(Ο κύριος Γουέστ στη χώρα των μπολσεβίκων)
του Lev Kuleshov
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Να πραγματοιήσουμε στην οθόνη αυτά που έγραψε ο Ασέγιεφ ήταν εντελώς αδύνατον. Τόσο πολύ δεν γνώριζε ο συγγραφέας τις τεχνικές δυνατότητες του κινηματογράφου εκείνης της εποχής και τόσο θεωρούσε την τέχνη μας ως απεικονιστική – αφισιακή (...) Δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε το σενάριο του Ασέγιεφ και ήταν αδύνατο να μας δοθεί νέα πρόταση. Να αποδείξουμε, τόσο στον Ασέγιεφ, όσο και στους τότε καθοδηγητές της παραγωγής, ότι αυτό το σενάριο δεν μπορεί να βγει στην οθόνη, δεν ήμασταν σε θέση. Δεν ήμασταν σε θέση να αποδείξουμε ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ιπτάμενες μπάλες με “την ολοκάθαρα ορατή επιγραφή “ΜΟΠΡ” ( Διεθνής Οργάνωση Βοήθειας στους Μαχητές της Επανάστασης), ότι δεν μπορούν να υπάρξουν μπάλες που διαλύουν τα καπέλα και τα ημίψηλα των κομψευομένων θεατών, δεν γίνεται “στην θέση των ημίψηλων να εμφανίζονται όλο και περισσότερες εργατικές τραγιάσκες”, δεν γίνεται “το δίχτυ να γίνεται νερό του ωκεανού” και “από δυο ηπείρους, η Ελη και ο Ντζέντι να απλώνουν τα χέρια τους ο ένας στον άλλον”.
Γι’ αυτό η κολλεκτίβα μας αποφάσισε να γράψουμε νέο σενάριο, αφήνοντας από το σενάριο του Ασέγιεφ μόνο τα ονόματα των ηρώων. Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψει ένα εντελώς νέο σενάριο.
“Οι ασυνήθιστες περιπέτειες του κυρίου Βεστ στην χώρα των μπολσεβίκων” φαίνεται πως ήταν μια από πρώτες ταινίες μεγάλου μήκους που γυρίστηκαν στα σοβιετικά στούντιο. Και τα στούντιο εκείνη την εποχή ήταν παγωμένα (...) κατεστραμμένα κτίρια (...). Δεν υπήρχαν σκηνογραφικά αντικείμενα, κοστιούμια, υλικά για την κατασκευή σκηνικών – σχεδόν τίποτα δεν υπήρχε. (...) Γι’ αυτό οι ταινίες εκείνης της περιόδου (...) διέφεραν από την γκρίζα μη εκφραστική φωτογραφία τους, το αφρόντιστο μοντάζ, τα ατημέλητα κοστούμια και σκηνικά.
Ολη μας η κολλεκτίβα αποφάσισε πως ό,τι και να γίνει, θα γυρίζαμε τον “Βεστ” με απόλυτο επαγγελματισμό, έτσι ώστε η ταινία να μην διαφέρει από τις ξένες, οι οποίες πετύχαιναν εκείνες τις εποχές μεγάλη τεχνική τελειότητα.
Αυτό το πρόβλημα μας βοήθησε να το λύσουμε καταρχήν ο οπερατέρ Αλεξάντρ Αντρέγιεβιτς Λεβίτσκι. (...) Παρά το ότι δούλευε με εξαιρετικά περιορισμένη ποσότητα υλικών φωτισμού, σε ό,τι αφορά την κάμερα, η ταινία σε τίποτα δεν υπολειπόταν των ξένων και μάλιστα μπορούσε να ανταγωνιστεί με τις καλύτερες από αυτές. Μάλιστα, ο Λεβίτσκι κατάφερε να τραβήξει ιδιαίτερα εκφραστικά πλάνα, χρησιμοποιώντας δύο και τρία μαζί υλικά φωτισμού. (...) Υπήρχαν περιπτώσεις που οι ηθοποιοί πάθαιναν εγκαύματα από τα κομμάτια κάρβουνου που ξέφευγαν. Εκτός από αυτό, οι λάμπες πυράκτωσης εκείνης της εποχής έκαιγαν τα μάτια προκαλώντας βασανιστικούς πόνους, ιδιαίτερα στους ηθοποιούς, οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα να φορέσουν σκουρόχρωμα γυαλιά την ώρα του γυρίσματος.
