(Καλοκαίρι με την Μόνικα)
του Ingmar Bergman
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_sommaren-med-monika.jpg

Η Μόνικα (Harriet Andersson), μια νεαρή κοπέλα γνωρίζεται με τον Χάρι (Lars Ekborg) σε ένα καφέ και ερωτεύονται. Εκείνη ονειρεύεται να αποδράσει από τη μιζέρια του σπιτιού της και τον μόνιμα μεθυσμένο πατέρα της. Εκείνος ζει με τον άρρωστο πατέρα του. Τα δύο νεαρά παιδιά αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τους τις μίζερες ζωές τους και τα σπίτια τους και παίρνουν μια βάρκα για να περάσουν κάποιες ρομαντικές βραδιές κάτω από τα αστέρια. Τελικά οι δύο νέοι, ο Χάρι και η Μόνικα, θα παντρευτούν. Καρπός του έρωτας τους θα είναι ένα παιδί, αλλά η Μόνικα δε θα αντέξει τη συμβατική οικογενειακή ζωή, η ευδαιμονία του ζευγαριού χάνεται και μοιραία η Μόνικα θα εγκαταλείψει τον Χάρι.
Ο Ingmar Bergman σημειώνει: «Υπάρχει πάντα μία διαρκής πάλη μέσα μου, ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Κι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή» .
Ο Jean Luc Godard γράφει για την ταινία: «Ο καθένας πρέπει να δει το “Καλοκαίρι με τη Μόνικα” και μόνο για τη στιγμή όπου η Χάριετ Άντερσον, πριν κάνει έρωτα με τον άντρα που είχε διώξει, κοιτάζει σταθερά μέσα στην κάμερα. Τα γελαστά μάτια της συννεφιάζουν και μας καλούν να γίνουμε μάρτυρες της αποδοκιμασίας της, που αναγκάστηκε να διαλέξει χωρίς τη θέλησή της την κόλαση αντί για τον παράδεισο. Είναι η πιο θλιμμένη σκηνή στην ιστορία του σινεμά».

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)