Η οικογένεια του Χου Χσιάο Χσιεν/ Hou Hsiao-hsien κατάγεται από το νότο της Κίνας και εγκαταστάθηκε στην Ταϊβάν με το στρατό της Εθνικιστικής Κυβέρνησης του Κουομιντάνγκ (1949), στον οποίο ο πατέρας του υπηρετούσε ως χαμηλόβαθμος υπάλληλος.
Γεννημένος το 1947, ο Χου μόλις τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία το 1969 σπούδασε κινηματογράφο στην Εθνική Ακαδημία Τεχνών της χώρας του. Αποφοίτησε το 1972 και έκανε διάφορες δουλειές πριν στραφεί στον κινηματογράφο.
Έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1980 με την ταινία Χαριτωμένο κορίτσι, ένα συνδυασμό ρομάντζου και κωμωδίας που πραγματεύεται τα προβλήματα της ταϊβανικής υπαίθρου. Σιγά-σιγά πέρασε σε έναν πιο προσωπικό κινηματογράφο και βοήθησε στη δημιουργία μιας κινηματογραφικής συνείδησης στην Ταϊβάν.
Οι ταινίες: Τα παιδιά από το Φενγκουέι, Καλοκαίρι με τον παππού, Μια εποχή για να ζήσεις και μια εποχή για να πεθάνεις, Σκόνη στον άνεμο, βασίζονται σε προσωπικές αναμνήσεις και εντυπώσεις, στις οποίες το θέμα της μετάβασης από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα εντάσσεται στο πλαίσιο της ταϊβανικής ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Η φιλμογραφία του Χου Χσιάο Χσιέν περιλαμβάνει ερωτικές ιστορίες, μελοδράματα, αστυνομικά δράματα, ιστορικές τοιχογραφίες και συνθέτει ένα έργο φιλόδοξο και πολύ μοντέρνο, σύμφωνα με το κριτικό σημείωμα της Μαρίας Γαβαλά το οποίο περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση για τον Χου, που θα κυκλοφορήσει σε επιμέλεια Νίκου Σαββάτη. Κύρια χαρακτηριστικά του έργου του Χου Χσιάο Χσιέν, το ελλειπτικό με λιγοστές κινήσεις της κάμερας στυλ, επηρεασμένο από τους Ιάπωνες σκηνοθέτες. Ο ίδιος πάντως παραδέχεται ότι έχει επηρεαστεί από τον Κόπολα και από τον Γκοντάρ αλλά όχι από τον Όζου, με το έργο του οποίου οι κριτικοί διακρίνουν αντιστοιχίες. Τον σέβομαι αλλά κάνουμε διαφορετικά πράγματα, λέει ο Χου. Αν και του καταλογίζεται ως μειονέκτημα η αναφορά σε λεπτομέρειες της ταϊβανικής ιστορίας, αφού πράγματι κάποιες από τις πιο γνωστές ταινίες του έχουν να κάνουν με το πρόσφατο παρελθόν του έθνους του και ιδιαίτερα Η πόλη της θλίψης/A City of Sadness, με την οποία έγινε διεθνώς γνωστός, πρόθεσή του δεν είναι να διδάξει ιστορία. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να αφηγηθεί προσωπικές ιστορίες, τις οποίες συνδέει με μεγάλες στιγμές της ιστορίας του έθνους του .
Το θέμα της εθνικής ταυτότητας απασχολεί το Χου στη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του, την Πόλη της θλίψης (1989, Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας) όπου παρουσιάζει με κριτικό μάτι την πρόσφατη, ταραχώδη ιστορία της Ταϊβάν, από το 1945 μέχρι το 1949 μέσα από τη ζωή μιας ταϊβανικής οικογένειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά από τη βράβευσή της στο Φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στην Ταϊβάν -ήταν η πρώτη ταινία που απέσπασε τέτοιο βραβείο- και έκοψε 2 εκατομμύρια εισιτήρια, ενώ το Millenium Mambo έκοψε μόλις 3 χιλιάδες...
Η πλουσιότερη έρευνα του σκηνοθέτη στο ιστορικό παρελθόν του νησιού του, Ο μάστορας του κουκλοθέατρου (1994) αποτελεί επίσης σημείο καμπής στη δουλειά του. Ο Μάστορας του κουκλοθέατρου, συνδυασμός μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, στηρίζεται πάνω στην προσωπικότητα ενός μαριονετίστα που ενσαρκώνει όλες τις πατροπαράδοτες κινεζικές αξίες: Ο δημιουργός εξερευνώντας τις δυνατότητες του μέσου του, απελευθερώνεται από την παραδοσιακή αφήγηση και πειραματίζεται με τη σκηνοθεσία. Στη συνέχεια έκανε μια φιλόδοξη, αλλά κατά τον ίδιο αποτυχημένη προσπάθεια να συμφιλιώσει το παρελθόν με το παρόν της Ταϊβάν στο Good Men, Good Women (1995), το οποίο αναφέρεται στον πόλεμο κατά των Ιαπώνων.
Τα Λουλούδια της Σανγκάης, είναι μια ταινία εποχής, που διαδραματίζεται στα πορνεία της Σανγκάης, στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ οι ταινίες Goodbye South Goodbye, Millennium Mambo και Cafe Lumiere μιλούν για την Ταϊβάν του σήμερα και τα προβλήματα μιας κοινωνίας, όπου κυριαρχούν η δυτικοποίηση και ο αμερικανικός τρόπος ζωής.
Η ιδιαίτερα αυτοβιογραφική του ταινία Μια εποχή για να ζήσεις και μια εποχή για να πεθάνεις (1985) του χάρισε το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, στο Φεστιβάλ Βερολίνου και ονομάστηκε η καλύτερη ταινία εκτός Ευρώπης και Αμερικής στο Διεθνές Φεστιβάλ του Ρότερνταμ. Πρόκειται για μια ιστορική καταγραφή της εξορίας μιας ταϊβανέζικης οικογένειας στα 1950.
Η τελευταία ταινία του Χου, Τρεις φορές, που προβλήθηκε φέτος στις Κάννες, αποτελεί ένα παραμύθι με πρώτη ύλη τα ερωτικά συναισθήματα και τοποθετείται σε τρεις διαφορετικές εποχές. Αφηγείται την τριπλή μετενσάρκωση ενός μεγάλου έρωτα, με το ίδιο ζευγάρι πρωταγωνιστών, επιχειρώντας να δείξει τους διαφορετικούς σε κάθε εποχή τρόπους εκδήλωσης της αγάπης.
(Πηγή: δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)