(An Autumn Afternoon)
του Yasujirō Ozu
Λήψεις μεγαλείου χαρακτηρίζουν το κύκνειο άσμα του Ozu. Δεν είναι μόνο το έξοχο έγχρωμο που μαγνητίζει από τις πρώτες σκηνές, τις περίφημες και ανεξιχνίαστες ακόμα pillow shots, αλλά για πολλοστή, και δυστυχώς τελευταία φορά, η ρηξικέλευθη σκηνοθεσία του Ozu– απλούστατη, δίχως καμία επιδεικτική κίνηση της κάμερας ή κάποια επίδειξη δυναμισμού. Σε εσωτερικούς χώρους υπηρετούν με αυταπάρνηση τους αρχετυπικούς ρόλους οι σπουδαίοι συντελεστές (συγκινητικός πάντα ο Chishu Ryu, ταπεινή και εκθαμβωτική η εξαίρετη Shima Iwashita). Δίχως κάποια μεταστροφή στο δόγμα του Ozu στη φιλμογραφία του, η κίνηση σε όλες τις σκηνές παραμένει απέριττη∙ άλλωστε η κάμερα είναι πάντα στατική και τοποθετημένη λίγα εκατοστά μόνο πάνω από το έδαφος –άγνωστο αν πρόκειται για ένδειξη ταπεινοφροσύνης διόλου ξένης προς την ιαπωνική κουλτούρα ή αν πλέον χανόμαστε στις λεπτοφυείς αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν την ιαπωνική αισθητική. (Για παράδειγμα, είναι ανοικτό αν ο Ozu υιοθετεί την αισθητική αρχή sabi με την αντίληψη της περατότητας προς την ύπαρξη ή αυτή ενός Iki υποδηλώνοντας την στάση του θαυμάζειν προς την πληρότητα της φύσης, πάντα εντός της κυρίαρχης «εφήμερης μεταφυσικής» [mono no aware].) Λαμπρή δε η τοποθέτηση των αντικειμένων στα washitsu (εσωτερικό παραδοσιακού σπιτιού), τα γραφεία ή τα μπαρ∙ εδώ ο Ozu απογειώνει εντελώς το νόημα την «περιπέτειας», καθώς το βλέμμα δε χορταίνει την περιπλάνηση από οπτική έκπληξη σε έκπληξη και πάντα στο ίδιο περίπου πλαίσιο!
Ο χήρος εταιρικός ελεγκτής Shūhei Hirayama (τον υποδύεται ο σπουδαίος Chishu Ryu) ζει με την κόρη του και τον γιό του. Οι παρέες του είναι συνομήλικοι με μελαγχολικό πεδίο επαφής τους την στωική αποδοχή της ήττας και της αλλαγής της εποχής που διανύει η μεταπολεμική Ιαπωνία. Από την στιγμή που ο Hirayama μαθαίνει ότι η κόρη ενός συναδέλφου θα παντρευτεί σύντομα παίρνει απόφαση να αποδεσμεύσει την όμορφη κόρη του από το πατρικό της καθήκον και να την ενθαρρύνει να παντρευτεί. Αυτό θα σημάνει και την υπαρξιακή διαπίστωση για το επερχόμενο τέλος του.
Όπως σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Ozu το ζήτημα της οικογένειας και του χάσματος των γενεών αποτελεί το σύμπαν το οποίο με απαράμιλλη καλαισθησία και κινηματογραφικό ρυθμό αποφλοιώνει ο Ozu, δίχως σαφείς τομές και εξάρσεις, αλλά σε ένα αφαιρετικό συνεχές τόσο χαρακτηριστικό της Ιαπωνίας και τόσο θεσπέσια σμιλευμένο. Γήρας, καθήκον της κόρης προς τον πατέρα, νεωτερικότητα, διλήμματα για την ιαπωνική ταυτότητα μετά το πέρας του πολέμου, συλλογική και προσωπική ενοχή, όλες διαδικασίες ‘συγκοπής’ που αντιμετωπίζονται, όμως με αξιοπρέπεια και εσωτερικότητα, τόσο στην στάση των χαρακτήρων προς τις αντιφατικές αξίες που καλούνται να υπηρετήσουν και στην διαχείριση από πλευράς τους της αναγκαιότητας προς την κατεύθυνση της επίπονης απόφασης, όσο και στην κινηματογράφηση που αντανακλά την εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση από έναν Kurosawa και τον ορμητικό δυναμισμό του ακέραιου χαρακτήρα ή αργότερα, φυσικά, από το Νέο Κύμα της κατά μέτωπο σύγκρουσης με την ιαπωνική παράδοση.
Τα έντονα χρώματα που χρησιμοποιεί ο Ozu μετατρέπουν την υποτυπώδη «δράση» σε μοναδική αισθητική εμπειρία, όπου το στυλιζάρισμα της τοποθέτησης των αντικειμένων και των προσώπων στο χώρο δεν αφαιρεί από τον ρεαλισμό της αισθητικοποιημένης ιαπωνικής καθημερινότητας (πχ τα έντονα χρώματα αντικειμένων, όπως οι πινακίδες neon, τα βιβλία, οι πυροσβεστήρες, οι αφίσες, τα μπουκάλια μπύρας, οι υψικάμινοι των εργοστασίων –όλα απαλλαγμένα από την εργαλειακή τους ιεράρχηση στο χώρο). Η δε εξίσωση μεταξύ των γενεών παραμένει δυσεπίλυτη για τον θεατή, καθώς πατέρας και γιός συνομιλούν διαρκώς για το παρελθόν. Η μελαγχολία της ταινίας για το γεγονός ότι στο παρελθόν ανήκει ο Hirayama, όπως και ο ίδιος ο Ozu, διαποτίζει το φθινόπωρο της ύπαρξης στα καταληκτικά λεπτά, με ανάμνηση μόνο την εκθαμβωτική Michiko στο υπέροχο νυφικό της και το χαμόγελο ευτυχίας της, παρά την εμφανή συγκίνησή της.
Ορθώς υμνήθηκε ο Ozu από τον Wenders ως ο κινηματογραφιστής πιο κοντά στην ουσία του σινεμά. Εάν η ουσία του σινεμά αφορά στην εξευγένιση του συνηθισμένου (και νομίζω αυτό πράττει), εκεί τότε βρίσκεται και η ηθική του. Και στο «Φθινοπωρινό Απόγευμα», αυτό το δημιούργημα από το ιερό πεδίο του καθημερινού, το σινεμά έχει επιστρέψει στα του οίκου του.
Σπύρος Γάγγας
Sanma No Aji / An Autumn Afternoon (Yasujirō Ozu, 1962)