(Κάποτε στη Δύση)
του Sergio Leone
του Wim Wenders
Δεν μ’ αρέσει πια να βλέπω γουέστερν.
Αυτό εδώ ειδικά είναι οριακή περίπτωση, το τέλος μιας ολόκληρης τέχνης, το χειρότερο απ’ όλα. Αυτό το γουέστερν είναι θανάσιμο.
Ο Kracauer είπε ότι ο κινηματογράφος είναι «η διατήρηση της πραγματικότητας των αισθήσεων» και μ’ αυτό εννοούσε την τρυφερότητα με την οποία πολλές φορές ο κινηματογράφος αντιμετωπίζει την πραγματικότητα. Πολλά γουέστερν έδιναν αυτή την αίσθηση τρυφερότητας μ’ έναν τρόπο ονειρικό, όμορφο και αθόρυβο. Σέβονταν τον εαυτό τους, σέβονταν τους ήρωές τους, τις ιστορίες τους, τα τοπία τους, τους κανόνες τους, τις ελευθερίες τους, τα όνειρά τους. Οι εικόνες τους είχαν μια διάσταση που δεν έκρυβε τίποτε περισσότερο από αυτό που μπορούσε κανείς να δει. «Δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ στο Ελ Πάσο», λέει η Virginia Mayo σε μια ταινία του Walsh και πίσω από τα λόγια της αυτά δεν κρύβεται τίποτε άλλο.
Η ταινία του Leone αδιαφορεί παντελώς για τον εαυτό της. Παρουσιάζει μόνο στον αμέτοχο θεατή την πολυτέλεια με την οποία γυρίστηκε: τις περίπλοκες κινήσεις της κάμερας, εξεζητημένα πλάνα με γερανούς και τράβελινγκ, φανταστικά ντεκόρ, απρόσμενα καλούς ηθοποιούς, ένα εργοτάξιο σιδηροδρόμου, ένα γιγαντιαίο σκηνικό εργοταξίου που στήθηκε μόνο και μόνο για να το διασχίσει γρήγορα μια άμαξα μία και μόνη φορά. Μάλιστα. Και την κοιλάδα Monument, την ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΟΙΛΑΔΑ MONUMENT, όχι από χαρτόνι με σκαλωσιές από πίσω, αλλά την πραγματική κοιλάδα στην ΑΜΕΡΙΚΗ, εκεί που γύριζε ο John Ford τα γουέστερν του. Ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο της ταινίας όπου ο αμέτοχος θεατής πιθανόν να αισθανθεί δέος, εγώ, βλέποντας την ταινία για δεύτερη φορά, ένιωσα λύπη. Είδα τον εαυτό μου σαν τουρίστα μέσα σ’ αυτό το γουέστερν και κατ’ επέκταση μετατράπηκα σε θεατή που συμμετέχει- είδα ότι η ταινία αυτή δεν δείχνει πια την επίφαση, αλλά κάτι που κρύβεται πίσω της: τον ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ του γουέστερν. Οι εικόνες δεν εννοούν αποκλειστικά και μόνο αυτό που δείχνουν, αλλά αφήνουν να διαφανεί κάτι, είναι από μόνες τους απειλητικές, χωρίς όμως να φανερώνουν ξεκάθαρα την απειλή τους, μετατρέποντας έτσι τις κτηνωδίες που συμβαίνουν στην ταινία σε ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΤΗΝΩΔΙΑΣ, σε αρχέγονες αλληγορίες του γουέστερν. Ένα γκρο-πλαν του Charles Bronson γίνεται σ’ αυτή την ταινία το πλάνο μιας ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και η ιστορία με τη σειρά της δεν έχει να κάνει απλά με μια εκδίκηση, αλλά με ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΗΣΗ: τα μονταρισμένα θολά πλάνα σε σλόου-μόσιον, που το ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ τους καταλαβαίνουμε μόνο προς το τέλος, δεν είναι απλώς δυσάρεστα κατάλοιπα ταινιών τέχνης, αλλά η ίδια η ραχοκοκαλιά της ταινίας. Μ’ άλλα λόγια, το γουέστερν αυτό λειτουργεί σαν ταινία φρίκης, σαν αυτές που καταφέρνουν να σε πείσουν ότι πίσω από κάθε κλειστή πόρτα παραμονεύει ο τρόμος, έτσι που κάθε απλό άνοιγμα πόρτας να σου κόβει την ανάσα. Τα βρυκολακίστικα δόντια του Christopher Lee είναι στην περίπτωσή μας η φυσαρμόνικα του Charles Bronson. Ο πύργος των Καρπαθίων είναι εδώ το σαλούν στο δρόμο για το Σουιτγουότερ.
Ο τρόπος με τον οποίο σκοτώνουν ύπουλα την οικογένεια των κοκκινομάλληδων Ιρλανδών στην πίσω αυλή, με τόσο απίστευτη βία που σταματά ακόμη και τον ήχο των τζιτζικιών, ο τρόπος με τον οποίο ο μικρός ξεφεύγει μετά ΕΝΤΡΟΜΟΣ από το σπίτι, ο τρόπος με τον οποίο η μουσική του Morricone απαρτίζεται εκείνη τη στιγμή από τους ίδιους ΠΑΛΜΟΥΣ ΤΡΟΜΟΥ που εκπέμπουν και οι εικόνες, ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά το τρομακτικό πρόσωπο του Henry Fonda, ο τρόπος με τον οποίο ο Henry Fonda πυροβολεί τελικά το αγόρι: όλα αυτά σε κάνουν να καταλάβεις γιατί ο Woody Strode και ο Jack Elam εμφανίζονται μόνο σαν γκεστ-σταρ. Ο θάνατός τους είναι ο θάνατος μιας σχολής και ενός ονείρου. Και τα δύο ήταν αμερικάνικα.
Χάρηκα όταν ξαναείδα την κοιλάδα Monument σε μια άλλη ταινία, όταν, τονίζω, την ΞΑΝΑΕΙΔΑ: στο Easy Rider με τον Peter Fonda και με ένα βενζινάδικο της ESSO στη θέση του σαλούν των ΚΑΡΠΑΘΙΩΝ.
Νοέμβριος 1969
(πηγή Emotion Pictures: Κείμενα και κριτικές, Wim Wenders, Εκδόσεις: Σέλας, 1990)