουκ μποξ, μαγνητόφωνα, ραδιόφωνα αυτοκινήτων, ώστε να ακουστούν όσο το δυνατόν περισσότερα τραγούδια. Η ειρωνεία ήταν ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα των τραγουδιών και η ταινία δεν μπορούσε να προβληθεί...
Σε συνέντευξή του ο Βιμ Βέντερς αναφέρθηκε στην επίδραση που ασκεί η μουσική στο έργο του: «Αν δεν υπήρχαν οι Κινκς, ο Βαν Μόρισον, οι Μπητλς, οι Στόουνς και πάνω απ’ όλους ο Μπομπ Ντίλαν, δε θα τολμούσα ποτέ να εγκαταλείψω τις σπουδές ιατρικής και φιλοσοφίας για ν’ αφοσιωθώ σε κάτι τόσο αβέβαιο, όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Σαν σκηνοθέτης ασκεί κανείς ταυτόχρονα πολλά επαγγέλματα: είναι ψυχίατρος, λογιστής, δικηγόρος, ταξιδιωτικός πράκτορας, αρχιτέκτονας, φωτογράφος, αφηγητής, διαφημιστής, συγγραφέας και πολλά ακόμη τα οποία δεν είναι τόσο λαμπερά και δημιουργικά. Πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχουν μόνο δύο αληθινοί προορισμοί: του ταξιδιώτη και του ονειροπόλου. Κανένα δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άλλο. Οι ταινίες είναι πάντα ταξίδια είτε προς τα έξω, είτε προς τα μέσα. Και χωρίς να έχει πρώτα ονειρευτεί, κανείς ταξιδιώτης δεν ξεκινά το ταξίδι. Και οι δύο αυτές ασχολίες μου έχουν μια κοινή πηγή, από την οποία αναβλύζει διαρκώς έμπνευση και ενέργεια. Κι αυτή είναι η μουσική. Χωρίς αυτή δε θα ήμουν ούτε ταξιδιώτης ούτε ονειροπόλος και άρα ούτε σκηνοθέτης».

Η επαγγελματική του καριέρα εγκαινιάζεται με τον Φόβο του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι (1971), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πέτερ Χάντκε και αφηγείται την ιστορία ενός επαγγελματία τερματοφύλακα που εγκαταλείπει ξαφνικά την ομάδα του στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα και ξεκινά μια οδύσσεια. Ταινία περιπλάνησης ενός ατόμου χωρίς ταυτότητα, ένα έργο για τα σύνορα, το όνειρο της Αμερικής, την απουσία συναισθημάτων και το πάθος του κινηματογράφου.
Το 1971 μαζί με άλλους 14 Γερμανούς κινηματογραφιστές, μεταξύ των οποίων τον Φασμπίντερ, ίδρυσε μια κοινοπραξία με το όνομα: «Filmverlag der Autoren», που έγινε ο πυρήνας του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου. «Σε αντίθεση με τη νουβέλ βαγκ, ουδέποτε σκεφτήκαμε, ελπίσαμε ή θελήσαμε να “βελτιώσουμε” ή να “ενταχθούμε” στην κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής, ούτε καν να την υποκαταστήσουμε: θεωρούσαμε τη δραστηριότητά μας “εναλλακτική”. Δεν είχαμε ούτε πρότυπα, ούτε παράδοση, ούτε κανέναν που να θέλουμε να πάρουμε τη θέση του. Η Filmverlag λειτουργούσε σαν κοινοπραξία. Και ήταν πραγματικά θαυμάσια η μεταξύ μας αλληλεγγύη, που ουσιαστικά ήταν και το μοναδικό κεφάλαιο που διαθέταμε». Προκειμένου να χρηματοδοτήσει την κοινοπραξία αυτή, ο Βέντερς ανέλαβε να σκηνοθετήσει μια παραγωγή της Γερμανικής Τηλεόρασης Το πορφυρό γράμμα/  Der Scharlachrote Buchstabe, μια ταινία που η δράση της εκτυλίσσεται στο 17ο αιώνα.
Το γεγονός όμως ότι ήταν ταινία εποχής «εγκλώβισε» τον σκηνοθέτη: «Δε μου αρέσει πια να κάνω ταινίες όπου δεν επιτρέπεται να υπάρχουν τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο, ένα βενζινάδικο, μια τηλεόραση, ένας τηλεφωνικός θάλαμος, κάποιο ταξίδι», λέει ο ίδιος. Το θέμα της μανίας για ταξίδια έμελλε να παίξει έναν κυρίαρχο ρόλο στις μετέπειτα ταινίες του, καθώς σκηνοθέτησε πολλά road movies.

