(για την ταινία Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα του Ακίρα Κουροσάβα)
της Ελίζας Σικαλοπούλου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_the-bad-sleep-well-3.jpg

Αυτή η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ιεραρχία δεν είναι ούτε η ηγεσία της Εκκλησίας ούτε εκφράζει τις απόψεις της. Εχει όμως την ανοχή της Ιεράς Συνόδου, υπάρχει ένα είδος «ομερτά», πράγμα σύνηθες στους μεγάλους οργανισμούς (Στρατός, Αστυνομία, κόμματα) για να κρατήσουν τη συνοχή τους προς τα έξω. Μόνο όταν γίνει κάποια διάσπαση σε κόμμα ή θρησκευτικό δόγμα καταλαβαίνουμε το αβυσσαλέο μίσος που τους χώριζε. Στον Στρατό και την Αστυνομία δεν γίνονται διασπάσεις, αλλά εκκαθαρίσεις.
Περικλής Κοροβέσης, «Μητροπολίτες, σταρ του μίσους»: http://www.efsyn.gr/

Όνειρο η ζωή δεν είναι
Κι όποιος πόνεσε στον πόνο
Πάντοτε θε να πονάει
Κι όποιος θάνατο φοβάται
Θα τον κουβαλά στους ώμους
Ψέμα είναι πως κοιμούνται
Στ’ ουρανού τα φυλλοκάρδια
Ούτε ένας δε σταλιάζει
Μα αν κανείς τα μάτια κλείσει
Μαστιγώστε τον αδέρφια
Μαστιγώστε τον για να `χει
Να `χει ορθάνοιχτα τα μάτια
Και φλεγόμενες πληγές
Κανείς στον κόσμο δεν κοιμάται
Ούτε ένας δεν κοιμάται
Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Άυπνη πόλη (διασκευή από ποίημα του Federico Garcia Lorca).

悪い奴ほどよく眠る = Warui yatsu hodo yoku nemuru.
[ε.τ. Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα (1960)/ The Bad Sleep Well]

