του Vittorio De Sica
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Και ζήσανε αυτοί καλά;
Ο ήρωας έχει μόλις βγει από το ορφανοτροφείο, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Αντιμέτωπος, για πρώτη φορά, με τον έξω κόσμο και τον κόσμο των ενηλίκων, ο ήρωας αρχίζει να χαιρετά τους περαστικούς. "Καλημέρα" είναι η ευχή που χαμογελαστός απευθύνει προς τους βιαστικούς διαβάτες. Η έκπληξη και η αμηχανία ζωγραφίζεται στα πρόσωπα των περαστικών -με αποκορύφωμα έναν μάλλον προσβεβλημένο και σίγουρα ενοχλημένο καλοντυμένο κύριο, ο οποίος γεμάτος επιθετικότητα ζητά το λόγο από τον ήρωα. Καθώς η σκηνή διαδραματίζεται σε μία αχανή πλατεία του Μιλάνου, η ευχή, που ο ήρωας απευθύνει ηχεί στα αυτιά ενός θεατή -που έχει ήδη την εμπειρία των προηγούμενων ταινιών του Vittorio De Sica, Sciuscià (1946) και Ladri di Biciclette (1948)- ως ειρωνική και σαρκαστική. Μ' ένα ανάλογο τρόπο, η αμήχανη αντίδραση των περαστικών απέναντι σ' αυτήν την ευχή μοιάζει πλήρως αιτιολογημένη: ενταγμένοι στο αστικό τοπίο οι περαστικοί δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τη σκοπιμότητα (και εν τέλει την αποτελεσματικότητα) μιας τέτοιας ευχής. Ωστόσο για τον ήρωα, η ευχή είναι ειλικρινής και από καρδίας. Φορέας ενός άλλου από το αστικό ήθος, ο νεαρός ήρωας εκφράζει, μέσα απ' αυτήν τη σκηνή, αξίες και τρόπους ζωής, που ο αστικός πολιτισμός έχει συντρίψει -υπενθυμίζει με έμφαση το ήθος μιας άλλης εποχής.
Σ' αυτήν την ταινία η "καλημέρα" δεν συνιστά μόνο έκφραση μίας προσωπικής επιθυμίας στη δραματική πλοκή: αποτελεί ταυτόχρονα και το αίτημα ζωής όλων αυτών που ενοικούν στον καταυλισμό των απόκληρων -είναι τελικά λιγότερο ευχή και περισσότερο κοινωνικό αίτημα (1). Λόγω των προηγουμένων θα μπορούσε κάποιος με ασφάλεια να υποθέσει ότι η λέξη αυτή είναι επίσης και η απάντηση του σκηνοθέτη και στα αιτήματα προσώπων που βρέθηκαν στο κέντρο των προηγουμένων ταινιών του: του Πασκουάλε και του Γκιουζέπε στην ταινία Sciuscià και του Αντόνιο Ρίτσι στην ταινία Ladri di Biciclette. Επόμενη αυτών των ταινιών, η ταινία Miracolo a Milano, μοιάζει ως μια επαναδιαπραγμάτευση θεμάτων που ο σκηνοθέτης, αλλά και ο σεναριογράφος Cesare Zavattini, είχαν προσεγγίσει στο παρελθόν -πιο συγκεκριμένα στις ταινίες Sciuscià και Ladri di Biciclette. Αυτή τη φορά όμως ο Vittorio De Sica αντιλαμβάνεται τον αστικό χώρο, όχι ως τον καθοριστικό παράγοντα για μια τραγωδία, αλλά αντίθετα ως το εύφορο έδαφος όπου μια παραμυθία για τη ζωή στην πόλη μπορεί να ανθίσει -ως τόπο όπου αφηγήσεις παραμυθιών παλαιών, αλλά όχι ξεχασμένων, μπορούν να φιλοξενηθούν.