wenders1.jpgΑυτή την περίοδο θα γυρίσει και τις πιο σημαντικές ταινίες του Η Αλίκη στις πόλεις/ Alice in den Städten,  Λάθος κίνηση/  Falsche Bewegung,  Στο πέρασμα του χρόνου/  Im Lauf der Zeit, Ένας αμερικανός φίλος/ Der Amerikanische Freund και αργότερα την ταινία  Η κατάσταση των πραγμάτων/ Der Stand der Dinge.
«Σε αντίθεση με τις ταινίες των περισσότερων δημιουργών που έχουν ως απαρχή μια ιστορία, όλες οι δικές μου ταινίες έχουν την απαρχή τους σε μια αίσθηση του χώρου, μια αίσθηση που μου δημιουργείται κάθε φορά που βλέπω ένα νέο τόπο - σαν να θέλει αυτός ο τόπος να αφηγηθεί μια ιστορία, να την επικοινωνήσει. Όλοι οι τόποι έχουν ένα μεγάλο φορτίο συναισθημάτων και θέλουν να μας τα μεταδώσουν. Πρέπει, απλώς, να βρεθεί η κατάλληλη ιστορία για να μας τα μεταφέρει», δηλώνει.

Στην ταινία Η Αλίκη στις πόλεις/ Alice in den Städten ο γερμανός δημοσιογράφος Philip, μη μπορώντας να ολοκληρώσει το άρθρο του για τις ΗΠΑ, επιστρέφει στη Γερμανία. Στο αεροδρόμιο γνωρίζει τη Lisa, μια γοητευτική Γερμανίδα που μόλις εγκατέλειψε τον σύζυγό της, με την εννιάχρονη κόρη της Alice. Όμως, λίγο πριν την αναχώρηση, η Lisa εξαφανίζεται και παρακαλεί τον Philip να πάρει μαζί του την Alice στο Άμστερνταμ. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν όμως η Lisa δεν δίνει σημεία ζωής, η Alice αναφέρει την ύπαρξη μιας γιαγιάς. Ύστερα από άκαρπες αναζητήσεις, ο Philip παραδίδει τη μικρή στην αστυνομία, αλλά δεν κρύβει τη χαρά του όταν εκείνη το σκάει και τον ξαναβρίσκει, με νέες πληροφορίες για τη γιαγιά της.

Στην ταινία Λάθος κίνηση/  Falsche Bewegung  κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Wilhelm, που φεύγει για ένα ταξίδι με σκοπό να απελευθερωθεί από την κατήφεια και την αποθάρρυνση που βασιλεύει στο πατρικό του και με όνειρο να γίνει συγγραφέας. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού συναντά ένα παράξενο ζευγάρι: τον Laertes, έναν ηλικιωμένο περιπλανώμενο τραγουδιστή που παλεύει ακόμα με τα ναζιστικά φαντάσματα του παρελθόντος, και τη Mignon, ένα μουγκό κορίτσι. Ερωτεύεται μια ηθοποιό, την Therese και γίνεται φίλος με τον νεαρό μποέμ ποιητή Bernhard. Η παρέα αυτή σύντομα διαλύεται. Ο Bernhard τους εγκαταλείπει, ο Wilhelm διώχνει τον Laertes και εγκαταλείπει την Therese. Τώρα ο Wilhelm θέλει να μείνει μόνος και να αφιερωθεί στο γράψιμο

Στο πέρασμα του χρόνου/  Im Lauf der Zeit  κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Bruno, που ταξιδεύει με ένα βαν επισκευάζοντας μηχανές προβολής επαρχιακών κινηματογράφων. Ένα πρωινό βλέπει κάποιον να πέφτει με το αυτοκίνητό του σ’ ένα ποτάμι. Είναι ο Robert, που εγκατέλειψε σπίτι και επάγγελμα μετά την αποτυχία του γάμου του, και τον οποίο ο Bruno διασώζει και παίρνει μαζί του. Αργότερα, ο Robert αποκαλύπτει ότι η σύζυγός του αυτοκτόνησε. Περνώντας μια νύχτα σ’ ένα παλιό αμερικανικό πολεμικό οχυρό, ο Bruno κατηγορεί τον Robert για δειλία απέναντι στη γυναίκα του και ο άλλος αντεπιτίθεται διαβάλλοντας τη μοναχική ζωή του συνταξιδιώτη του. Το πρωί ο Robert φεύγει, αφήνοντας ένα σημείωμα που λέει ότι όλα πρέπει να αλλάξουν.Ο Bruno συνεχίζει το δρόμο του.