Με μια μικρή σειρά από kanji που βρίσκουμε στον τίτλο της πιο πολιτικής ταινίας του Κουροσάβα / Akira Kurosawa (ίσως μαζί με το High & Low) συστήνεται μία πολυεπίπεδη, περίπλοκη αμφισημία γλωσσολογικού χαρακτήρα. Η κυριολεκτική μετάφραση του τίτλου θα ήταν “όσο πιο κακός είναι κανείς, τόσο καλύτερα κοιμάται”. Και δε θα μπορούσαμε να αμφιβάλουμε για το ότι ο Κουροσάβα, εν μέρει τουλάχιστον, όπως θα δούμε, το πιστεύει. [“Επιτέλους αποφάσισα να κάνω μία ταινία για τη διαφθορά, γιατί πάντα μου φαινόταν ότι η δωροδοκία, η κατάχρηση εξουσίας κλπ στη δημόσια σφαίρα είναι από τα χειρότερα εγκλήματα. Αυτοί οι άνθρωποι κρύβονται πίσω από το προσωπείο μιας μεγάλης εταιρείας ή μιας πολυεθνικής και, κατά συνέπεια, κανείς δε γνωρίζει πόσο απαίσιοι είναι, τι αίσχη κάνουν”. (Sight and Sound, συνέντευξη του σκηνοθέτη το φθινόπωρο του 1964)]. Εν μέρει; Ναι, γιατί yatsu σημαίνει τύπος, άνθρωπος, αλλά με μια υποτιμητική έννοια, ενώ αν διαβαστεί yakko σημαίνει υπηρέτης (του δυτικού ιμπεριαλισμού;). Και τι ύπνος είναι αυτός όταν το nemuru σημαίνει ταυτόχρονα κοιμάμαι αλλά και πεθαίνω; Μπαίνουμε στο παιχνίδι με μισή ανάσα.
Μια ομάδα μεγαλοστελεχών της εταιρείας Public Corp. εμπλέκεται σε ένα σκάνδαλο δωροδοκίας με μίζες μεγάλων ποσών τα οποία τα μέλη μοιράζονται μεταξύ τους με απόλυτη μυστικότητα. Ο Nishi (Toshiro Mifune), γιος ενός στελέχους που δολοφονήθηκε για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα πριν πέντε φιλμικά έτη , έχει ανταλλάξει όνομα και ταυτότητα με τον παιδικό του φίλο Itakura, καταφέρνοντας έτσι να ανέλθει κοινωνικά και να γίνει γαμπρός και δεξί χέρι του αντιπροέδρου της εταιρείας, Iwabuchi. Η σκηνή της εξομολόγησης στη γυναίκα του, Yoshiko, φέρνει στο φως τα σκοτάδια της παιδικής του ηλικίας, όταν ο αδιάφορος και απών πατέρας του του εμφύσησε την ελπίδα μιας εκδίκησης μετά το θάνατό του, τόσο καλά μελετημένης ώστε ο γιος να αποκαταστήσει αυτή την απώλεια της πατρικής φιγούρας αποδεικνύοντας την αξία του, καθώς και να επιχειρήσει μια ατομική επανάσταση κατά της εταιρείας σαν εισοδιστής.
Με αυτό το γνώμονα και γεμάτος εμμονές, ο Nishi χτίζει μια περιουσία μέσα από τις στάχτες του πολέμου με μάλλον παράνομα μέσα, παντρεύεται την κόρη του αφεντικού από κίνητρο, γίνεται υποτακτικός των εξουσιών που θέλει να υπονομεύσει και, στο τέλος του μεθοδικού του σχεδίου που χτίζει πέτρα πέτρα όπως ακριβώς αυτό αποδίδεται και αφηγηματικά, γίνεται εκβιαστής, σχεδόν δολοφόνος και απαγωγέας. Ο καπιταλισμός είναι εγγενώς ανήθικος και ο τολμηρός σκοπός του ήρωα αγιάζεται με ξένα μέσα. Θα περίμενε κανείς ότι ο Nishi είναι τελικά μια έκπτωτη εικόνα του Αναρχικού Τραπεζίτη του Πεσόα, αλλά ο Κουροσάβα θέλει να ωθήσει τόσο τις εξωτερικές όσο και τις εσωτερικές συγκρούσεις στα άκρα, σα να έχει φορέσει φλεγόμενα μάτια του “θεού” και να μπορεί να δει τις πράξεις όλων με μια αντικειμενική ηθική οπτική και, την ίδια στιγμή, να τις βλέπει ως εάν ήταν ψύχραιμες τροπές της μοίρας του καθενός. Έτσι, ο Nishi δεν είναι μια ηρωική φιγούρα που αναμετράται με την εξουσία με όλα τα δόλια και απελπισμένα εργαλεία του, είναι ένας άνθρωπος με μια δική του ιστορία, επιλογές και κίνητρα εγγεγραμμένα στο προσωπικό του δράμα. Είναι μέσα στο μύθο του ήδη πάντα, όπως τα βήματά μας ανοίγουν το δρόμο που πατάμε. Σωστά;
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_the-bad-sleep-well-2.jpg
Στο μεταξύ, στην πλευρά του άλλου στρατοπέδου, αόρατες κλωστές κινούν τα πρόσωπα με τα αλαζονικά βλέμματα και τις σφιχτοδεμένες τύχες τους προς το ιδιωτικό τους συμφέρον που, όμως, δεν συνδυάζεται με το συλλογικό ειδικά όταν η ατιμία τους αρχίζει να έρχεται στην επιφάνεια από μια ομάδα φιλόδοξων δημοσιογράφων. Τότε, τα μικρότερα στελέχη αναγκάζονται να αυτοκτονήσουν, ώστε να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή συγκάλυψη. Καθένας παλεύει με νύχια και με δόντια μέσα στους θεατρικούς χώρους της ταινίας να αποκαταστήσει το τομάρι του όσο οι κλωστές αρχίζουν να μπλέκονται με μανία, σαν ένα μίτο αρχαίας τραγωδίας ή σα να της άγγιξε τρελός, αντιηθικολόγος μαριονετίστας. Μέσα στη συμπλοκή των ινών ξεπροβάλλει μια απρόβλεπτη ηθική τάξη που μας αναγκάζει να εξερευνήσουμε αδιάλειπτα τα όρια καλού και κακού, όσο ο τίτλος καταφάσκει και δεν καταφάσκει στις εφησυχασμένες συνειδήσεις των “κακών”. Το wide-screen φορμά επιτρέπει τη διείσδυση σε λεπτομέρειες όπως τα κοντινά του φοβισμένου προσώπου των στελεχών, της οριακής ψυχολογίας του Shirai και του Wada πριν την “εκκαθάριση”, ενώ το tohoscope, οι συνεχείς αντιστίξεις στον ήχο και οι εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί που θυμίζουν ίσως Dreyer δημιουργούν μια ατμόσφαιρα film noir.
Η τήρηση μιας λεπτής ισορροπίας στη δικαίωση όλων των προσώπων στο πρώτο μέρος, που μοιάζει με χειρουργική επέμβαση ή ακροβασία, αλλά και η χρήση συμβάσεων του noir και detective είδους είναι τα σχήματα-αντιφάρμακα του σκηνοθέτη ώστε να δομήσει ένα ιστορικό και πολιτικό συγκείμενο που αποκρυσταλλώνει τις αντιφάσεις και τις αξιώσεις μιας Ιαπωνίας που βρίσκεται μέσα στη δίνη μιας αυταπάτης, εντός της οποίας αγωνίζεται κολοβωμένη να στερεώσει μια συνεκτική ταυτότητα στη μετακατοχική της περίοδο. Η εικονογραφία της ταινίας επιμένει αμερικάνικα: γραφεία και δωμάτια δυτικού στυλ και διακόσμησης, δυτικότροπος φορμαλισμός στην αρχιτεκτονική, κόκα κόλα, αμερικάνικα πολυτελή αυτοκίνητα και δυτικά χόμπι πχ χαλαρό ουισκάκι, barbecue, κηνύγι.
Το βάρος της σημαίνουσας ιδεολογικής ηγεμονίας της Δύσης (ειδικά της Αμερικής) αλλά και, συνολικά, το ιστορικό συνεχές της Ιαπωνίας επωμίζονται, ως εκ τούτου, τα πρόσωπα της ταινίας, που τα ίδια σαρκώνουν ιδέες. Είναι εύλογο, δηλαδή ότι ο Κουροσάβα δεν απασχολείται με την επίρριψη ευθυνών και μόνο στο στρατόπεδο των εξουσιαστών (κάτι το οποίο είναι πασιφανές) αλλά ενδιαφέρεται για την εξερεύνηση της φύσεως των ιδεολογικών συστημάτων που γεννούν τη δυνατότητα των επιζήμιων και ανήθικων επιλογών που έχουν ανυπολόγιστο κοινωνικό κόστος. Η συνείδηση των ηρώων διαρθρώνεται ως μία σύνολη εκλογή του ριζικού τους Είναι, το οποίο εν προκειμένω είναι διαρκώς επικαλυπτόμενο και ξεχασμένο από τη στασιμότητα της θέσης τους μέσα σε ένα σύστημα που τους ορίζει.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_the-bad-sleep-well-1.jpg
Εδώ, o Iwabushi τρομάζει με το είδωλό του στον καθρέφτη. Τι ψυχή θα παραδώσετε, vieux cons!!

