Ένα κλασικό, αρχετυπικό νουάρ του Fritz Lang, που ανήκει στην αμερικάνικη περιόδο της καριέρας του.
Ο Κρίστοφερ Κρος (Edward G.Robinson) ζει υπό την τυραννική μεταχείριση της γυναίκας του, με μοναδική απόλαυση τη ζωγραφική του. Όταν γνωρίζει και ερωτεύεται τη γοητευτική Κίτι Μαρτς (Joan Bennett), παρασύρεται σε ένα τυφλό πάθος, χωρίς να βλέπει ότι η Κίτι τον εξαπατά κατάφορα και τον εκμεταλλεύεται.
Διασκευάζοντας τη γνωστή ταινία του Renoir και χρησιμοποιώντας τους ίδιους πρωταγωνιστές με τη Γυναίκα της Βιτρίνας, ο Fritz Lang με τη Σκύλα του θριαμβεύει στην απόπειρα του να δείξει ότι «ο μέσος πολίτης δεν είναι πολύ καλύτερος από τον εγκληματία».
Η κατά Lang εκδοχή παραμένει μια κατάμαυρη σπουδή πάνω στις σχέσεις εξουσίας και στο εφιαλτικό εγκλωβισμό του ανθρώπου στις ίδιες του τις πράξεις.
Ο Fritz Lang επισημαίνει: «Κατά τη γνώμη μου, η μοίρα του Robinson στην ταινία είναι η μοίρα ενός καλλιτέχνη που ενδιαφέρεται περισσότερο για τους πίνακες του παρά για το κέρδος. Σε μια σκηνή δίνει στην Joan Bennett το δικαίωμα να υπογράφει τα έργα του, και μέχρι το τέλος της ταινίας έχει καταντήσει αλήτης στους δρόμους. Κανείς δεν το θυμάται πια, ενώ βλέπουμε ότι η αξία των έργων του έχει ανέβει στα ύψη. Μια άγνωστη ιδιοφυΐα. Κοιμάται σ’ ένα παγκάκι στο Σέντραλ Παρκ…..κρυώνει. Έρχεται ένας αστυνομικός και τον κλοτσάει. Είναι γέρος, αξύριστος, το μυαλό του ακόμα τρέχει στην Joan Bennett που τη σκότωσε αλλά και την αγαπάει ακόμα και δεν μπορεί να την ξεχάσει. Περπατά στο δρόμο κι ακούμε τα παιδιά να τραγουδάνε χριστουγεννιάτικα κάλαντα……όλος ο κόσμος είναι χαρούμενος. Και τότε, στη βιτρίνα μιας γκαλερί βλέπει το τελευταίο έργο του, το πορτρέτο της και κάποιος λέει: «Είναι πολύ φτηνό: μόνο τόσες χιλιάδες δολάρια». Κι ο αλήτης που το έφτιαξε, απομακρύνεται στο δρόμο, με τη φωνή της ν’ αντηχεί στ’ αφτιά του».
Ο Jean Douchet γράφει για την ταινία: «Ούτε η φιλοκέρδεια ούτε η επιθυμία της επιτυχίας ούτε, ακόμα λιγότερο, τα υλικά αγαθά (που τα περιφρονεί) μπορούν ν’ αναγκάσουν έναν ήρωα του Lang να εκδηλώσει τη βούληση του εξουσιασμού (μ’ άλλα λόγια, να δράσει) -μόνο η αίσθηση μιας ανήκεστης απώλειας: της απώλειας ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, της αθωότητας της εμπιστοσύνης (στη δικαιοσύνη, στη φιλία, στον άλλον). Κι αυτός, από το κέρδος επιλέγει την απώλεια (τη δική του και των άλλων). Ενταγμένος καθώς είναι στη διαλεκτική του Lang, σε ένα μόνο κέρδος αποσκοπεί: στη ίδια του την απώλεια. Η επιθυμία του, η βούληση του, η σκέψη του, δεν επιδιώκουν να αντισταθμίσουν ή να πληρώσουν αυτή την απώλεια, αλλά να βυθιστούν μέσα της ψυχή τε και σώματι, αλλά και κυρίως πνεύματι. Ο ήρωας του Lang όχι μόνο δεν παρασύρεται (από τις ηδονές του τρόμου και του ρίγους) και δεν αφήνεται στη δίνη όπως οι ήρωες του Hitchcock αντιθέτως, χαράζει σταθερά την πορεία του προς την άβυσσο. Θέλει να είναι ο απόλυτος κύριος της διαδρομής του, ν’ αποφασίζει για την πορεία του. Είναι μια δύναμη που βαδίζει θριαμβευτικά προς το μηδέν».
(πηγή Fritz Lang, επιμέλεια Νίκος Σαββάτης, έκδοση Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης- Καστανιώτη, 2003)