wenders2.jpgΣτην ταινία Ένας αμερικανός φίλος/ Der Amerikanische Freund ο Tom Ripley, ένας αμερικανός τυχοδιώκτης, προσπαθώντας να πουλήσει πλαστούς πίνακες,  γνωρίζει τον Jonathan, έναν οικογενειάρχη που πάσχει από λευχαιμία. Ο Ripley προτείνει σ’ έναν γάλλο μαφιόζο να τον χρησιμοποιήσουν ως μη επαγγελματία εκτελεστή σ’ ένα διπλό φόνο. Ο Jonathan δέχεται να κάνει τους φόνους επί πληρωμή. Ο πρώτος φόνος βαίνει «αισίως». Ο δεύτερος φόνος παρουσιάζει δυσκολίες και ολοκληρώνεται μόνο χάρις στην απρόσμενη βοήθεια του Ripley. Κυνηγημένοι από τους ανθρώπους της μαφίας, ο «αμερικανός φίλος» και ο ερασιτέχνης δολοφόνος καταφέρνουν να ξεφύγουν. Ο Ripley εξομολογείται στον Jonathan ότι οι ιατρικές γνωματεύσεις ήταν ψεύτικες, ωστόσο ο τελευταίος πεθαίνει λίγο αργότερα στο αυτοκίνητό του
Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο βιβλίο Ripley’s Game της Patricia Highsmith.

Το 1978, μετά από πρόσκληση του Φράνσις Φορντ Κόπολα, πήγε στις ΗΠΑ για να γυρίσει το Ιδιωτικός ντετέκτιβ Χάμετ, που τον απασχόλησε παράλληλα με άλλες δουλειές μέχρι το 1982. Το εγχείρημα όμως να αποτίσει φόρο τιμής στον Αμερικανό συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Ντάσιελ Σάμιουελ Χάμετ εξελίχθηκε σε τραυματική εμπειρία: Όπως και το One from the Heart του Κόπολα, που γυρίστηκε την ίδια χρονιά, έτσι και το Χάμετ είναι σήμερα περισσότερο γνωστό από τα προβλήματα στην παραγωγή του. Ο Κόπολα δεν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και ξαναγύρισε εκτεταμένα αποσπάσματα της ταινίας, καθυστερώντας την έξοδό της.

Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής διακοπής των γυρισμάτων, ο Βέντερς θεματοποιεί την ίδια τη φιλμική δημιουργία κάνοντας την Αστραπή πάνω από το νερό, μια ταινία για τον ετοιμοθάνατο φίλο του σκηνοθέτη Νίκολας Ρέι, και αποτυπώνοντας το 1982 την εμπειρία του Χάμετ στην Κατάσταση των πραγμάτων/ Der Stand der Dinge. Η ταινία, βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Διαδραματίζεται σ’ ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στην Πορτογαλία, όπου ο «Fritz» Munro γυρίζει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας με διεθνές συνεργείο. Ο διευθυντής φωτογραφίας Joe πληροφορεί τον Fritz ότι τα γυρίσματα διακόπτονται ελλείψει χρημάτων κι ότι θα πρέπει να περιμένουν την επιστροφή του παραγωγού Gordon, ο οποίος έφυγε για το Χόλιγουντ για να λύσει το οικονομικό πρόβλημα. Ο Fritz πάει στο Λος Άντζελες και βρίσκει τον Gordon, ο οποίος φοβάται ότι οι χρηματοδότες τους δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι με την ταινία. Οι δυο άνδρες περνούν τη νύχτα μαζί, αλλά την επομένη, αν και οι δρόμοι τους χωρίζουν, πέφτουν νεκροί από σφαίρες αγνώστων. Το γύρισμα σταματά και δίνει τη θέση του στην αναμονή. «Έπρεπε να κάνω μια ταινία με αφετηρία την κατάστασή μου, ανάμεσα στις δύο ηπείρους και να μιλήσω για την αγωνία του γυρίσματος μιας ταινίας στην Αμερική», εξηγεί ο Βιμ Βέντερς.

