«Οι κριτικοί λένε ότι οι ταινίες πρέπει να κάνουν κάποιο κοινωνικό σχόλιο, να έχουν μια ανθρωπιστική οπτική γωνία. Ωστόσο, αυτό στο οποίο πάντα στόχευα εγώ ήταν να κάνω ταινίες για διασκέδαση. Έτσι, δοκίμασα πολλές διαφορετικές ιδέες και πολλά διαφορετικά στυλ για να πετύχω κάτι τέτοιο.»
Σέιτζουν Σουζούκι
Ζώντας στο περιθώριο του ιαπωνικού σινεμά, γυρίζοντας φτηνές παραγωγές, ο Σέιτζουν Σουζούκι (Seijun Suzuki) ποτέ δεν διεκδίκησε τίποτε περισσότερο από την προσοχή των θεατών. Όμως με τα χρόνια το έργο του, σαν ένα κρυφό μυστικό που αφορούσε στην αρχή μόνο φανατικούς σινεφίλ, ήρθε σιγά -σιγά στην επιφάνεια Πιστοί θαυμαστές είναι σκηνοθέτες τόσο διαφορετικοί, όπως ο Jim Jarmusch, ο John Woo, ο Wong Kar-wai, ο Buz Luhrmann ή ο Quentin Tarantino. Όλοι τους επισημαίνουν την εφευρετικότητα του, την εκπληκτική ποιητική και οπτική επινοητικότητα του, την αχαλίνωτη και αναρχική του φαντασία, την αισθητική του πρωτοτυπία του και την ικανότητα του να δημιουργεί μοναδικές εικόνες αναμειγνύοντας ετερόκλιτες και πολλές φορές αντικρουόμενες επιρροές.
Ο Σέιτζουν Σουζούκι ωθεί τις εικόνες του στην υπερβολή, το πυροτέχνημα, ακόμη και το λυρισμό, δημιουργώντας στυλιζαρισμένες μπαρόκ εκδοχές δημοφιλών κινηματογραφικών ειδών όπως είναι το αισθηματικό μελόδραμα ή γκανγκστερική ταινία. Προφήτης του μεταμοντέρνου, cult δημιουργός, ή ο σκηνοθέτης που άνοιξε το δρόμο για το ιαπωνικό νέο κύμα της δεκαετίας του '60, ο Σέιτζουν Σουζούκι παραμένει πάντα ένας πραγματικός σκηνοθέτης-δημιουργός, ένας αληθινός «απόβλητος» ανατροπέας.
Ο Σέιτζουν Σουζούκι γεννήθηκε στο Τόκιο, στις 24 Μαΐου 1923. Ο πατέρας του ήταν έμπορος υφασμάτων. Αποφοίτησε από την Εμπορική Σχολή του Τόκιο το 1941. Λόγω της ανεπάρκειάς του στη χημεία και τη φυσική, απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Γεωπονικό Κολέγιο. Πέρασε ένα χρόνο χωρίς καμία απασχόληση, τριγυρνώντας και βλέποντας ταινίες. Κατόρθωσε τελικά να εισαχθεί σ' ένα κολέγιο, αλλά, το 1943, διέκοψε τις σπουδές του λόγω της κλήσης για κατάταξη στον αυτοκρατορικό στρατό. Υπηρέτησε στο ναυτικό. Στη διάρκεια της θητείας του ναυάγησε δύο φορές, στις Φιλιππίνες και την Ταϊβάν. Προήχθη σε ανθυπολοχαγό και μετατάχτηκε στη Μετεωρολογική Υπηρεσία.
Το 1946 επέστρεψε στην Ιαπωνία και ολοκλήρωσε τις κολεγιακές του σπουδές. Απέτυχε να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο του Τόκιο και, ακολουθώντας την υπόδειξη ενός φίλου, γράφτηκε στο κινηματογραφικό τμήμα της Ακαδημίας της Καμακούρα (της πόλης όπου ζούσε ο μεγάλος Ιάπωνας σκηνοθέτης Γιασουτζίρο Όζου).
Τον Οκτώβριο του 1948, πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις της εταιρείας Shochiku και προσλήφθηκε στο στούντιο Οφούνα της εταιρείας.
Ο Σέιτζουν Σουζούκι ξεκίνησε την καριέρα του στον κινηματογράφο σαν βοηθός σκηνοθέτη. Το 1954, αναζητώντας καλύτερες αποδοχές, πήγε στα στούντιο Nikkatsu, στα οποία ξεκίνησε να εργάζεται επίσης ως βοηθός σκηνοθέτη. Το 1955, το πρώτο του σενάριο, με τίτλο Μονομαχία το Ηλιοβασίλεμα, γυρίζεται ταινία από τον Χιρόσι Νογκούτσι.
