(Μείνε ακίνητη)
του Sergio Castellitto
(Ο σκηνοθέτης μιλάει για την ταινία)
Πόσο χρόνο πέρασα με το να σκέφτομαι αυτήν την ταινία; Πολύ, πάρα πολύ χρόνο. Κάποια βράδια, η γυναίκα μου η Μάργκαρετ, μου έδινε μερικές σελίδες του βιβλίου που έγραφε για να τις διαβάσω. Τις διάβαζα, κι ακολουθούσα τα βήματα του ήρωά της μέσα στο βιβλίο, καθώς βυθίζεται σε μία άβυσσο αγάπης, δειλίας και οίκτου κι ένιωθα να συγκινούμαι βαθιά: από τη φτωχή, κακομεταχειρισμένη γυναίκα, από τον ευκατάστατο, μοναχικό άντρα, από την κόρη σε κωματώδη κατάσταση. Καθώς διάβαζα τα δικά τους βάσανα, γέμιζα από οίκτο για τον ίδιο μου τον εαυτό και ως άντρας και ως πατέρας.
Αυτό που ξεχώριζε πάρα πολύ καθαρά μέσα σ' αυτή την ιστορία ήταν η αθλιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ο κόπος του να ζεις τη ζωή. Και η ποίηση. Αυτά τα ίχνη μεγαλείου και γελοιότητας, που η θαυμαστή τους ισορροπία είναι που κάνει τη ζωή υπέροχη. Είδα μια ολοζώντανη, οξυδερκή γραφή. Όσο διάβαζα, έβλεπα την ιστορία. Όσο διάβαζα, κινηματογραφούσα την ιστορία στο μυαλό μου.
Αναρωτιόμουν αν θα τα κατάφερνα, όχι απλά να αφηγηθώ τον κορμό της ιστορίας του βιβλίου, αλλά να γεμίσω και την ταινία με την ίδια ηθική βαρύτητα. Θα κατάφερνα να χαράξω και στο φιλμ αυτή τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό, το δίκαιο από το άδικο; Θα κατάφερνα να παρουσιάσω τη γυναικεία ισχύ χωρίς να φανερώσω την οργή μου; Θα κατάφερνα να αποδώσω τον εγκληματικό εγωισμό ενός άντρα χωρίς να τον καταδικάσω;
Μ' αρέσει να δείχνω τη σφιγμένη γροθιά της ζωής, αυτά τα λίγα πράγματα που έχουν πραγματική αξία. Ίσως να οφείλεται στην ηλικία μου -βλέπετε, δεν είμαι νέος πια- αλλά έχω πάψει από καιρό να νιώθω ντροπή. Κι έχω μια βαθύτατη ανάγκη να αφηγηθώ ιστορίες για όλα αυτά τα ταπεινά, ενοχλητικά μα και τόσο απαραίτητα πράγματα που αποτελούν τη ζωή, που μας δίνουν το δικαίωμα να ζήσουμε με αξιοπρέπεια.
Έψαξα για τοποθεσίες γυρισμάτων και ηθοποιών όπως ένας τυφλός ψαχουλεύει στο σκοτάδι, προσπαθώντας να οσμιστώ την κατάλληλη μυρωδιά, τον κατάλληλο άνεμο. Χρειαζόμουν ένα προάστιο και βρήκα μια πόλη φάντασμα. Χρειαζόμουν μια ξελογιάστρα γυναίκα και κατέφθασε η Πενέλοπε. Χρειαζόμουν ζέστη και περίμενα μέχρι να έρθει το καλοκαίρι.
Κατέφθασα στο πλατό, όπως ο κάθε σκηνοθέτης, έχοντας κουραστεί να φαντάζομαι σκηνές. Είπα, "Πάμε γύρισμα", και είδα μπροστά μου να γίνεται αυτό που είχα ονειρευτεί, αυτό που ήδη είχα πλάσει αμέτρητες φορές με τα μάτια μου κλειστά. Αυτή τη φορά ήταν πολύ διαφορετικά -πάντα είναι διαφορετικά- αλλά μ' άρεσε έτσι όπως έγινε τελικά. Δεν ήταν εύκολο να είμαι ταυτόχρονα και σκηνοθέτης και ηθοποιός: εκείνο το χαρτομάντιλο, για τις ανάγκες του μακιγιάζ, περασμένο στο λευκό κολάρο του πουκαμίσου μου, με ενοχλούσε.
Όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα, θα πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η ιστορία με κατέστρεψε και την ίδια στιγμή με καθοδήγησε. Ούρλιαζα, έτρεμα, κάπνιζα σαν μανιακός. Και φοβόμουν μήπως τυχόν και πεθάνω πριν τελειώσω την ταινία. Και μονάχα τη λυτρωτική στιγμή που έριξαν πάνω μου σαμπάνια, όταν κάναμε την τελευταία λήψη, ήταν που σκότωσα μέσα μου το φόβο που με διακατείχε γι' αυτή την ταινία, αυτή την τόσο συγκινητική ιστορία, αυτή την αλήθεια.
Το μοντάζ αποδείχθηκε πραγματική απόλαυση: έπρεπε να αφαιρέσω το εξωτερικό περίβλημα και να στύψω, σαν χυμό, όλη την ουσία. Οφείλω να ευχαριστήσω τους πάντες, από τους παραγωγούς μου μέχρι τους βοηθούς στο πλατό, γι' αυτό το τόσο ξεχωριστό συναίσθημα -κάτι σαν πρώιμη νοσταλγία- για το ότι έβαλαν όλο τους τον εαυτό μέσα σ' αυτό το κομμάτι ζωής το οποίο διαβήκαμε όλοι μαζί.
(Πηγή: σημειώσεις για την παραγωγή)