wenders4.jpgΤο 1987 o Βέντερς επέστρεψε στη Γερμανία για να γυρίσει Τα φτερά του έρωτα/ Der Himmel über Berlin, που διακρίθηκε στις Κάννες, με το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας και του έφερε ευρύτατη αποδοχή. Η υπόθεση έχει ως κεντρικά  πρόσωπα δύο άγγελους, τον Damiel και Cassiel, που αόρατοι ακούν τις ενδότερες σκέψεις των κατοίκων. Σ’ ένα τσίρκο, ο Damiel, εντυπωσιάζεται από την ακροβάτισσα Marion. Οι δυο άγγελοι επισκέπτονται τα γυρίσματα μιας ταινίας όπου πρωταγωνιστεί ο Peter Falk. Αργότερα ο Falk νιώθει την παρουσία του Damiel και του μιλά για τις χαρές των αισθήσεων. Ο Damiel λέει στον Cassiel την απόφασή του να γίνει θνητός και ξυπνά ορατός. Ο Falk του αποκαλύπτει ότι κι εκείνος ήταν επίσης άγγελος . Ο Damiel και η Marion συναντιούνται σε ένα κλαμπ όπου δίνει συναυλία ο Nick Cave.H Marion αφηγείται στον Damiel τη ζωή της,και ύστερα παραδίδεται στην αγκαλιά του, πάντα κάτω από το βλέμμα του Cassiel. Αυτή η ταινία, με έντονο συναισθηματικό και μεταφυσικό χαρακτήρα, παρακολουθεί δύο αγγέλους στο διαιρεμένο Βερολίνο, και εμπεριέχει όλη την ιστορία της πόλης πριν από την πτώση του τείχους.

Σχετικά με το πως ο κινηματογράφος επηρεάζει τη ζωή του ο  Wim Wenders σημειώνει: «Θυμάμαι μια φράση: “Η ζωή μου είναι ο κινηματογράφος, και ο κινηματογράφος είναι η ζωή μου”. Εγώ δεν μπορώ μάλλον να πω κάτι τέτοιο, γιατί εμένα μ’ ενδιαφέρει η εμπειρία της δημιουργίας μιας ταινίας. Η αλήθεια είναι ότι θέλω η ζωή να μπει στις ταινίες και οι ταινίες να περιέχουν τις εμπειρίες μου. Το πρόβλημα είναι πως όταν φτιάχνεις εικόνες, ως κινηματογραφιστής ή ως φωτογράφος, δεν μπορείς να είσαι ταυτόχρονα μέσα στη ζωή, διότι ζεις σε ένα άλλο παράλληλο επίπεδο, ζεις τη δημιουργία της εικόνας. Μόλις, λοιπόν, τελειώσει η ταινία, επανέρχεσαι στην καθημερινή ζωή, και δυσκολεύεσαι να προσαρμοστείς. Εγώ βρήκα έναν τρόπο να χειριστώ αυτή την κατάσταση, μέσα από τα ντοκιμαντέρ, γιατί τα ντοκιμαντέρ δεν σε απομακρύνουν από τη ζωή, αλλά αντίθετα σε δένουν στενά με την πραγματικότητα».

wenders5.jpgΑναφερόμενος στο σινεμά του Wim Wenders ο Βασίλης Ραφαηλίδης σημειώνει: "Υπάρχει ένα είδος επίμονης προκατάληψης για την αδυναμία της εικόνας να γίνει φορέας ιδεών, ανάλογων μ’ αυτών του γραπτού φιλοσοφικού δοκιμίου. Η εικόνα θεωρείται το καταλληλότερο μέσο για την περιγραφή και την κατάδειξη (και για ένα στοχασμό που «απορρέει» από την περιγραφή και την κατάδειξη), αλλά εντελώς ακατάλληλη για «λεπτούς στοχασμούς» ανάλογους μ’ αυτούς που βρίσκει κανείς στο φιλοσοφικό δοκίμιο. Ο φιλοσοφημένος Βέντερς ανέτρεψε εν πολλοίς την προκατάληψη, μέχρι το βαθμό τουλάχιστον που ο εγγενής στην εικόνα «ρεαλιστικός πυρήνας» αντιστέκεται επίμονα στην ολική θεωρητικοποίηση. Εν πάση περιπτώσει δεν είναι τα δρώμενα αυτό που κατ’ αρχήν ενδιαφέρει τον Βέντερς ούτε η χαρακτηρολογία."

(πηγή δελτίο τύπου)