Ένα παραμύθι;
Καθώς οι προθέσεις και το ύφος του σκηνοθέτη δηλώνονται με σαφήνεια από την αρχή -"Μια φορά και έναν καιρό" είναι η φράση που ξεκινά την αφήγηση- είναι οι αναλογίες που μπορεί να αναζητήσει (και να βρει) ο θεατής με τις ιστορίες και τα παραμύθια περασμένων ιστορικών εποχών και παρελθουσών κοινωνιών. Η γέννηση του ήρωα, το κοινωνικό πλαίσιο του μύθου, το "παράξενο" και ιδιόμορφο (σύμφωνα πάντα με τα ειωθότα της πόλης) του χαρακτήρα του ήρωα - δηλαδή η "καλημέρα" του -, η αδυναμία του να εγκλιματιστεί στο αστικό περιβάλλον, η αναζήτηση και η κατάκτηση ενός άλλου τόπου, η αντίσταση στην απόπειρα κατάληψης του καταυλισμού που ο ήρωας συγκροτεί, η ανάληψη της κοινότητας των απόκληρων στους ουρανούς: όλα τα προηγούμενα καθώς και η δραματική πλοκή, η σχεδίαση των χαρακτήρων, οι αφηγηματικοί τρόποι ακολουθούν δρόμους που τα παραμύθια του 19ου αιώνα άνοιξαν. Αντανάκλαση ενός ταραχώδους κοινωνικού πεδίου -αυτό της Ιταλίας μετά τον πόλεμο-, το παραμύθι αυτό ενσωματώνει δύο θεματικές που ήταν κεντρικές στη δραματική πλοκή των προηγουμένων ταινιών του σκηνοθέτη. Είναι, λοιπόν, η απλοϊκότητα της φόρμας του παραμυθιού που επιτρέπει την επαναπροσέγγιση, αυτή τη φορά από διαφορετική οπτική γωνία, προηγουμένων τόπων που ο σκηνοθέτης επισκέφθηκε.
Από την ταινία Sciuscià ο σκηνοθέτης αντλεί το στοιχείο του εγκλεισμού των προσώπων σ' ένα χώρο, τη διαβίωση μίας κοινότητας ατόμων σ' ένα τόπο ο οποίος δυνητικά είναι φυλακή (αν και στην ταινία αυτή δεν παρουσιάζεται έτσι). Η μικροκοινωνία της φυλακής, στην οποία οι δύο ήρωες της ταινίας Sciuscià έχουν εγκλειστεί και ο καταυλισμός των περιθωριακών συνιστούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: στην πρώτη περίπτωση αυτή η μικροκοινωνία γίνεται το σκηνικό μίας τραγωδίας, ενώ, αντίθετα, στη δεύτερη είναι τόπος παραμυθίας για τους απελπισμένους της ζωής. Η μετατόπιση αυτή και η αλλαγή της οπτικής -η οποία είναι αναγκαία για να συγκροτηθεί η αφήγηση του παραμυθιού- γίνεται δυνατή μόνο χάρις στις δράσεις που ο ήρωας της ταινίας αναπτύσσει. Αν ο εγκλεισμός σ' ένα περιορισμένο χώρο είχε ως συνέπεια τη διάρρηξη των δεσμών αλληλεγγύης και φιλίας ανάμεσα στους δύο ήρωες, και στο τέλος οδηγούσε την τραγωδία στην κορύφωση (Sciuscià), εδώ είναι η χαρισματική παρουσία του ήρωα που του επιτρέπει να συγκροτήσει μία κοινότητα προσώπων -να οικοδομήσει ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης. Από την αρχική σκηνή όπου οι ένοικοι του καταυλισμού διαγκωνίζονται για μια, στην κυριολεξία, "θέση στον ήλιο", στις σκηνές οργάνωσης του καταυλισμού και απ' εκεί στο λαϊκό πανηγύρι: είναι η παρουσία του ήρωα που αναδύεται. Λιγότερο ένα δραματικό πρόσωπο και περισσότερο ενσάρκωση των μύχιων πόθων και επιθυμιών της κοινότητας, ο ήρωας είναι ένα πρόσωπο καταλύτης (2). Οργανώνοντας το χώρο του καταυλισμού και συνδιαλλεγόμενος με τα πρόσωπα που κατοικούν σ' αυτόν, ο ήρωας περνά μέσα από μία στάση συμ-πάθειας (3) στην δημιουργία δεσμών αλληλεγγύης και ενότητας. Μοιάζει να απαντά η στάση αυτή του ήρωα στη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, που η ταινία Ladri di Biciclette υπαινισσόταν (4) ή στην κατάλυση των δεσμών φιλίας που ένωναν τους δύο ήρωες στη ταινία Sciuscià: εδώ οι εντάσεις και οι δυναμικές του περιορισμού σ' ένα χώρο μπορούν να μετασχηματισθούν σ' ένα κοινό ύφος ζωής και εντέλει σε μια εναλλακτική κοινότητα προσώπων.
