των Fred C. Newmeyer & Sam Taylor
κριτική του Roger Ebert
Κατά γενική ομολογία, είναι η πιο διάσημη σκηνή του βωβού κινηματογράφου: ένας άντρας με ψάθινο καπέλο και στρόγγυλα γυαλιά κρέμεται απ’ τον λεπτοδείκτη ενός ρολογιού, 12 ορόφους πάνω απ’ τους δρόμους της μεγαλούπολης. Το πιο περίεργο είναι ότι αυτή η σκηνή ανήκει στην ταινία «Μωρέ, κουράγιο»/ Safety Last του Χάρολντ Λόιντ/ Harold Lloyd, που λίγοι ως σήμερα έχουν δει. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κέβιν Μπράουνλοου, ο Λόιντ ήταν η «τρίτη ιδιοφυία» του βωβού κινηματογράφου. Οι ταινίες του Λόιντ υπερτερούσαν συγκριτικά με αυτές του Τσάπλιν και του Κίτον στη δεκαετία του ’20, γιατί ο Λόιντ πρωταγωνίστησε σε περισσότερες απ’ ότι ο Τσάπλιν και γιατί ο χαρακτήρας που έπλασε βρήκε μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό από αυτόν του Κίτον. «Έπρεπε να επινοεί τα πάντα», λέει ο Γουόλτερ Κερ για τον Λόιντ στο βιβλίο «Σιωπηλοί κλόουν» του 1975. «Ο Λόιντ ήταν ένας καθημερινός άνθρωπος, όπως όλοι μας. Αν ήθελε να είναι ένας επιτυχημένος κωμικός, έπρεπε πρώτα να μάθει πώς γίνεται αυτό και να το μάθει με τον δύσκολο τρόπο».
Ο Λόιντ ενσάρκωσε αρχικά έναν χαρακτήρα με το όνομα Λόνσαμ Λουκ, ενώ αργότερα είδε μια βωβή ταινία, όπου ο ήρωας φοράει τα γυαλιά του μετά από μια σκηνή δράσης και αποφάσισε να υιοθετήσει το στιλ. Το όνομα του διάσημου χαρακτήρα του Λόιντ είναι «Γυαλιά» (Glasses), ενώ στο «Μωρέ, κουράγιο» το όνομά του είναι απλά «Το Αγόρι». Τα γυαλιά καθιστούν ξεχωριστό το πρόσωπο, αλλά όχι αξιοπρόσεχτο με τον τρόπο που το καθιστούν το ονειροπόλο βλέμμα του Κίτον και το μουστάκι του Τσάπλιν. Ούτε ο χαρακτήρας του Λόιντ ήταν αξιοσημείωτος – τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο του μικρού Αλήτη του Τσάπλιν, του οποίου η κάθε κίνηση εξέφραζε μια στάση απέναντι στη ζωή ή την περσόνα του Κίτον, που κυνηγούσε πάντα στόχους ύψιστης σημασίας.
Στην ταινία «Μωρέ, κουράγιο» η σκηνή με το ρολόι φαίνεται πραγματική. Κι αυτή είναι η ουσία. Μοιάζει να είναι ο ίδιος ο Λόιντ που σκαρφαλώνει στο κτίριο και κάθε πιθανή πτώση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Ο Κερ γράφει με έμφαση στο βιβλίο του: «ο δρόμος από κάτω απεικονίζεται σε κάθε πλάνο της συγκεκριμένης σκηνής».
Ήταν πράγματι ο Λόιντ; Σίγουρα δεν επρόκειτο για ειδικά εφέ, μιας και το 1923 ο κινηματογράφος δεν ήταν ακόμα ικανός να δημιουργήσει τέτοιες ψευδαισθήσεις. Η επιλογή δραματικών γωνιών λήψης κάνει το ύψος να φαίνεται υπερβολικό. Ο ίδιος ο Λόιντ ανέφερε ότι υπήρχε μια πλατφόρμα από στρώματα δυο-τρεις ορόφους κάτω απ’ αυτόν. Μετά το θάνατό του το 1971, σύμφωνα με τον κριτικό Ντένις Σβαρτς, «αποκαλύφθηκε τελικά ότι η αναρρίχηση στο 12όροφο κτίριο πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια ενός κασκαντέρ». Τι ακριβώς σημαίνει «με τη βοήθεια»;
Έχοντας δει μια κόπια 35mm σε υψηλή ανάλυση, είμαι έτοιμος να πιστέψω ότι κάποια πλάνα ντουμπλαρίστηκαν, αλλά σε άλλα ο ίδιος ο σταρ έθεσε τον εαυτό του σε θανάσιμο κίνδυνο.
Αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο για την εποχή εκείνη. Ο Μπάστερ Κίτον έκανε μόνος του όλες τις επικίνδυνες σκηνές: στεκόταν δίπλα σε ένα κτίριο τη στιγμή που κατεδαφιζόταν, έτρεχε στην κορυφή ενός τρένου και αιωρούνταν πάνω από έναν καταρράκτη. Αναμφισβήτητα, υπήρχαν στιγμές στο «Μωρέ, κουράγιο», που μία πτώση θα μπορούσε να οδηγήσει στον θάνατο του Λόιντ. Το ερώτημα είναι: Είναι κάτι τέτοιο αστείο;
Δεν έπιασα τον εαυτό μου να γελάει με την ταινία, αλλά την είδα με σαγήνη. Δεν αγαπώ τον χαρακτήρα «Γυαλιά» με την ίδια ένταση που αγαπώ τον Μπάστερ και τον μικρό Αλήτη. Κι όμως ήμουν μαζί του σε κάθε ίντσα της αναρρίχησης στο κτίριο και μοιράστηκα τη χαρά του θριάμβου στην κορυφή. Τώρα μπορούσα να καταλάβω, γιατί ο Λόιντ ξεπέρασε τον Τσάπλιν και τον Κίτον στη δεκαετία του ’20: Όχι γιατί ήταν πιο αστείος, αλλά γιατί ήταν απλά ένας θνητός σε αντίθεση με τους χαρακτήρες των άλλων δύο κωμικών, που έρχονταν από άλλη διάσταση. Ο Λόιντ ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος που αναρριχήθηκε σ’ ένα κτίριο. Ο Κίτον, καθώς στέκεται όρθιος, ενώ το κτίριο δίπλα του καταρρέει, μοιάζει με ένα όργανο της κοσμικής μοίρας. Ο Τσάπλιν είναι ένας επισκέπτης στον κόσμο μας, από το σύμπαν που δημιουργήθηκε στο μυαλό του.
Ενώ ο Τσάπλιν και ο Κίτον έμοιαζαν να πλέουν σε μια θάλασσα έμπνευσης και επινοητικότητας, «ο Λόιντ ήξερε ότι δεν γνώριζε τι έκανε και μισούσε τον εαυτό του γι’ αυτό», έγραφε ο Κερ. «Στο μεταξύ, ο Λόιντ απέκτησε εξαιρετικές ικανότητες. Δεν πήρε κάποιο χάρισμα απ’ τους θεούς». Ίσως αυτό τον καθιστά μοναδικό: ήταν αποφασισμένος να γίνει ένας μεγάλος κωμικός του βωβού κινηματογράφου και το πέτυχε με κουράγιο, θέληση και πειραματισμούς.
Κατά έναν τρόπο που τα μεταγενέστερα φιλμ δεν είναι ικανά να αναπαράγουν, οι βωβές ταινίες και ειδικά οι κωμωδίες κάτω απ’ τη μυθοπλασία φανερώνουν ένα άλλο επίπεδο που μοιάζει ντοκιμαντερίστικο. Συχνά, γυρίζονταν σε υπαρκτούς χώρους, ενώ ό,τι συμβαίνει στο φόντο ήταν συνήθως πραγματικό και απροβάριστο. Σ΄αυτό το ρεαλιστικό σύμπαν, δρα ο χαρακτήρας, ο οποίος για τους δικούς του λόγους δημιουργεί καταστάσεις εξωφρενικές.
Ο Λόιντ σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες. Δούλεψε μεθοδικά για να καθιερώσει τον χαρακτήρα του. Δεν είχε χρόνο για τον περφεξιονισμό του Τσάπλιν, αλλά ήταν καλύτερος στις επιχειρήσεις από τον ονειροπόλο Κίτον. Έκανε οικονομίες, συντήρησε τις ταινίες του, δεν τις εξέδοσε επί δεκαετίες και δεν ανησύχησε όταν η κληρονομιά του έμοιαζε να μένει πίσω απ’ αυτή των άλλων δύο μεγάλων κωμικών.
(δημοσιεύτηκε στο Chicago Sun-Times 3/7/2005. Ελληνική μετάφραση δελτίο τύπου)