του Michelangelo Antonioni
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_blow-up.jpg

Το “Μπλόου -άπ” είναι μία ταινία που αντίθετα με τη φήμη που θέλει τις προηγούμενες ταινίες του Αντονιόνι στριφνές και δυσανάγνωστες -έχει μία απόλυτη σαφήνεια και παρά την επιφανειακά ψυχαγωγική λειτουργία της προκαλεί ένα βαθύ στοχασμό. Όσο περισσότερο απόλαυση προσφέρει στη νόηση και τις αισθήσεις τόσο περισσότερη ανησυχητική γίνεται. Έχεις την εντύπωση πως παρακολουθείς ένα κάποιο ρεπορτάζ μόδας και παγιδεύεσαι στην πλοκή μίας ταινίας μυθοπλασίας. Έχεις την εντύπωση ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η λύση κάποιου αστυνομικού αινίγματος και βρίσκεσαι να προβληματίζεται πάνω στο καίριο θέμα της ανθρώπινης αβεβαιότητας. Έχεις την εντύπωση πως ζεις ένα υπέροχο προσκύνημα στο Λονδίνο κι ανακαλύπτεις ένα συγκλονιστικό επιτάφιο. Κάθε πλάνο της ταινίας περιέχει και μια σημασία αναπάντεχη, αντιφατική πάνω στη σχέση ψευδαίσθηση και πραγματικότητα.
 Το ύφος της αφήγησης είναι ύφος κομψού ντοκιμαντέρ, αποστασιοποιημένη παρατήρησης. Λίγοι διάλογοι και μια εκπληκτική ηχοληψία (από το ανησυχητικό θρόισμα των φυλλωμάτων στο πάρκο, μέχρι τις αναπηδήσεις της μπάλας του τένις που υπογραμμίζουν με τρόπο ρεαλιστικό την υπέρτατη ψευδαίσθηση στο τέλος της ταινίας). Και προπάντων μία εκπληκτική χρήση του χρώματος.
Ο Τόμας που το επάγγελμα του είναι η φωτογραφία ζει διαρκώς στον κόσμο της ψευδαίσθησης όπου ακόμη και η γυναίκα σαν μανεκέν μοιάζει μη πραγματική, γίνεται άσαρκη και προβάλλεται μέσα σ’ ένα είδος “εξαϋλωμένης” σεξουαλικής πράξης απ’ όπου έχει αφαιρεθεί κάθε ζωικό στοιχείο. Υποκύπτοντας σε μια κυρίαρχη ροπή προς την αυθεντικότητα, ο Τόμας θα κάνει το ρεπορτάζ του για τα άσυλα της νύχτας. Μέσα σ’ αυτή την αναζήτηση της αυθεντικότητας ο Τόμας θα συναντήσει τη γυναίκα που έμελλε να συντρίψει το όραμα του για τον κόσμο. Μια αληθινή γυναίκα: η Τζαίην. Με το τέλος της ιστορίας τους, ο φωτογράφος θα γνωρίσει μια μοναξιά παράξενη.
Η μυστηριώδης εμφάνιση της Τζαίην στη ζωή του Τόμας μοιάζει ν’ ανήκει στο ρευστό κόσμο της ανάμνησης και στον αβέβαιο κόσμο του φανταστικού. Τάχα πρέπει ν’ αντιστέκεται κανείς στην ψευδαίσθηση; Πρέπει να την αποδέχεται; Είναι η ψευδαίσθηση ένα καταφύγιο, μια ανάπαυλα; Ο Αντονιόνι απαντά στο τέλος με μια παραβολή που περιέχει ένα ολοκληρωμένο στοχασμό πάνω στην αβεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης.
Αξίζει να σημειωθεί πως η κεντρική σκηνή της ταινίας των μεγεθύνσεων χαρακτηρίζεται από μια κινηματογραφική τελειότητα. Με το παιχνίδι των διαδοχικών μεγεθύνσεων και προπαντός με το έξοχο τρόπο που εκθέτει ο Αντονιόνι τα ντοκουμέντα κατορθώνει να ξαναδημιουργήσει τη ζωή μέσα από την ακινησία, μέσα απ’ αυτές τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές που αποτυπώθηκαν μια για πάντα από το φωτογράφο. Πραγματικά κάτι συμβαίνει. Παρευρισκόμαστε σε μια δολοφονία. Βλέπουμε να συντελείται. Ο Αντονιόνι κάνει να γεννηθεί η διάρκεια.

(κριτική του Raymond Lefèvre, από το περιοδικό Image et Son, Novembre 1967, ελληνική μετάφραση πρόγραμμα του κινηματογράφου τέχνης Αίας -Θεσσαλονίκη)