(Στο δυτικό μέτωπο)
του Georg Wilhelm Pabst
Ταινία αρχέτυπο για το είδος της, το Westfront 1918 είναι μια τοιχογραφία του πεδίου μάχης, μια απεικόνιση των πιέσεων, ανακλάσεων και των επιδράσεων του –ψυχολογικών, συναισθηματικών και άλλων- στους στρατιώτες.
Η αφήγηση της ταινίας διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πόλεμου -του «Μεγάλου Πολέμου» με θύματα 11 εκατομμύρια νεκρούς και 20 εκατομμύρια τραυματίες- στο δυτικό, για τους γερμανούς, μέτωπο. Χωρισμένη σε τρία ευδιάκριτα μέρη, παρακολουθεί ένα λόχο γερμανών στρατιωτών, καθώς είναι καθηλωμένοι σ’ ένα πόλεμο χαρακωμάτων με τους γάλλους. Δύο είναι τα βασικά πρόσωπα σ’ αυτήν την ταινία τοιχογραφία χαρακτήρων. Ο πρώτος είναι ένας νεαρός στρατιώτης, ο «σπουδαστής»: η αφήγηση, στο πρώτο μέρος της, παρακολουθεί την ερωτική του περιπέτεια με μια γαλλίδα σερβιτόρα, τις αγωνίες και τις ελπίδες του έρωτα, με φόντο πάντα τις πολεμικές δραστηριότητες. Ο δεύτερος είναι ένας μεγαλύτερης ηλικίας και παντρεμένος σύντροφός του: η αφήγηση, στο δεύτερος μέρος της, τον παρακολουθεί στην επίσκεψη του στο σπίτι του, κατά τη διάρκεια της σύντομης άδειας του: την οδυνηρή ανακάλυψη για την απιστία της γυναίκας του και τα παρεπόμενα της. Το τρίτο μέρος της ταινίας, που συνιστά και το αποκορύφωμα της δραματικής πλοκής, είναι η μάχη που διεξάγεται ανάμεσα σε γερμανούς και γάλλους και η κατάληξή της.
Υπόδειγμα ενός ασυμβίβαστου ρεαλισμού στο ύφος - πραγματικό επίτευγμα για την εποχή της, 1930, μόλις δύο χρόνια μετά την έναρξη του ομιλούντος-, η σκηνοθεσία δεν προβαίνει σε κανενός είδους συνδιαλλαγή: καμία ωραιοποίηση, καμία ηρωοποίηση. Ότι βλέπουμε είναι ένα πανόραμα του πεδιού μάχης σ’ όλη του την έκταση –από τη γραμμή του πυρός, στο κέντρο διοίκησης, την επιμελητεία στα μετόπισθεν και από κει στα χειρουργεία εκστρατείας-, η τρομακτική εμπειρία της μάχης, ο πόλεμος όπως πραγματικά είναι: άσχημος, βρώμικος και αποτρόπαιος. [Και γι’ αυτόν τον λόγο η ταινία είναι το πρότυπο με το οποίο πρέπει να συγκριθούν κάθε μεταγενέστερή της ταινία: όπως το Saving Private Ryan (Steven Spielberg, 1998) ή The Big Red One (Samuel Fuller, 1980).]
Κοντινά πλάνα, τράβελιγκ μέσα στα χαρακώματα, μάχες σώμα με σώμα, ο κρότος των οβίδων που διαρκώς πέφτουν, το κινηματογραφικό κάδρο γεμάτο από πρόσωπα και σώματα – εδώ είναι μια ζωή στα άκρα. Και από την άλλη, το σύντομο διάλειμμα στα μετόπισθεν, η πραγματική ζωή, δύσκολη και απρόβλεπτη, με τις περιπλοκές της: καμμία ανακούφιση, καμμία αναψυχή. Αυτή η κίνηση, ανάμεσα στους δύο κόσμους, μοιάζει να περικλείει τα πρόσωπα μέσα σ’ ένα κλοιό από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή.
Στην τρίπρακτη δραματική δομή της ταινίας, το κέντρο βάρους, στα δυο πρώτα μέρη δίνεται, όχι στην ιδιαιτερότητα της μάχης (σ' αυτήν εστίαζει το τρίτο μέρος), αλλά στην προσωπική ζωή και τις συναισθηματικές σχέσεις των δύο κεντρικών χαρακτήρων -κάτι που δημιουργεί τις απαραίτητες συναισθηματικές ταυτίσεις για τους θεατές. Η δυσοίωνη κατάληξη που έχουν και τα δύο μέρη, προαναγγέλλει το τραγικό τέλος της ταινίας: τη σφαγή στο πεδίο της μάχής.
Βαθύτητα πεσιμιστική στην τελική της εικόνα, η ταινία περιγράφει τη ζωή -εμπόλεμη ή όχι- για τους ήρωες της ως μια αληθινή κόλαση: μόνες στιγμές ευτυχίας και ανακούφισης στον παρόντα κόσμο, οι στιγμές της συντροφικότητας ανάμεσα στους στρατιώτες.
Και η στιγμή του θανάτου, όταν το τέλος φθάσει…
Δημήτρης Μπάμπας