(αποσπάσματα από συνεντεύξεις)
nikos-perakis.jpg

Δεν θεωρώ τις ταινίες μου κωμωδίες. Σάτιρες είναι, με κωμικά στοιχεία. Ρεαλιστικές ταινίες... Το κωμικό υπάρχει παράλληλα και το χρησιμοποιώ για να μη γίνομαι διδακτικός. Αυτό ήταν και το μεγάλο μου πρόβλημα όταν ήρθα να δουλέψω στην Ελλάδα, αν δεν υπήρχε το μήνυμα με το σκεπάρνι ή το σφυρί η ταινία πήγαινε στο πυρ το εξώτερον. Το χιούμορ, πάντως, είναι σαν κάθαρση, με την έννοια ότι συνειδητοποιώ κάτι.

(...)  Οι ηθοποιοί κάνουν πάντα αυτό που τους ζητάει ο σκηνοθέτης, κατ' επέκταση ο κινηματογράφος, η τηλεόραση. Ο ηθοποιός δεν ευθύνεται αν μια ταινία βγήκε μπαλαφάρα, αποστασιοποιημένη ή φορμαλιστική. Στο «Λούφα και παραλλαγή» ο Φιλιππίδης μπορούσε να παίξει πιο ρεαλιστικά, τον άφησα ελεύθερο γιατί έτσι ήταν οι φιγούρες των αξιωματικών που έζησα στον στρατό. Ο Τσάπλιν στον «Δικτάτορα» δεν ήταν τίποτα μπροστά στους αξιωματικούς που μας 'βγάζαν λόγους.
(...) Οι ηθοποιοί, τότε [στον παλιό κινηματογράφο.], ίσως έγιναν δημοφιλείς γιατί ήταν καρικατούρες. Σήμερα είναι τραγικό να βλέπεις τον ηθοποιό να μην παίζει τον μπακαλόγατο, αλλά να μιμείται τον ηθοποιό που κάποτε έπαιξε τον μπακαλόγατο. Αυτό κι αν είναι καρικατούρα.

(...) Η πρώτη «Λούφα» ήταν μια πολύ προσωπική, βιωματική –σε εισαγωγικά– ταινία, στο πνεύμα των ’80s. Στη συνέχεια κατάλαβα ότι ο στρατός είναι το ιδανικό περιβάλλον για να σατιρίσει κάποιος τη Δικτατορία, πολιτικούς και πολίτες, όπως και τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, από τη γέννηση μέχρι τις παιδικές αρρώστιες τους.
loufa.jpg
(...) Δεν απομυθοποιώ την τέχνη [στη ταινία Artherapy]. Στο κάτω κάτω, ποιος είμαι εγώ που θα απομυθοποιήσω κοτζάμ τέχνη; Ακόμη κι αν οι δυο μας συμφωνήσουμε πως οτιδήποτε παράγει ο άνθρωπος είναι τέχνη, θα διαφωνήσουν πρώτα οι κριτικοί, οι σημειολόγοι, οι γκαλερίστες, οι δραματουργοί και μετά οι δισκογραφικές, τα μουσεία, τα υπουργεία... Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που βιοπορίζεται κι επιβιώνει με την τέχνη. Κι εγώ μπορεί να γύρισα ένα ψευτοντοκιμαντέρ, αλλά δεν λέω ψέματα. Απλά αφήνω τον καθένα να κάνει και να υποστηρίζει ό,τι πιστεύει. Με άλλα λόγια, βγάζω την ουρά μου απ’ έξω.

(...) Θεωρούμε όσους μη χειρώνακτες ανθρώπους του πνεύματος, συμπεριλαμβανομένων των παπάδων και των εικαστικών που δουλεύουν με τα χέρια, αλλά σκέπτονται και γράφουν πιο πολύ. Ίσως αυτό είναι και μια εξήγηση για τη δεινή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Ασχοληθήκαμε τόσο εντατικά με το πνεύμα μας κι αφήσαμε τα λαμόγια και τα τρωκτικά να οργιάζουν. Με τη φαιδρότητα τούς απαλλάσσω απ’ την υποψία της δόλιας πρόθεσης.

(...) Πιστεύω ότι εμείς φταίμε για τους άνευρους νέους στα φραπεδομάγαζα. Μην ξεχνάμε ότι και οι παράγοντες των ΠΑΕ που ελέγχουν τα χουλιγκάνια, τα οποία σπάνε τα γήπεδα αλλά και τα γραφεία συνδέσμων, είναι συνομήλικοί μου. Απομεινάρια της γενιάς μου είναι επίσης οι βολεμένοι ιδεολόγοι και αντιεξουσιαστές, που κατεβάζουν πιτσιρικάδες να καίνε βιβλιοθήκες και πρυτανείες. Στη γενιά μου δεν ανήκουν οι πρυτάνεις και οι πανεπιστημιακοί; Στη γενιά μου δεν ανήκουν και οι πατεράδες που έβαλαν στην πολιτική τα παιδιά τους, αυτούς τους λίγους κατάπτυστους νέους; Τους πατεράδες άλλωστε εμείς τους ψηφίζαμε. Μόνο καρπαζιές δεν έφαγα όταν ισχυρίστηκα το ’84 ότι με τη «Λούφα και παραλλαγή» προσπάθησα να κάνω μια πολιτική ταινία.

(αποσπάσματα από συνεντεύξεις στο topontiki.gr, 22-3- 2010, www.lifo.gr 26-10-2011 ,στην εφ. Η Καθημερινή, 24-10-2011 και στο athinorama.gr 27-10-2011)