Το 1956, ο Σουζούκι σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία με το όνομα Σέιταρο Σουζούκι. Από τότε και για τα επόμενα 12 χρόνια θα δουλέψει μέσα στο στούντιο ως σκηνοθέτης με μισθό, αναλαμβάνοντας ταινίες κατά παραγγελία. Θα θεωρηθεί ως ένας από τους πιο αποτελεσματικούς και επαρκείς συνεργάτες του στούντιο.
Το 1958, γυρίζει την ταινία Η γόησσα του υπόκοσμου/Beauty of the Underworld, υπογράφοντας με το όνομα Σέιτζουν Σουζούκι, με το οποίο και θα γίνει ευρέως γνωστός. Από το 1963 και μετά, το έργο του άρχισε να συγκεντρώνει την προσοχή ενός νεανικού, κυρίως, κοινού.
Την περίοδο 1967-1968, η εταιρεία Nikkatsu υπέστη μια μεγάλη οικονομική κρίση. Ο πρόεδρος της Nikkatsu επιχείρησε να μετατρέψει τον Σέιτζουν Σουζούκι σε αποδιοπομπαίο τράγο για τις δυσκολίες της εταιρείας και τον απέλυσε με την αιτιολογία ότι έκανε «ακατανόητες» ταινίες. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες από φίλους και συναδέλφους του Σουζούκι, ο πρόεδρος της εταιρείας όξυνε την κατάσταση αρνούμενος να δώσει κόπιες των ταινιών του σε μια φοιτητική κινηματογραφική λέσχη. Ο Σουζούκι, με την υποστήριξη του συνδικάτου των σκηνοθετών και μελών της κινηματογραφικής λέσχης, μήνυσε την εταιρεία Nikkatsu. Ύστερα από δικαστικό αγώνα που κράτησε τρεισήμισι χρόνια, κέρδισε τελικά την υπόθεση.
Η πρώτη αυτή περίοδος της καριέρας του, που διάρκεσε περίπου μια δεκαετία, υπήρξε η πιο παραγωγική του σκηνοθέτη: σκηνοθετούσε 3 με 4 ταινίες κάθε χρόνο, παράγοντας συνολικά 40 ταινίες σε 12 χρόνια. Ήταν όλες τους ταινίες β΄ προβολής, που συμπλήρωναν το πρόγραμμα των κινηματογράφων, όπως, για παράδειγμα, Ο αλήτης του Κάντο/ Kanto Wanderer (1963) και Ιστορία μιας πόρνης/The Story of a Prostitute (1965), που συνόδεψαν τις ταινίες του Σοχέι Ιμαμούρα Η γυναίκα έντομο και Φονική επιθυμία, αντίστοιχα. Βασικός συνεργάτης του αυτήν την περίοδο είναι ο Τακέο Κιμούρα στην καλλιτεχνική διεύθυνση, ενώ πρωταγωνιστές είναι τα αστέρια του στούντιο Nikkatsu, ο Ακίρα Κομπαγιάσι και ο Τζο Σίσιντο. Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες είναι γκανγκστερικές -είδος στο οποίο ειδικεύτηκε ο Σουζούκι - και διαδραματίζονται στο περιβάλλον της γιακούζα, της ιαπωνικής μαφίας. Πρόκειται για ταινίες δράσης, με έντονο το μελοδραματικό στοιχείο, που επικεντρώνονται σ' έναν ήρωα ο οποίος αντιμετωπίζει ηθικά διλήμματα. Αυτή την περίοδο θα γυρίσει και ταινίες με έντονο το ερωτικό στοιχείο, που προαναγγέλλουν τις ταινίες ρόμαν πόρνο (ελαφρύ πορνό)-είδος που θα εμφανιστεί εκείνη την εποχή στο ιαπωνικό σινεμά. Σε ταινίες όπως Τα κορίτσια της χαράς/ The Story of a Prostitute [aka Joy Girls], ο σεξουαλικός πόθος παίζει κομβικό ρόλο στη δραματική πλοκή. Στις ταινίες αυτής της περιόδου θα συναντήσουμε πειραματισμούς με το χρώμα και το ρυθμό, στυλιζάρισμα, μαύρο χιούμορ και ειρωνική χρήση της μουσικής. Παράλληλα θα συναντήσουμε και μια έντονη κοινωνική κριτική, αφού ο Σούζουκι αντιμετωπίζει με καχυποψία τις κυρίαρχες αξίες της ιαπωνικής κοινωνίας τόσο της περιόδου πριν και κατά την διάρκεια του πολέμου, όσο και μετά από αυτόν. Ο μιλιταρισμός, η τυφλή πίστη, η υποταγή στην ιεραρχία, η υπακοή στο τελετουργικό τίθενται στο στόχαστρο και συχνά διακωμωδούνται. Από τις πιο σημαντικές ταινίες αυτής της περιόδου είναι Άγρια νιότη/ Youth of the Beast (1963), μια γκανγκστερική ταινία με ήρωα έναν ατίθασο και βίαιο κακοποιό, η Ιστορία μιας πόρνης/ The Story of a Prostitute (1965), ένα δυνατό μελόδραμα για έναν απαγορευμένο έρωτα στα χρόνια του Β! παγκοσμίου πολέμου, Ο αλήτης του Τόκιο/ Tokyo Drifter (1966), μια μελαγχολική έγχρωμη ελεγεία για το τέλος των συμμοριών γιακούζα και τέλος η ταινία Γεννημένος δολοφόνος/ Branded to Kill (1967) η ασπρόμαυρη επανάσταση του Σουζούκι, μια ταινία για επαγγελματίες δολοφόνους- η αποδόμηση του γκανγκστερικού είδους και η αφορμή για την οποία απολύθηκε.
