του Alfred Hitchcock
σχόλιο του Μπάμπη Ακτσόγλου
Shadow of a Doubt/ Στη σκιά μιας υποψίας (ε.τ. Το χέρι που σκοτώνει, 1942) είναι μια ταινία, που ακόμα και οι άσπονδοι εχθροί του Χίτσκοκ/ Alfred Hitchcock αναγνωρίζουν ότι αποτελεί ένα μικρό αριστούργημα. Κι αυτό γιατί διακρίνεται από ένα έντονο κοινωνιολογικό κλίμα, σκιαγραφώντας τη ζωή μιας μικρής αμερικανικής επαρχιακής πόλης, που έκανε αρκετούς κριτικούς να μιλήσουν για το «πρώτο ρεαλιστικό» έργο του Χίτσκοκ.
Για να ξεφύγει από την παρακολούθηση της αστυνομίας, ο Τσάρλι (Τζόζεφ Κόττεν/ Joseph Cotten), ένας δολοφόνος ηλικιωμένων πλούσιων γυναικών, πηγαίνει στο σπίτι της αδελφής του, για μεγάλη χαρά της συνονόματης ανιψιάς του (Τερέζα Ράιτ/ Teresa Wright).Μια παράξενη σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα τους, η πρωταρχική όμως αγάπη της ανιψιάς μεταβάλλεται σ’ αποστροφή όταν αρχίζει να υποψιάζεται το παρελθόν του θείου της. ο Τσάρλι προσπαθεί να τη δολοφονήσει, σκοτώνεται όμως από ένα τραίνο σε μια τελευταία θανάσιμη πάλη μαζί της.
Όπως βλέπουμε η ταινία είναι τυπικά χιτσκοκική, με πανομοιότυπη προβληματική με δεκάδες άλλες, λιγότερο «σοβαροφανείς» ταινίες του Χίτσκοκ. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι έχουμε και πάλι μια οιδιπόδεια ιστορία, όπου η ανιψιά ερωτεύεται το θείο της. Η πρώτη της όμως αυτή γνωριμία με το πόθο, με τον Άλλο, την αναστατώνει, γεμίζοντας την ενοχές που προβάλλει πάνω στο θείο της. Μην έχοντας καμία ένδειξη, απλώς μερικές υποψίες, τον ταυτίζει με τον δολοφόνο που ψάχνει η αστυνομία (δεν έχει σημασία αν τελικά αυτό είναι αλήθεια). Όλοι οι κριτικοί τονίζουν ότι τα δύο αυτά πρόσωπα, που έχουν μάλιστα και το ίδιο όνομα, αποτελούν στην ουσία τους δύο πόλους μιας και της αυτής προσωπικότητας (ο μύθος του δισυπόστατου θα γίνεται όλο και πιο έντονο από δω και πέρα στις χιτσκοκικές μυθολογίες), που η εσωτερική πάλη τους καταλήγει στον αφανισμό του αρνητικού πόλου (η ανιψιά σκοτώνει το θείο αμυνόμενη).
Την πιο ενδιαφέρουσα όμως παρατήρηση για την ταινία, την κάνει ο Φρ. Τρυφφώ/ François Truffaut, σ’ ένα άρθρο του στα Cahiers [1].
«Είναι λογικό στο θέμα της ταυτότητας ν’ αντιστοιχεί η εμμονή ιδέα του αριθμού δύο. Κι όντως μ’ αυτόν τον τρόπο διαρθρώνεται η καταπληκτική ομοιοκαταληκτική σύνθεση αυτής της ταινίας. Έτσι έχουμε: κοινή παρουσίαση των δύο Τσάρλι (και οι δύο ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, αλλά αντίστροφα, ο θείος στο σκοτάδι, η ανιψιά στο φως) δύο σκηνές εκκλησίας, δύο σκηνές σε γκαράζ δύο επισκέψεις αστυνομικών στο σπίτι, δύο σκηνές στο τραπέζι των Νιούτον, δύο απόπειρες φόνου, δύο σκηνές σε σταθμό που πλαισιώνουν τη δράση και κύριοι, κάτι το θαυμαστό, δύο ύποπτους, ο ένας στην Ανατολή, ο άλλος στη Δύση, που θα πεθάνουν και οι δύο ακρωτηριασμένοι, κουβαλώντας μαζί τους το μυστικό τους».
Ακόμη θα πρέπει να προσθέσουμε την ταυτότητα των πράξεων και σκέψεων των δύο ηρώων (η ανιψιά πάει στο τηλεγραφείο για να φωνάξει το θείο της κι εκεί λαβαίνει το δικό του τηλεγράφημα που λέει ότι έρχεται), τον παρόμοιο τρόπο με τον οποίο καδράρονται κ.λ.π.
(απόσπασμα από το βιβλίο Άλφρεντ Χίτσκοκ, εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, 1985)
[1] Φρανσουά Τρυφφώ: Μια αρμαθιά ψεύτικα κλειδιά, Cahiers du Cinema, No 309 (1954)