(Ο αδελφός του)
του Patrice Chéreau
"Ο Thomas πεθαίνει. Έχει αποδεχτεί το γεγονός και έχει αποφασίσει να περιμένει τον θάνατο στην παραλία, στο σπίτι όπου περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Είμαι κοντά του. Είναι ακόμα καλοκαίρι. Δεν ήξερα ότι μπορείς να πεθάνεις το καλοκαίρι. Πάντα σκεφτόμουν ότι ο θάνατος έρχεται τον χειμώνα, ότι χρειάζεται το κρύο, το γκρίζο και τη μαυρίλα. Τώρα μαθαίνω ότι μπορεί να κάνει την δουλειά του και στον ήλιο.
Ονειρεύομαι ότι ο Thomas αφήνεται σ' αυτόν στον λαμπερό ήλιο. Όταν ο Thomas ήταν στο νοσοκομείο κατά την διάρκεια του χειμώνα σκέφθηκα ότι όλα θα ξεκινούσαν μ' ένα μούδιασμα στα μέλη του σώματος, ένα τράβηγμα και μετά ότι ο θάνατος θα έρχονταν ξαφνικά απότομα, γρήγορα, βίαια.
Όμως όχι. Υπάρχει σίγουρα σ' αυτόν μια ελαφρότητα. Έρχεται αργά, είναι σαν να λιποθυμάς από την ζέστη.
Ο επικείμενος θάνατος παρόλα αυτά θα προκαλέσει μια καταστροφή. Θα μας εξαναγκάσει να εξετάσουμε την ύπαρξή μας. Θα μας αλλάξει και θα μας ωθήσει σε μια αναπάντεχη στροφή στις ζωές μας. Θα εκτροχιασθούμε, όμως δεν θα μπορούμε κάνουμε κάτι γι' αυτό.
Ο θάνατος είναι ένα σημαντικό γεγονός. Ο αδελφός μου πεθαίνει".
Η ταινία Son Frere είναι για το σώμα, για την διάλυση ενός σώματος και για τα πρόσωπα. Είναι μια ταινία για την σιωπή και την εξ' ανάγκς φλυαρία. Ψηλαφά το δέρμα, τα διπλώματα του, τις ρυτίδες, τα αυλάκια, τα μαλλιά και τις σταγόνες του ιδρώτα. Είναι επίσης μια εξερεύνηση των μωλώπων, τον κοκκινισμένων υλών, του πύου, των στιγμάτων στα σεντόνια. Είναι η ζωή ακίνητη -η Νεκρή φύση.
Αφηγούμενος την ιστορία δύο αδελφών από την σκοπιά του ενός, του Luc, ο βραβευμένος στο Φεστιβάλ Βερολίνου Γάλλος σκηνοθέτης Patrice Chereau διερευνά τις αντανακλάσεις ένας επερχόμενου θανάτου στην γεμάτη συναίσθημα σχέση των δύο προσώπων. Ο σκηνοθέτης δηλώνει σχετικά: "Ήθελα επίσης να απεικονίσω το σώμα. Ξεκίνησα να κάνω ταινίες γιατί ο κινηματογράφος μου επέτρεπε να είμαι μαζί με ηθοποιούς. Και γιατί επίσης θεωρούσα ότι ο κινηματογράφος είναι η πιο αποτελεσματική μορφή τέχνης για την απεικόνιση της σύγχρονη ζωής. Είναι η επιθυμία για κατανόηση και για παρατήρηση που δίνει ένα νόημα στο έργο μου".
Ο Chereau γύρισε την ταινία μ' ένα πολύ μικρό συνεργείο γιατί ήθελε να επικεντρώσει την προσοχή του στους δύο ηθοποιούς που υποδύονται τους κεντρικούς ρόλους: στον Eric Caravaca στον ρόλο του νεώτερου αδελφού και τον Bruno Todeskini. Αναφερόμενος ο Todeskini στην προετοιμασία για να υποδυθεί τον χαρακτήρα (υποβλήθηκε σε αυστηρή δίαιτα) δηλώνει σχετικά "το έκανα ως ένα τρόπο για να μπω στο πετσί αυτού τον άνδρα που έχει χάσει την θέληση του να ζει και έχει την θέληση του να ζει και έχει επίσης πλήρη συνείδηση του επικείμενου θανάτου. Επίσης αντιλαμβάνεται ότι η ζωή του είναι βασισμένη σ' ένα ψέμα".
Σε μια κριτική του, το περιοδικό Film Review αναφέρει μεταξύ άλλων για την ταινία: "Το Son Frere είναι μια πολύ σοβαρή ταινία για ενήλικες. Δεν υπάρχει εδώ χώρος για γέλια ή για στιγμές ελαφρότητας, όταν κάποιος ασχολείται με τέτοια "βαριά" θέματα. Όμως καθώς κάποιος εμπλέκεται με την γυμνή πραγματικότητα του θανάτου του Thomas, θα αντιληφθεί ότι παρασύρεται απ' αυτό το γεμάτο δύναμη δράμα του Chereau. Η επιδέξια χρήση ενός πλήθους αποτελεσματικών γωνιών λήψης και ο γεμάτο περιπλοκές διάλογος γεμίζει με ένταση και βαθιά συναισθήματα και κάνει αυτή την ταινία μια από τις πιο δυνατές μαρτυρίες για τον θάνατο".
Ο Patrice Chereau γεννήθηκε το 1944 στο Lezigne. Το 1964 ξεκίνησε να σκηνοθετεί θέατρο, διευθύνοντας αρκετούς θιάσους και έχοντας κάνει μέσα στα χρόνια μια άξια λόγου καριέρα. Επίσης ασχολήθηκε με την ηθοποιία. Το 1974 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία La Chair de l' Orchidee. Από τις γνωστότερες ταινίες του είναι η La Reine Margot (1994) και η βραβευμένη στο Βερολίνο, Intimacy (2000).
(Πηγή: κατάλογος του Φεστιβάλ Βερολίνου 2004)