(Εμπρός, Σοβιέτ!)
του Dziga Vertov
Η έρευνα του Τζίγκα Βερτόφ στη Σοβιετική Ρωσία με έμφαση στον εκσυγχρονισμό της Μόσχας.
Το «Εμπρός, Σοβιέτ!» ξεκίνησε ως παραγγελία του Σοβιέτ της Μόσχας, με στόχο να προπαγανδίσει την δουλειά της ανασυγκρότησης των υποδομών της πόλης, οι οποίες υπέστησαν ολοκληρωτική ή μερική καταστροφή, από την Επανάσταση και τον εμφύλιο. Αφορμή, ήταν οι επερχόμενες εκλογές για την Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ. Όμως, στα χέρια του «δαιμονικού» Βερτόφ, άφησε πίσω της οτιδήποτε ξέρουμε ή φανταζόμαστε ως σύμβαση εντός μιας παραγγελίας και πέρασε στην πλευρά του κλασικού!
Όπως αναφέρει ο Λεβ Ροσάλ στο βιβλίο του για τον Βέρτοφ:"Για πρώτη φορά δημιουργήθηκαν συνθήκες, οι οποίες εκτιμήθηκαν από τον Βερτόφ ως περισσότερο κατάλληλες για δουλειά πάνω σε ταινίες τεκμηρίωσης. Ήξερε καλά τι θέλει από την διαφήμιση (σσ. εδώ ο όρος «διαφήμιση» νοείται προπαγανδιστικά) δεν φοβόταν ότι θα χαθεί. Η γνώση δεν ερχόταν σε αντίθεση με τις επιλεγμένες αρχές, αλλά συνέπεσε με αυτές. Ο Βερτόφ έγραψε, ότι η πραγματική διαφήμιση βγάζει τον θεατή από την κατάσταση της απάθειας και του φέρνει το διαφημιζόμενο αντικείμενο μόνο σε κατάσταση έντασης και ανησυχίας. (...) Τότε όμως οι παραγγέλοντες δεν γνώριζαν τις επιθυμίες του Βερτόφ, ενώ τις δικές τους επιθυμίες ο Βερτόφ σε γενικές γραμμές τις ήξερε, αλλά θεωρούσε, ότι ένα υψηλότερο επίπεδο εκτέλεσης της παραγγελίας, αντί μιας απλής καταμέτρησης και παράθεσης επιτευγμάτων, δεν μπορεί να χαλάσει την δουλειά.(...).
Συνεχώς σκεφτόταν την κατασκευή των μελλοντικών ταινιών. Έψαχνε το αφηγηματικό στυλ και κάτι ακόμη περισσότερο λεπτό, αλλά όχι λιγότερο βασικό: Την τονικότητά του.
Στις γραμμές του ημερολογίου παρακολουθούμε την ωρίμανση κάποιας ενιαίας σκέψης η οποία πρέπει να διαπερνά όλη την ταινία.
(...) Μετέδωσε εξαιρετικά την διάθεση της νυχτερινής Μόσχας, στην πολυμορφία και την αντίθεση των αποχρώσεων των φώτων.
(...) Μετά την προβολή από πολλούς ειπώθηκε ότι έγινε “όχι χωρίς ιμπρεσιονισμό”. (...) ο ιμπρεσιονισμός θεωρούνταν όχι καλός, υβριστικός και εντελώς ασύμβατος με το “γυμνό τεκμήριο”. Αλλά ο κινηματογράφος τεκμηρίωσης, από την φύση του, συλλαμβάνει την ζωή στις στιγμές της. Όπως και τα πλάνα στην οθόνη, οι εντυπώσεις, δημιουργημένες από το καθορισμένο γεγονός, είναι συχνά εφήμερες, φευγαλέες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εκφράζουν σταθερές διαθέσεις και συναισθήματα.
(...) Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν πολύ οι επιγραφές, κατά πολύ περισσότερο από όσο συνηθιζόταν στις ταινίες του “Κινο-Γκλαζ”. Ο Βερτόφ έλυσε στην ταινία ένα νέο ζήτημα, επιτυγχάνοντας την οριακή μονταζιακή συχγώνευση των επιγραφών με τα πλάνα. Ήταν όμως μια συγχώνευση όχι πληροφοριακή, αλλά εννοιολογική. Οι εικόνες μαζί με τις επιγραφές υποχρεώθηκαν να σχηματίσουν κινηματογραφικές φράσεις, κινηματογραφικές περιόδους, κινηματογραφικό θέμα.
Ο Βερτόφ έδειξε την καταστροφή, την ανυπαρξία θέρμανσης, τα παγωμένα σπίτια, τους άρρωστους από τύφο, εκείνους που πέθαιναν από την πείνα, την χολέρα, αλλά δεν συνόδευε αυτά τα πλάνα με απλή προφορική επανάληψη όσων έβλεπε ο θεατής με τα μάτια του".
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)