Μια ανάλογη σχέση μπορούμε να αναγνωρίσουμε και με την ταινία Ladri di Biciclette: εδώ ο κοινός τόπος είναι το στοιχείο της υφαρπαγής ενός πόρου ζωής από τους κεντρικούς χαρακτήρες. Οργανώνοντας τη δραματική πλοκή γύρω από την κλοπή του ποδηλάτου, η σκηνοθεσία στην ταινία Ladri di Biciclette υπογράμμιζε, μ' έναν δραματικό τρόπο, τις κοινωνικές συνθήκες. Κατά αναλογία αντιμετωπίζεται και η στέγη που προσφέρεται από τον ήρωα στους κάτοικους του καταυλισμού. Αν το ποδήλατο αποτελούσε το μέσο για να ζήσει ο ήρωας, εδώ η κατοχή της γης, η κατοικία, συνιστά έναν ζωτικό πόρο για τους άστεγους και απόκληρους (5). Εξόριστοι από την ευδαιμονία του αστικού τοπίου οι ήρωες αναζητούν ένα τόπο για να ζήσουν, ένα χώρο για να στεγάσουν την "ταλαιπωρημένη" από την κοινωνική αναλγησία, ύπαρξή τους. Αν όμως στην ταινία Ladri di Biciclette ο κλέφτης ήταν χωρίς πρόσωπο, ένας ακόμα άπελπις του αστικού τοπίου, εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά: ο "κλέφτης" έχει πρόσωπο και όνομα. Έτσι η απόπειρα υφαρπαγής του χώρου, από τον επιχειρηματία Mobbi (6), συνιστά για την δραματική πλοκή, μια πράξη ανάλογης σημασίας, αλλά διαφορετικής τάξης, με την κλοπή του ποδηλάτου του ήρωα στην ταινία Ladri di Biciclette: υπενθυμίζει τις κοινωνικές συνθήκες -διαταράσσει το κλίμα παραμυθίας -εισάγει μια δραματική διάσταση στο μύθο. Παράλληλα όμως προσφέρει την ευκαιρία για εισαχθεί στην ταινία το στοιχείο του μαγικού και υπερφυσικού.
Η καλή νεράιδα
Αν και η αφήγηση εξακολουθεί να κινείται στους δρόμους ενός παραμυθιού, δεν είναι χωρίς σημασία ότι για πρώτη φορά στη σκηνή της πολιορκίας του καταυλισμού στοιχεία μη -ρεαλιστικά και υπερβατικά εισάγονται. Η παρουσία της "καλής νεράιδας" και η ύπαρξη του περιστεριού, η επίκληση δηλαδή ενός "από μηχανής θεού", είναι αναγκαία σ' αυτήν την καμπή της αφήγησης. Καθώς εδώ οι ήρωες δεν πρόκειται να βρεθούν σε αδιέξοδα -αφού όλα είναι ένα παραμύθι-, δεν αρκεί η καλή θέληση του κεντρικού χαρακτήρα, ούτε η οργανωμένη δράση των κατοίκων του καταυλισμού. Είναι η παρουσία της Θείας Χάρης που θα προσφέρει την τελική λύση. Μπορεί η απώλεια του καταυλισμού και η τελική διάλυση να είναι αναπόφευκτη, όμως είναι οι ουρανοί που τους ανήκουν. Εκεί θα βρουν καταφύγιο οι απέλπιδες και ανέστιοι, εκεί θα αναζητήσουν την παραμυθία.
Ωστόσο μια εκ των υστέρων -και ίσως "κυνική" και απομυθοποιητική- ανάγνωση του τέλους της ταινίας δεν μπορεί να αποφύγει παρά να αναδείξει τη σκοτεινή διάσταση που κρύβεται πίσω από τη σκηνή της ανάληψης στους ουρανούς. Αυτή η εκδήλωση πίστης, στο θαυματουργό και μαγικό από τον σκηνοθέτη, δεν είναι παρά έκφραση μίας βαθιάς απελπισίας: η πίστη ότι μόνο μέσω του υπερφυσικού μπορεί να ελεγχθεί η πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο από μια ομολογία τραγωδίας. Για τον Vittorio De Sica φαίνεται ότι οι απόκληροι, οι ανέστιοι και οι απέλπιδες του άστεως δεν έχουν τόπο να σταθούν. Μ' ανάλογο τρόπο, όπως ο Αντόνιο Ρίτσι στην ταινία Ladri di Biciclette και οι δύο φίλοι, ο Πασκουάλε και ο Γκιουζέπε, στην ταινία Sciuscià, έτσι και εδώ η θριαμβευτική είσοδος των εξόριστων και απελπισμένων στην πόλη είναι και η έξοδος τους από τη ζωή. Στην επωδό αυτού του παραμυθιού "και ζήσανε αυτοί καλά" το ερωτηματικό είναι αναγκαίο και απαραίτητο. Για τον Vittorio De Sica "καλημέρα" για αυτά τα πρόσωπα δεν υπάρχει στον παρόντα κόσμο.