Μας βοήθησε να μην φάμε τα μούτρα μας το γεγονός, ότι όλοι οι εργαζόμενοι της κολλεκτίβας ξέρανε να μαστορεύουν και έπιαναν τα χέρια τους. Εμείς οι ίδιοι κατασκευάζαμε πολύ προσεκτικά και τα σκηνογραφικά αντικείμενα και τα ομοιώματα και τα σκηνικά πάνω σε σκίτσα του Κουλεσόφ και του Πουντόβκιν και τις επιγραφές (τα γράμματα τα κολλάγαμε πάνω σε μαύρο βελούδο).
Κολλάγαμε και μοντάραμε επίσης εμείς οι ίδιοι. (...)
Όλοι οι ηθοποιοί δούλευαν με συνείδηση. Ο καυγάς ήταν καυγάς, κανείς δεν φοβόταν να πλακωθεί στο ξύλο αληθινά (μέχρι τώρα στον κινηματογράφο μας οι ηθοποιοί δεν ξέρουν πώς να μαλώσουν τόσο αληθινά, όσο τα πρώην μέλη της κολλεκτίβας μας).
Με γενναιότητα γυρίζαμε τις επικίνδυνες σκηνές. (...)
Στον Πουντόβκιν και τον Ποντομπέντ άρεσαν τα επικίνδυνα κόλπα. Πολλές φορές στο “Η ακτίνα του θανάτου” ο Πουντόβκιν χτύπησε άσχημα. Έπρεπε να πέσει από ύψος τεσσάρων ορόφων σε δίχτυ, αλλά ο διευθυντής παραγωγής, για οικονομία, αντί να χρησμοποιήσει ειδικευμένο προσωπικό για να το κρατήσει, φώναξε ανειδίκευτους εργάτες. Οι οποίοι δεν κράτησαν όπως έπρεπε το δίχτυ την στιγμή της πτώσης, με αποτέλεσμα ο Πουντόβκιν να χτυπήσει άσχημα στην πλάτη.
Στα γυρίσματα του “Μίστερ Βεστ” προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε τους κανόνες της υποκριτικής, υπολογίζοντας την παραμικρή κίνηση του ανθρώπου στο πλάνο, προσπαθήσαμε να κινηθούμε ρυθμικά. (...)
Θεωρούσαμε ότι το υλικό της κινηματογραφίας είναι η πραγματικότητα, η γνησιότητα, γι’ αυτό από θέμα αρχής αρνούμασταν το θεατρικό μακιγιάζ. (...) Χωρίς μακιγιάζ γυρίζαμε και με αυτό τον τρόπο ασχημαίναμε και γερνάγαμε τις ηθοποιούς μας και τους νέους ανθρώπους (η αλήθεια είναι ότι την κατάσταση έσωζε σε ένα βαθμό το γεγονός ότι οι γυναίκες ηθοποιοί εκείνες τις εποχές ήταν πραγματικά νέες). (...)
Ο Τύπος ασχολήθηκε εκτενώς και ποικίλα με την ταινία. Κατά κύριο λόγο ήταν ή επαινετικός ή υβριστικός και λιγότερο επιεικής ή αδιάφορος. (...) Καταφέραμε να την κάνουμε χαρούμενη. Η ταινία προέκυψε φανερά κωμική και πολιτικά σατυρική και έτσι εκλήφθηκε σχεδόν απ’ όλους.
Δεν ολοκληρώθηκε εντελώς η συνθετική δομή του σεναρίου: Προς το τέλος η ταινία έχασε λίγο την δύναμη και τον ρυθμό της. (...)
Και τελικά, μία ακόμη βασική ανεπάρκεια ήταν η υπερβολική, πάρα πολύ υπογραμμισμένη “ακρίβεια” στο παίξιμο των ηθοποιών, το υπερβολικό στήσιμο και σε αυτό το σημείο φανερά το παρακάναμε.».
(αποσπάσματα από την έκδοση Λεβ Κουλεσόφ και Αλεξάντρα Χοχλόβα «50 χρόνια στο σινεμά», 1975, ελληνική μετάφραση σημειώσεις για την παραγωγή)