(Το θαύμα της Βέρνης)
του Sonke Wortmann
Ταινία που συγκέντρωσε την προσοχή θεατών (3.5 εκατομύρια εισιτήρια) και κριτiκών στην Γερμανία Το θαύμα της Βέρνης επικεντρώνεται σ' ένα σημαδιακό συμβάν για την σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας: στον ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Ουγγαρίας. Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας που προκάλεσε, λόγω της νίκης της Γερμανίας, πρωτόγνωρα συναισθηματα χαράς για την τότε κατεστραμμένη και ταπεινωμένη χώρα.
Στις γραμμές που ακολουθούν ο σκηνοθέτης της ταινίας Sonke Wortmann (Σένκε Βόρτμαν) αναφέρεται στην περιπέτεια της δημιουργίας της....
Υπάρχουν δύο γεγονότα στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας που οι άνθρωποι θυμούνται ακριβώς πού ήταν εκείνη την ημέρα: η πτώση του τοίχους του Βερολίνου το 1989, και η εκπληκτική νίκη στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στις 4 Ιουλίου του 1954, ευρύτερα γνωστή ως το θαύμα της Βέρνης. Αυτή η νίκη, Κυριακή απόγευμα, έχει γίνει μύθος, οι πρωταγωνιστές του αγώνα έχουν γίνει θρύλος: Ζεπ Χέρμπεργκερ (προπονητής), Φριτς Βάλτερ, Χέλμουτ Ραν, Τόνι Τούρεκ…
3-2: η Γερμανία ήταν παγκόσμια πρωταθλήτρια, ένα ολόκληρο έθνος σε παροξυσμό. Αλλά αυτό που χαρακτήρισε εκείνη την ιστορική στιγμή δεν ήταν απλά η χαρά της επιτυχίας μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, αλλά ένα είδος τέλειας ευτυχίας, μία ενθαρρυντική διορθωτική πράξη ενάντια στα σκοτεινά χρόνια του Τρίτου Ράιχ.
Οι μικρές χαρές και οι ανταρσίες της εποχής καθρεφτίζονται στην ιστορία της οικογένειας Λουμπάνσκι από το Εσσεν-Κάτερνμπεργκ. Αντισταθμίζοντας τη δοκιμασία της επιστροφής του πατέρα από τη σοβιετική αιχμαλωσία παρατηρούμε τα πρώτα σημάδια του γερμανικού οικονομικού θαύματος που επρόκειτο να συμβεί.
(...)Αρχικά, ήταν δύσκολο να βρω ένα τρόπο προσέγγισης στο θέμα, ειδικά σ’ ό,τι αφορούσε στο πώς να προσεγγίσω ένα θέμα που είναι τόσο βαθιά εντυπωμένο στη συλλογική μνήμη των Γερμανών. Αλλά τελικά αποδείχτηκε να είναι μία συναρπαστική και πολύ ευχάριστη αποστολή, κυρίως επειδή ο σκοπός του ήταν πολύ πιο ευρύς από το ποδόσφαιρο μόνο."
(...) Σπούδαζα ακόμη κινηματογράφο, πρέπει να ήταν το 1985. Διάβασα τυχαία σε ένα βιβλίο για το γερμανικό ποδόσφαιρο, τις ομάδες με θαυμάσιες εικόνες, γήπεδα, εμφανίσεις ομάδων. Υπήρχε μάλιστα και μια ιστορία ενός τύπου που τάιζε περιστέρια, ο οποίος ακολουθούσε πάντα την αγαπημένη του ομάδα στους εκτός έδρας αγώνες. Οποτε η ομάδα σκόραρε, ελευθέρωνε ένα περιστέρι, το οποίο πετούσε μέσα στο γήπεδο και μετά πετούσαν πίσω στο σπίτι τόσα περιστέρια όσα ήταν τα γκολ. Όταν διάβασα αυτήν την ιστορία, βρήκα αυτή την εικόνα υπέροχη, με εντυπωσίασε και με συγκίνησε. Και με έναυσμα αυτή την εικόνα σκέφτηκα: κάποια μέρα μία από τις ταινίες μου θα αρχίζουν έτσι.
(...) Μεγάλωσα σε τέτοιο περιβάλλον. Ο πατέρας μου ήταν στον πόλεμο, αλλά δεν αιχμαλωτίστηκε. Τραυματίστηκε και επέστρεψε. Επίσης ήμουν ο μικρότερος από τα τρία παιδιά, όπως ο Ματίας στην ταινία. Και εκεί τελειώνει η ομοιότητα.
(...) Φτιάξαμε το δικό μας στάδιο. Επρεπε να έχει μια συγκεκριμένη γωνία προς τον ήλιο, αλλιώς δε θα μπορούσαμε να βάλουμε τους θεατές με τη βοήθεια ψηφιακών μέσων. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα τέτοιο στάδιο. Και δεν μπορείς να βασιστείς στην εμπειρία, έπρεπε να ανακαλύψουμε μόνοι μας πώς πρέπει να γίνει το στάδιο μετά από δοκιμές και λάθη. Δεν μπορούσαμε να ρωτήσουμε κάποιον ‘Πώς γίνεται αυτό;’ Κανείς δεν το είχε ξανακάνει. Αρχικά κοιτάξαμε για μεγάλα, μικρά στάδια.Αλλά κανένα δεν ήταν αυτό που θέλαμε. Μετά κάποιος είχε την ιδέα: ‘Γιατί δεν πάμε εκεί που έχει γρασίδι;’ Ετσι καταλήξαμε σε έναν χώρο ανάμεσα στην Κολονία και τη Βόννη.
(...) Μας βοήθησαν ο Χορστ Εκελ, ο Χάινριχ Κβιατκόβσκι, ένας από τους τρεις τερματοφύλακες και μερικοί δημοσιογράφοι που ήταν εκεί. Αλλά ο Εκελ ήταν αυτός που μας είπε πώς μιλούσαν, τι έλεγε ο Ζεπ Χέρμπεργκερ, τι τακτική ακολουθούσαν… Οι εν ζωή παίκτες ταξοδεύουν κάθε χρόνο στην Ουγγαρία για να συναντήσοτυν παίκτες από την τότε Εθνική Ουγγαρίας, όπως ο Πούσκας, ο Κότσιτς, πενήντα χρόνια μετά τον αγώνα. Νομίζω ότι αυτό είναι υπέροχο.
(δηλώσεις του σκηνοθέτη στις σημειώσεις για την παραγωγή)