(Η έβδομη σφραγίδα)
του Ingmar Bergman
Ο ιππότης Μπλοκ με τον υπηρέτη του Γιενς, επιστρέφουν από τις σταυροφορίες σε μια Σουηδία αφανισμένη από την πανούκλα. Στο δρόμο προς το κάστρο, σε μια έρημη ακτή, συναντούν το Θάνατο. Ο ιππότης για να κερδίσει χρόνο, μήπως και μπορέσει να βρει απαντήσεις στις υπαρξιακές αγωνίες και τα μεταφυσικά προβλήματα που τον ταλανίζουν, τού προτείνει να παίξουν μια παρτίδα σκάκι και όταν τελειώσει, αυτή να είναι και η τελευταία του προθεσμία.Ο ιππότης αναρωτιέται διαρκώς γύρω από την ύπαρξη ή όχι του θεού και το νόημα της ζωής, ενώ αντίθετα ο ιπποκόμος του αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με κυνισμό και ρεαλισμό, αμφισβητώντας την θρησκευτική πίστη. Δίπλα σ’ αυτούς τους κεντρικούς ήρωες, κινείται μια κουστωδία προσώπων, μια πινακοθήκη χαρακτήρων: ένας σιδεράς, η γυναίκα του, μια «μάγισσα», ο θεολόγος Ραβάλ και μια ομάδα σαλτιμπάγκων, με επικεφαλής τον Γιόνας, τον Γιοφ τον γελωτοποιό, την γυναίκα του Μία και το μικρό τους παιδί, ενώ ο Θάνατος, μοναχικός και αμείλικτος, τους περιτριγυρίζει και τους παρακολουθεί, συνεχίζοντας και την θανατηφόρα παρτίδα σκάκι με τον ιππότη. Όταν φτάνουν στο κάστρο, η πυργοδέσποινα Κάριν τους υποδέχεται και τους προσκαλεί για φαγητό. Κάποια στιγμή, ο Θάνατος κτυπά την πόρτα και τους παρασέρνει όλους σ’ έναν μακάβριο χορό. Οι μόνοι που σώζονται είναι το ζευγάρι των γελωτοποιών και το παιδί τους.
Η Έβδομη σφραγίδα (ο τίτλος αναφέρεται στις επτά σφραγίδες με τις οποίες είναι δεμένο το βιβλίο του Θεού και μόνον με το σπάσιμο της έβδομης, θα αποκαλυφθεί το μυστικό της ζωής), είναι μια από τις κορυφαίες ταινίες του σουηδού δημιουργού και έχει σαν θέμα την αναζήτηση του Θεού (leit-motiv του έργου του), σε μια ζωή η μόνη βεβαιότητα της οποίας είναι ο θάνατος. Ο ιππότης βασανίζεται από τα αναπάντητα οντολογικά ερωτήματα γύρω από το νόημα της ύπαρξης και της ζωής, καθώς θέλει να προσεγγίσει τον θεό μέσα από την γνώση και όχι μέσω της πίστης: «Γιατί να είναι αδύνατο να τον συλλάβει κανείς με τις αισθήσεις; Γιατί να κρύβεται μέσα σε μια ομίχλη από μισόλογα, υποσχέσεις και αόρατα θαύματα; Θέλω να απλώσει το χέρι του, να μου μιλήσει και να μου αποκαλυφθεί», σε αντίθεση με τον πραγματιστή ιπποκόμο που θεωρεί τις μεταφυσικές αγωνίες του αφέντη του ανόητες χίμαιρες. Αυτός βέβαια που αποκαλύπτεται δεν είναι παρά ο θάνατος, ανέκφραστος, μοναχικός, αμίλητος και αδυσώπητος, έξοχα ερμηνευμένος από τον Άντερς Εκ. Η πιο διάσημη παρτίδα σκάκι στην ιστορία του σινεμά, δεν είναι παρά μια κλεψύδρα που μετρά το χρόνο που απομένει, καθώς στο τέλος, όλοι μαζί, θα σύρουν τον χορό προς την χώρα του σκότους, στην κλασική σεκάνς ανθολογίας (μια από τις διασημότερες του μπεργκμανικού έργου), με την οποία κλείνει η ταινία. Όλοι εκτός... από την οικογένεια των πλανόδιων τσιρκολάνων, μόνιμων θαμώνων των ταινιών του, απέναντι στους οποίους ο Μπέργκμαν έδειξε πάντα μια αμέριστη συμπάθεια και συμπαράσταση, γιατί τελικά η οραματική φαντασία, η τέχνη των πληβείων και των λαϊκών (οι μόνοι γνήσιοι καλλιτέχνες), είναι και οι μόνοι που γλιτώνουν από το δρεπάνι του χάρου, καθώς είναι και οι μόνοι που τιμούν και υμνούν το θαύμα της ζωής. Η εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, στην οποία η ταινία οφείλει πολλά, είναι του σπουδαίου Γκούναρ Φίσερ (μόνιμου συνεργάτη του Μπέργκμαν στο πρώτο μισό της καριέρας του - στο άλλο μισό παίρνει την σκυτάλη ο επίσης σπουδαίος Σβεν Νίκβιστ), ενώ στο κεντρικό δίδυμο δεσπόζουν ο θαυμάσιος Μαξ Φον Σίντοφ (στην πρώτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη) και ο Γκούναρ Μπιόρνστραντ, κορυφαίος όλων των αντρών ηθοποιών με τους οποίους συνεργάστηκε ο σουηδός δημιουργός, ο οποίος υπήρξε ως γνωστόν, κυρίως σκηνοθέτης γυναικών.
Στην ταινία απονεμήθηκε το Ειδικό βραβείο Κριτικής Επιτροπής Φεστιβάλ Καννών 1957.
(δ.τ.)