Υ.Γ. Αξίζει η ταινία ενός ιδιαίτερου σχολιασμού, ακριβώς λόγω της χρήσης των υπερφυσικών και μαγικών στοιχείων (νεράιδα, περιστέρι, θαύματα).
Η ένταξη και τελικά ενσωμάτωση αυτών των στοιχείων μέσα στο ρεαλιστικό πλαίσιο του μύθου, ο τρόπος που τελείται η νομιμοποίηση τους, η απουσία οποιουδήποτε υπαινιγμού ή νύξης σχετικά με τη μη -ρεαλιστική φύση αυτών των στοιχείων, αλλά και η ανυπαρξία κάποιου είδους αντίθεσης ανάμεσα στον αληθινό κόσμο και φανταστικό κόσμο: όλα αυτά δημιουργούν ένα ύφος συγγενές του μαγικού ρεαλισμού.
Δημήτρης Μπάμπας
Σημειώσεις
1 Οι τίτλοι του τέλους υπενθυμίζουν το ανεκπλήρωτο (;) αυτό αίτημα στον παρόντα κόσμο: "Προς ένα βασίλειο όπου η καλημέρα θα σημαίνει αληθινά καλημέρα".
2 Καθώς στο κεντρικό πρόσωπο δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποια από τα χαρακτηριστικά των κεντρικών χαρακτήρων προηγούμενων ταινιών (π.χ. τις ψυχολογικές μεταπτώσεις ή τις εσωτερικές συγκρούσεις) το ενδιαφέρον γρήγορα στρέφεται στο σύνολο των προσώπων που απαρτίζουν την κοινότητα: αυτοί είναι ο πραγματικός κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας.
3 Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου ο κεντρικός χαρακτήρας ενσωματώνει, στην κυριολεξία, τις δυσμορφίες και τις σωματικές μειονεξίες των κατοίκων του καταυλισμού.
4 Στην ταινία Ladri di Biciclette υπονοείται ότι ο κλέφτης του ποδηλάτου δεν είναι ίσως παρά ένας φτωχός, όπως και ο ήρωας.
5 Οι στίχοι του τραγουδιού που εν χορώ τραγουδούν οι κάτοικοι του καταυλισμού, στην σκηνή του πανηγυριού, αποδίδουν με ακρίβεια την συλλογική επιθυμία:
"Μια καλύβα μας φθάνει για να ζήσουμε,
Λίγη γη για να ζήσουμε και να πεθάνουμε.
Με παπούτσια, κάλτσες και λίγο ψωμί,
Μπορούμε να πιστέψουμε στο αύριο" .
6 Αυθόρμητη είναι σύνδεση του ονόματος του επιχειρηματία με τη γνωστή εταιρεία πετρελαιοειδών .
Θαύμα Στο Μιλάνο (Miracolo a Milano) 1951
Σκηνοθεσία: Vittorio De Sica
Σενάριο: Suso Cecchi D'Amico, Mario Chiari, Adolfo Franci, Cesare Zavattini
Φωτογραφία: Aldo Graziati
Μουσική: Alessandro Cicognini
Ηθοποιοί: Emma Gramatica, Francesco Golisano, Paola Stoppa, Brunella Bovo, Anna Carena, Guglielmo Barnabo
Διάρκεια: 95
Υπόθεση: Ο Toto, ένας νεαρός, μόλις έχει βγει από το ορφανοτροφείο. Ύστερα από μια περιπλάνηση στην πόλη, καταλήγει σ' ένα καταυλισμό αστέγων στις παρυφές της. Εκεί συμμετέχει ενεργά στην οργάνωση του καταυλισμού και γρήγορα γίνεται η "ψυχή" του, οργανώνοντάς τον σ' ένα κανονικό συνοικισμό. Όμως η ιδιοκτησία του χώρου στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο καταυλισμός ανήκει σ' ένα μεγαλοεπιχειρηματία. Όταν ανακαλύπτεται πετρέλαιο στον καταυλισμό, επιχειρεί με βίαιο τρόπο να διεκδικήσει την ιδιοκτησία του και να εκδιώξει τους άστεγους…