Αντίρροπη δυνάμη συνιστά η ταυτότητα Nishi-Itakura. Δε θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι το δίπολο των ηρώων εκφράζει το παλιό πρόσωπο της Ιαπωνίας που έχει πια χαθεί. Ο ένας δίνει νόημα στον άλλο για να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, ο ένας κλέβει στοιχεία από τον άλλο για να ανασυνθέσει μάταια μια κατακερματισμένη εικόνα του εαυτού του, όπως μορφάζει η θραυσματική Ιαπωνία μπροστά στον καθρέφτη της. Όσο υπάρχει η επαναστατική, προωθητική δύναμη των πραγμάτων, της Ιστορίας, τόσο θα μπορεί να αναβιώνεται η αναγκαιότητα των χαμένων αξιών μέσα από την εκδίκηση με κρυφή ευχή να λυτρωθεί για πάντα. Έτσι, η Ιαπωνία μετά την καταστροφή πρέπει να αναλάβει τον εαυτό της, όντας η μόνη που ξέρει όλη την αλήθεια, όπως ο Itakura.
Τελικά, στην πολύ μετέπειτα ταινία του Ιάπωνα σκηνοθέτη “Ραψωδία τον Αύγουστο”, η γριά επιζήσασα του πυρηνικού πολέμου στο Ναγκασάκι ψιθυρίζει “Δε φταίνε οι Αμερικάνοι, ο πόλεμος φταίει” λίγο πριν παραδοθεί στην τρέλα από τη φρίκη της μνήμης της. Αυτή είναι η μετρημένη δικαιοσύνη του Κουροσάβα, που δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός υπερβατικού κακού και που ποτέ δε θα αντέβαινε στον ανθρωπισμό του. Έτσι κι εδώ, ο καπιταλισμός δεν προστατεύει κανένα, γι’ αυτό και ο Iwabushi θα χάσει στο φινάλε του φιλμ τον ύπνο του (Μήπως δεν είναι και τόσο κακός τελικά;). Ο Nishi θα έχει, όμως, ήδη πεθάνει και ο Itakura θα μείνει ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο, χωρίς παρελθόν, μια δανεική ταυτότητα. Δηλαδή ο Nishi όλο θα πεθαίνει, ο Itakura θα μένει χωρίς ταυτότητα, ξένος πια απέναντι στο όνομά του αλλά και τον εαυτό του; Chrysler New Yorker ή Imperial? ρωτούσε τότε ο τελευταίος. Τώρα ζαχαρώνει το πάντα παρόν όχημα της ουτοπίας που θα του δώσει πίσω το πρόσωπό του. Κάτι να κάνουμε… Τώρα, τώρα, τώρα, Itakura!