Λόγω της δικαστικής διαμάχης με την εταιρεία Nikkatsu, ο Σουζούκι βρέθηκε αντιμέτωπος με την απαρέσκεια των μεγάλων κινηματογραφικών εταιρειών της Ιαπωνίας: επί δέκα χρόνια ήταν στη μαύρη λίστα, μη μπορώντας να γυρίσει ταινία. Στο διάστημα αυτό επιβίωσε ασχολούμενος με την τηλεόραση, σκηνοθετώντας διαφημιστικά και εκδίδοντας βιβλία με δοκίμια και ποιήματα. Αυτή την εποχή οργανώθηκαν και οι πρώτες ρετροσπεκτίβες στο έργο του, ενώ η φήμη του ως cult σκηνοθέτη άρχισε να εδραιώνεται στην Ιαπωνία. Αξίζει να σημειωθεί η στάση που κράτησε στη δίκη εναντίον του Ναγκίσα Όσιμα για την ταινία Αυτοκρατορία των αισθήσεων (Άι νο κορίντα), όπου κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης.
Μετά τις δικαστικές περιπέτειες, ο Σουζούκι συνέχισε την πορεία του στο χώρο του κινηματογράφου, αλλάζοντας όμως κατεύθυνση: θα στραφεί τώρα σε ανεξάρτητες παραγωγές, με σαφή καλλιτεχνικό προσανατολισμό, χωρίς ποτέ, βέβαια, να ξεχνά το παρελθόν του στη σκηνοθεσία ταινιών β΄ προβολής.
Το 1980, συνεργάστηκε με τον ανεξάρτητο παραγωγό Γκεντζίρο Αράτο και γύρισε την πρώτη ταινία της τριλογίας της εποχής «Τάισο» ((1912-1926), με τίτλο Τσιγγάνικη μελωδία/ Zigeunerweisen, για έναν ανεξάρτητο και ανυπότακτο περιπλανώμενο. Η ταινία αυτή βραβεύτηκε με εύφημη μνεία στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 1981, συστήνοντας μ' αυτό τον τρόπο τον Σουζούκι στο κοινό της Δύσης. Επίσης βραβεύτηκε, τόσο από την Ιαπωνική Ακαδημία Κινηματογράφου με το βραβείο σκηνοθεσίας, όσο και από τους συντάκτες του κινηματογραφικού περιοδικού Κίνεμα Τζουνπό. Όταν οι διανομείς αρνήθηκαν να την διανείμουν, οι Αράτο και Σουζούκι την πρόβαλαν για το κοινό χρησιμοποιώντας ένα ειδικά κατασκευασμένο κινούμενο σινεμά.
Το 2001, με αφορμή την προβολή της ταινίας του Πίστολ Όπερα/ Pistol Opera, ο Σουζούκι βραβεύτηκε με τον τιμητικό Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας. Η ταινία θα βραβευτεί και στο Διεθνές Φεστιβάλ του Μπρισμπέην από την FIPRESCI, «ως μια πολύ προσωπική εκδοχή ανάμειξης στοιχείων του παραδοσιακού και του πειραματικού κινηματογράφου». Η ταινία είναι ένα remake της παλαιότερης ταινίας του Γεννημένος δολοφόνος, μόνο που τώρα ο κεντρικός χαρακτήρας είναι μια γυναίκα δολοφόνος.
Το 2005, παρουσίασε στο Φεστιβάλ Κανών την ταινία Πριγκίπισσα Ρακούν/ Princess Raccoon , στην οποία συνεργάστηκε για πρώτη φορά με μια κινηματογραφική σταρ εκτός Ιαπωνίας, τη Ζανγκ Ζιγί. Η ταινία είναι ένα γοητευτικό μουσικό παραμύθι, μια φαντασία που στο κέντρο της κρύβει μια μοναδική ερωτική ιστορία.
«Έφυγε» από τη ζωή στις 13 Φεβρουαρίου 2017.
Δ.Μ.