Ο George, ένας παρουσιαστής τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο, λαμβάνει πακέτα που περιέχουν βιντεοταινίες με σκηνές από την οικογενειακή ζωή του και σχέδια- σκίτσα με παράξενες απεικονίσεις . Δεν έχει ιδέα για το ποιος μπορεί να είναι ο αποστολέας. Σταδιακά τα βίντεο γίνονται όλο και πιο προσωπικά κάτι που πιθανώς να οφείλεται στο ότι ο αποστολέας το γνωρίζει προσωπικά. Ο George αισθάνεται την απειλή να επικρέμεται πάνω απ’ αυτόν και την οικογένεια του.
Η ταινία συνιστά μια επιστροφή του Michael Haneke στο ύφος της ταινίας Code Unknown: κινηματογραφεί το άγχος και την παράνοια στην οποία βυθίζεται μια οικογένεια, καθώς τα μέλη της αντιλαμβάνονται ότι αποτελούν στόχο μιας «εκστρατείας τρομοκράτησης».
Στις γραμμές που ακολουθούν ο Michael Haneke εξηγεί το πλαίσιο δημιουργίας της ταινίας.
«Σχεδόν όλες οι ταινίες μου εξετάζουν τη φύση της αλήθειας στο σινεμά και στα media. Αμφιβάλω αν κάποιος μπορεί να έχει την ιδέα της αλήθειας παρακολουθώντας μια ταινία. Πάντα λέω ότι μια μεγάλου μήκους ταινία είναι 24 ψέματα το δευτερόλεπτο. Αυτά τα ψέματα θα μπορούσαν να ειπωθούν για να εξυπηρετήσουν μια υψηλότερη αλήθεια, όμως αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Νομίζω ότι ο τρόπος που μεταχειρίζομαι τις βιντεοταινίες στην ταινία κλονίζει την εμπιστοσύνη του θεατή στην πραγματικότητα. Η πρώτη σκηνή της ταινίας είναι μια δήθεν πραγματικότητα, είναι μια κλεμμένη εικόνα μιας βιντεοκάμερας. Φυσικά είμαι δύσπιστος με την πραγματικότητα που υποτίθεται ότι βλέπουμε στα media.
(…)Η λήθη υπάρχει σε κάθε χώρα. Οι πολιτικές συνέπειες της για κάθε κοινωνία είναι βέβαια διαφορετικές- εξαρτώνται από το παρελθόν της χώρας. Η Γαλλία δεν μπορεί να συγκριθεί με την Αυστρία και η Αυστρία δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Γερμανία. Προσωπικά δεν είμαι πολύ ευτυχισμένος με τον τρόπο που οι Αυστριακοί έχουν αντιμετωπίσει το παρελθόν τους. Ωστόσο σε κάθε χώρα θα βρούμε καταστάσεις που είναι κρυμμένες επειδή οι άνθρωποι είναι διστακτικοί να μιλήσουν γι' ’ αυτές. Βρίσκω ότι αυτή τάση είναι πολύ επικίνδυνη και γι' αυτό ωθήθηκα στο να αντιδράσω».
Η Juliette Binoche δηλώνει για την εμπειρία της στα γυρίσματα της ταινίας: «Όταν γυρίζαμε το Code Unknown είχα την αίσθηση ότι ο Michael μπορούσε να διαβάσει μέσα μου, ότι άνετα μπορούσε να κινηθεί μέσα στον λαβύρινθο της υποκριτικής μου. Απάντησε σε κάθε ερώτηση που θα μπορούσε να του θέσει ένας ηθοποιός. Στην ταινία Cache ήταν αρκετά διαφορετικά. Ήμουν λίγο παρανοϊκή γιατί δεν μου έλεγε τίποτε. Υπέθεσα ότι δεν τον ενδιέφερε ειδικά ο χαρακτήρας μου και ήμουν γεμάτη αμφιβολίες και δισταγμούς. Μετά από ένα μήνα σ’ αυτή την κατάσταση το ρώτησα γιατί δεν μου έλεγε κάτι. Η ερώτηση τον εξέπληξε. Μετά απ’ αυτό για τις δύο τελευταίες εβδομάδες των γυρισμάτων δεν μ’ άφηνε μόνη μου. Μετάνιωσα που του μίλησα. Σαν σκηνοθέτης είναι εξαιρετικά ακριβής ωστόσο δίνει στους ηθοποιούς του την ελευθερία που χρειάζονται. Η ακρίβεια του μού θυμίζει την μουσική: του αρέσουν οι μικρές παύσεις και οι μεγάλες ανάσες».
Η ταινία βραβεύτηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών 2005, με το βραβείο της FIPRESCI και αυτό της Οικουμενικής επιτροπής.