του Jean Renoir
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
-Η Σκύλα/ La Chienne (1931) ήταν μια ταινία που σήμαινε πολλά για σας;
-Ήθελα να κάνω αυτή την ταινία για τους ίδιους λόγους που με ώθησαν να κάνω και πολλές άλλες ταινίες. Ήταν εξαιτίας του θαυμασμού μου για τον Μισέλ Σιμόν/ Michel Simon. Πίστευα ότι θα φανταστικός στο ρόλο του Λεγκράν. Ξαναείδα την ταινία αρκετά πρόσφατα. Έχει μια κόπια της σε 16 χιλιοστά, που την έχω δώσει σε κάποιους φίλους.
-Αυτή η ταινία αντιπροσώπευε μια στροφή για σας;
Και ναι και όχι. Στην πραγματικότητα, ονειρευόμουν από καιρό μια τέτοια ιστορία. Δεν είχα καταφέρει να τη βάλω στην οθόνη, αλλά, τελικά, είμαι σίγουρος ότι ακόμα και στη Νανά/ Nana (1926) υπάρχουν πράγματα που προετοιμάζουν τη Σκύλα. Έχουμε, έτσι κάποιες παλιές αγάπες, κρυφούς έρωτες για κάποιες μορφές έκφρασης, ή ακόμα και για κάποιες σωματικές μορφές.
Τον Μισέλ Σιμόν ονειρευόμουν να τον δω στην οθόνη να παίρνει ορισμένες εκφράσεις, να έχει το στόμα σφιγμένο μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ονειρευόμουν να τον δω μ’ αυτό το είδος μάσκας που είναι εξίσου συναρπαστική όπως μια μάσκα αρχαίας τραγωδίας. Και κατάφερα να πραγματοποιήσω το όνειρο μου.
(…)
Για να επανέλθουμε στη Σκύλα, αυτό που συμβαίνει με τους μεγάλους ηθοποιούς και κατά συνέπεια και με τον Μισέλ Σιμόν, είναι ότι αυτοί οι μεγάλοι ηθοποιοί μας αποκαλύπτουν, φέρνουν στο φως κάποια όνειρα που είχαμε, και που δεν τους είχαμε δώσει μορφή.
Τελικά, είναι το προαιώνιο μυστήριο της δημιουργίας. Έρχεται μια στιγμή όπου δεν κρατάμε πια στα χέρια μας τη δημιουργία, μας διαφεύγει, κι ο μεγάλος ηθοποιός είναι μεγάλος στο βαθμό που μας διαφεύγει και που, μολονότι μας διαφεύγει, εκφράζει παρ’ όλ’ αυτά το αρχικό μας όνειρο, και μας κάνει να το ανακαλύπτουμε.
Αυτός είναι ο λόγος που είμαι τόσο επιφυλακτικός απέναντι στα πολύ αυστηρά δομημένα σενάρια γιατί μου φαίνεται ότι κινδυνεύουν να εμποδίσουν να πραγματοποιηθεί το μέρος εκείνο του ονείρου που ξεπερνάει το συνειδητό μας. Κι όπως και να το κάνουμε, αυτό το ασυνείδητο μέρος είναι που φέρνει την έκπληξη και τη διασκέδαση στο επάγγελμα μας. Αντίθετα, συχνά, αφήνουμε να μας παρασύρει ένας θαυμασμός για κάποιες εκφράσεις που δεν τον αξίζουν πραγματικά. Δεν αναφέρομαι στο Μισέλ Σιμόν. Αναφέρομαι σε λιγότερο σημαντικούς, λιγότερους ασυνήθιστους ηθοποιούς. Συχνά παρασύρθηκα σε λύσεις που δεν ήταν καλές, εξαιτίας ενός παροδικού και απατηλού θαυμασμού.
(αποσπάσματα από συνέντευξη του Jean Renoir στους François Truffaut, Jacques Rivette, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cahiers du Cinéma. Μετάφραση Μαρία Μπαλάσκα από την έκδοση Η πολιτική των δημιουργών, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1989)