(αποσπάσματα από μια συζήτηση)
(...) Τη δεκαετία του '60 και του '70, η Χιλή ήταν μια φτωχή χώρα, δεν υπήρχε ανάπτυξη ούτε στη γεωργία ούτε στη βιομηχανία. Ο Αλιέντε πρότεινε εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, που θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στη φτώχεια. Επίσης, πρότεινε να ανακτηθούν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, όπως ο χαλκός και ο σίδηρος, καθώς και η ιδιοκτησία της γης να μην παραμείνει στα χέρια των λίγων. Όλες αυτές οι αλλαγές πρότεινε να γίνουν μέσω της συνταγματικής οδού. Στις εκλογές του 1972 έλαβε το 36% των ψήφων κι έτσι ξεκίνησε τις μεταρρυθμίσεις. Δύο χρόνια μετά κι ενώ οι ΗΠΑ του Κίσινγκερ τον χτυπούσαν ανελέητα, σταμάτησαν οι εισαγωγές πρώτων υλών, η αστική τάξη μποϊκόταρε τη διανομή τροφίμων και πλήρωσε τους οδηγούς φορτηγών για να κάνουν απεργίες, ενώ ο λαός είχε μείνει χωρίς τρόφιμα, θέρμανση και μέσα μεταφοράς. Στις εκλογές του 1972 ο Αλιέντε έλαβε το 43,4% των ψήφων, δηλαδή ψηφίστηκε σχεδόν από τον μισό πληθυσμό. Οι ΗΠΑ πανικοβλήθηκαν όταν θριάμβευσε, φοβήθηκαν μήπως μεταδοθεί αυτή η “συνταγματική επανάσταση”, η οποία δεν περνούσε μέσα από εμφύλιο και δεν κατέστρεφε τον κρατικό μηχανισμό. Δεν ήταν αντάρτικο, όπως στο Περού, τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Η συμμετοχή ήταν ανοιχτή για όλους, είτε ήταν μέλη του κόμματος είτε όχι. Ήταν μια εξαιρετική στιγμή λαϊκής κινητοποίησης γύρω από μια λαϊκά εκλεγμένη κυβέρνηση, με στόχο να χτυπήσει τον κοινό εχθρό. Μια χώρα βιώνει κάτι τέτοιο μια φορά στα 100 χρόνια.
(...) Η διακυβέρνηση του Αλιέντε ήταν μια μοναδική στο είδος της εμπειρία, είναι πολύ δύσκολο να εξαχθεί ένα συμπέρασμα πιο γενικό. Κάθε χώρα πρέπει να βρει το δικό της δρόμο. Ο Αλιέντε αναζήτησε τη δημοκρατική οδό, τη συναίνεση. Ήθελε να αποφύγει τις ρήξεις, προσπάθησε να συνενώσει όλες τις δυνάμεις, γιατί ήξερε ότι αν διαρραγεί ο κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να υπάρξει κρατική επανάσταση. Από την άλλη, η δεξιά ήθελε εμφύλιο. Το έσχατο μέσο του ήταν ένα λαϊκό δημοψήφισμα και τότε συνέβη το πραξικόπημα.
(...) Η ιστορική μνήμη δεν είναι μια αφηρημένη, θεωρητική έννοια, δεν είναι μόδα, αλλά κατάκτηση της κοινωνίας, όπως ήταν κάποτε τα δικαιώματα των γυναικών, των αυτοχθόνων και των ομοφυλοφίλων. Γιατί η δικαιοσύνη δεν κινείται πιο γρήγορα; Το πιθανότερο είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση. Αυτή είναι μια ανοιχτή πληγή στη Χιλή, αλλά όλοι κάνουν σα να μη συμβαίνει τίποτα, ο κόσμος λέει ‘’εγώ δεν ξέρω, δεν είδα’’. Είμαστε ένας λαός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρελθόν του.
[Σχετικά με το ρόλο του ντοκιμαντέρ] Αυτό συμβαίνει επειδή το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως αντιπληροφόρηση, μπορεί να πει ελεύθερα τα πράγματα που το κράτος και οποιοσδήποτε κύκλος εξουσίας αποσιωπά. Πολλά θέματα που η χιλιανή τηλεόραση δεν τολμά να θίξει –τις εκτρώσεις, την εκκλησία, κ.ο.κ.- μπορεί να τα αναδείξει μια ομάδα ντοκιμαντεριστών. Δεν αναφέρομαι στο ποιητικό ντοκιμαντέρ, αλλά για στο ντοκιμαντέρ άμεσης κινηματογράφησης, που μπορεί να γίνει με λίγα μέσα και να υπερβεί τα ΜΜΕ.
(...) Βλέπουμε πολλά ντοκιμαντέρ π.χ. για το ζήτημα του νερού ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία είναι κακής ποιότητας, είναι βαρετά και τελικά δεν συγκινούν το κοινό. Δεν μπορείς να κάνεις ντοκιμαντέρ μόνο με καλές προθέσεις, πρέπει να συγκινήσεις το κοινό, να χτίζεις την αφήγηση, να βρίσκεις χαρακτήρες που να συγκινούν το κοινό. Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ παρουσιάζουν απλά μια θέση, χωρίς ουσία. Το θέμα αυτό καθαυτό δεν εγγυάται το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Πρέπει να κάνουμε ποιητικά, δημιουργικά ντοκιμαντέρ, με φαντασία. Αυτό είναι το καθήκον μας.
(...) Όταν υπάρχει δράση και ο λαός είναι στους δρόμους, πρέπει να βγεις και εσύ στο δρόμο να κάνεις αυτό που λεμε άμεσο κινηματογράφο, αφήνοντας όμως χώρο στο θεατή για αντιληφθεί μόνος του τα πράγματα. Εγώ μπήκα στον πειρασμό, αλλά δεν έφτασα ποτέ να στρατευτώ σε κόμμα. Βέβαια, αντιμετωπίζω το ντοκιμαντέρ ως χώρο στοχασμού. Ας είναι υποκειμενικό, ποτέ δεν ήμουν αντικειμενικός, αλλά έδωσα λόγο και στους αντιπάλους. Όσο πιο υποκειμενικό, τόσο καλύτερο, πιο παθιασμένο και πειστικό. Αλλιώς δεν θα διαφέρει από τα πλάνα που τραβούν οι κάμερες στις τράπεζες.
(δηλώσεις που έγιναν, μέσω Skype, κατά τη διάρκεια του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο ανοιχτής συζήτησης)