(Η νύχτα των σαλτιμπάγκων)
του Ingmar Bergman
Σουηδία 1900. Το μικρό και ξεπεσμένο τσίρκο Αλμπέρτι περιοδεύει, δίνοντας παραστάσεις σε κωμοπόλεις και χωριά που συναντά τυχαία στο δρόμο του. Καθώς ταξιδεύουν μέσα στην ομίχλη της αυγής, ο αμαξάς Γιενς διηγείται στον Αλμπέρτι την ιστορία του κλόουν Φροστ που τον γελοιοποίησε η γυναίκα του Άλμα, κάνοντας μπάνιο γυμνή μπροστά σε στρατιώτες που είχαν βγει για άσκηση. Το τσίρκο κάνει μια στάση στη μικρή πόλη όπου τρία χρόνια πριν, ο Αλμπέρτι εγκατέλειψε την γυναίκα του Άγκντα και τα δυο παιδιά του. Ο Αλμπέρτι και η τωρινή νεαρή σύντροφός του Άννα, πηγαίνουν να ζητήσουν μερικά κοστούμια από τον Σίμπεργκ, τον διευθυντή του τοπικού θεάτρου, εισπράττοντας την άρνηση και τον χλευασμό του. Η άθλια διαφημιστική παρέλαση του τσίρκου μέσα στους δρόμους της πόλης, διακόπτεται από την αστυνομία, η οποία και κατάσχει τα άλογα. Ο Αλμπέρτι, αψηφώντας την ζηλοτυπία της Άννας, πηγαίνει να βρει την γυναίκα του για να την πείσει να τα ξαναβρούν και η Άννα τον εκδικείται απατώντας τον με τον ηθοποιό του θεάτρου, Φραντς. Πληγωμένος από την απιστία, ο Αλμπέρτι προκαλεί τον Φραντς και η αναμέτρησή τους στο τέλος της παράστασης, στην πίστα του τσίρκου, καταλήγει σε μια ταπεινωτική και εξευτελιστική ήττα για τον Αλμπέρτι, ο οποίος κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας μέσα στην απελπισία και την απόγνωσή του. Το επόμενο πρωινό το καραβάνι ξαναπαίρνει τον δρόμο του...
Η δωδέκατη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του Μπέργκμαν, είναι και το εισαγωγικό έργο στον πιο μεστό κύκλο της κινηματογραφικής διαδρομής του και αφορά σε ένα από τα πιο κεντρικά θέματα της προβληματικής του: αυτό της ταπείνωσης και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Λέει ο ίδιος: «Ένα από τα εντονότερα συναισθήματα των παιδικών μου χρόνων είναι αυτό της ταπείνωσης, να με έχουν χτυπήσει με λέξεις, πράξεις ή καταστάσεις. Βασικό συστατικό της εκπαίδευσης είναι το στοιχείο της ταπείνωσης...». Επιλέγοντας ως χώρο δράσης τον εξαιρετικά οικείο για αυτόν χώρο του θεάματος και πιο συγκεκριμένα των αγαπημένων του τσιρκολάνων, δεν αντιπαραθέτει μονάχα δύο μορφές τέχνης - το περιπλανώμενο πλανόδιο τσίρκο από την μια και το επίσημο και σοβαρό θέατρο από την άλλη -, αλλά δύο κοσμοθεωρίες, δύο τρόπους να ζει κανείς την ζωή του. Από τη μια μεριά, λοιπόν, το φθηνό λαϊκό θέαμα του τσίρκου, εξαθλιωμένο οικονομικά, εξαχρειωμένο ηθικά, αλλά την ίδια στιγμή πολύ πιο ζωντανό, αισθησιακό, γεμάτο πάθη και ερωτισμό από το ευνουχισμένο αντι-ερωτικό, κομφορμιστικό αστικό θέατρο. Η γέφυρα που ενώνει πρόσκαιρα αυτούς τους δύο κόσμους είναι φτιαγμένη από τα υλικά της προδοσίας, της ζήλιας, της μισαλλοδοξίας, των κατά συνθήκη ψευδών, της απιστίας, του άναρχου πόθου, της ερωτικής αντιζηλίας και αντεκδίκησης, του αστικού χλευασμού... Το πρόσωπο της αγάπης είναι το σεξουαλικό ένστικτο και το κυρίαρχο συναίσθημα αυτό της ταπείνωσης. Η ιστορία του εξευτελισμού του κλόουν από την ίδια του την γυναίκα στην αρχή της ταινίας, κινηματογραφημένη με τη τεχνική του βωβού - σε έξοχο ασπρόμαυρο κοντράστ - προσδίδει στη σεκάνς (ανθολογίας) μια διάσταση ονειρικού εφιάλτη. Τελικά, η αστική υποκρισία θα επικρατήσει, η σαθρή γέφυρα θα γκρεμιστεί, το τσίρκο θα εκδιωχθεί, αλλά θα είναι οι τσιρκολάνοι αυτοί που θα συνεχίσουν να περιπλανώνται με το κάρο τους στον κόσμο και να γεύονται τις μεγάλες πίκρες και τις μικρές χαρές της ζωής, ενώ οι καθώς πρέπει καλοβαλμένοι αστοί θα γίνουν κάδρα κρεμασμένα σε έρημα και ερειπωμένα σπίτια.
(δ.τ.)