του Samuel Benchetrit
Έχοντας κερδοσκοπήσει εις βάρος μιας ασφάλειας ζωής, ο Παμπλό πρέπει να βρει γρήγορα ένα μεγάλο χρηματικό πόσο, αλλιώς θα πάει στη φυλακή. Ο Λεόν ένας ξάδελφός του που έχει να δει από τότε που ήταν παιδιά, μόλις έχει κληρονομήσει μια τεραστία περιούσια στην οποία ο Παμπλό προσπαθεί να "βάλει χέρι" για να σωθεί. Ο Λεόν μονίμως μαστουρωμένος ζει κάτω από την επήρεια παραισθησιογόνων πάνω από τριάντα χρόνια και πιστεύει ότι η Janis Loplin και ο John Lennon ζουν και πως κάποια στιγμή ότι θα επιστρέψουν. Ο Παμπλό τότε καταστρώνει ένα παρανοϊκό σχέδιο: μεταμορφώνει τη γυναίκα του Μπριτζίτ και ένα ξεχασμένο άνεργο ηθοποιό, σε σωσίες των μυθικών σταρ. Όμως οι σωσίες ταυτίζονται με τα μουσικά είδωλα στα οποία μεταμφιέζονται και αυτή η μηχανορραφία θα τους παρασύρει πολύ πιο μακριά απ' όσο είχαν φανταστεί...
Διατηρώντας μια λιτή και σχεδόν γυμνή από περιττά στοιχεία σκηνοθετική γραμμή, ο σκηνοθέτης κάνει μια κωμωδία στην οποία επικεντρώνεται στα στοιχεία της ποπ κουλτούρας. Η ψυχεδελική ατμόσφαιρα, η εφευρετικότητα, ένα κλίμα παράλογου και μια κωμικοτραγική απόχρωση αποτελούν ουσιαστικά σημεία που χαρακτηρίζουν το τελικό αποτέλεσμα.
To Tζάνις και Τζον είναι αφιερωμένο στην μνήμη της αδικοχαμένης Marie Trintignant που πέθανε την 1η Αυγούστου του 2003, στην Λιθουανία από εγκεφαλικό οίδημα, έπειτα από ένα βίαιο καβγά με τον σύντροφό της Bertrand Cantat, τραγουδιστή του γκρουπ "Noir Desir".
Ο σκηνοθέτης Samuel Benchetrit δηλώνει σχετικά με την ταινία "
Είχα πολλά να κάνω ακόμα με τη Marie (Trintignant), ήταν μέσα σε όλα μου τα σχέδια. Οι επόμενες ταινίες μου θα είναι σίγουρα λοιπόν πολύ αρσενικές. Αληθινά, κάναμε αυτή την ταινία μαζί και αισθάνομαι ένα φρικτό πόνο. Η πρώτη μου αντίδραση, όταν έμαθα αυτό που συνέβη, ήταν να αναβάλλω την προβολή. Αλλά ο ίδιος ο Jean-Louis Trintignant είναι που επέμεινε να γίνει η προβολή όπως είχε κανονιστεί. Αυτή η ταινία όφειλε να αποκαλύψει την Μarie. Το μοντάζ παρέμεινε έτσι όπως είχε προβλεφτεί από την αρχή, με τελευταίο πλάνο την Μarie μπροστά στον ουρανό και να μας κοιτάζει. Μια από τις μεγάλες μου τύψεις είναι το γεγονός ότι εκείνη δεν μπόρεσε να δει την πρώτη μου ταινία
".
Ενώ αναφερόμενος στα γυρίσματα δηλώνει: "Τα γυρίσματα διάρκεσαν έντεκα μήνες και συνολικά, η διάθεση που υπήρχε ήταν κυρίως αυτή μιας κατασκήνωσης. Γυρίζαμε μια κωμωδία, ήμασταν όλοι εκεί νωρίς το πρωί, χαρούμενοι που ξαναβρισκόμασταν, που συνεχίζαμε. Κανονίζαμε το πρόγραμμα της ημέρας, και όλα αυτά με καλή διάθεση. Όντας στην ομάδα ως εκείνος που έχει γυρίσει το λιγότερο από όλους, που είχε την μικρότερη εμπειρία, θεωρήθηκα ως ο ¨ασκούμενος¨ της ταινίας. Είχα ζητήσει από τον καθένα στην ειδικότητά του, να θυμηθεί το καλύτερο γύρισμα που είχε κάνει και να ξανακάνει το ίδιο πράγμα. Εγώ θα έπρεπε να τους ακολουθήσω για να μάθω. Ξεκίνησα με το να παρακολουθώ την κάμερα και, στο τέλος προσπαθούσα να κάνω πλάνα όλο και πιο πολύπλοκα. Δούλεψα πολύ στον φωτισμό, την επιλογή των φιλμ. Δε μπορώ να δουλέψω σε δυσάρεστες συνθήκες και ήθελα να διασκεδάζω μαζί με όλο τον κόσμο. Πρέπει οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι που δουλεύουν μαζί. Δεν υπήρχε λοιπόν θέμα πίεσης. Οι καταστάσεις του σεναρίου ήταν αστείες. Όλοι οι ηθοποιοί που συμμετείχαν ήταν όλοι άνθρωποι πολύ προσιτοί, πολύ ζεστοί. Δεν υπήρξε καμία σύγκρουση, καμία κρίση εγωισμού. Δουλέψαμε πολύ την προετοιμασία. Φτάσαμε λοιπόν στο γύρισμα εντελώς έτοιμοι, γνωρίζοντας τί θέλαμε, με ένα decoupage σκηνών, έχοντας εντοπίσει τους χώρους θέμα με το οποίο ασχολήθηκα πολύ, γιατί είναι ένα μέρος της δουλειάς που θεωρώ πολύ σημαντικό. "
Ο Samuel Benchetrit ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας και γράφοντας ταινίες μικρού μήκους που βραβεύτηκαν σε διεθνή φεστιβάλ. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε στο θέατρο, σκηνοθετώντας πολλές φορές τον Jean-Louis Trintignant και την κόρη του Marie Trintignant. Η ταινία είναι η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους του.
(δ.τ.)