Το Vodka Lemon είναι μια γλυκόπικρη κωμωδία που επικεντρώνεται στις δυσκολίες της ζωής στα απομονωμένα ορεινά χωριά της πρώην Σοβιετικής Ένωης. Η νοσταλγία και εξειδανίκευση του παρελθόντος αποτελεί μια συναισθηματική αντίδραση των ηρώων απένατη στη διάχυτη ανέχεια. Παράλληλα όμως ο σκηνοθέτης αναδεικνύει την αισιοδοξία και το κουράγιο, χρωματίζοντας με ζεστά χρώματα τα πρόσωπα των κεντρικών χαρακτήρων.
Η ταινία διαδραματίζεται στην μετασοβιετική Αρμενία. Ο Hamo είναι ένας γοητευτικός 60άρης χήρος που ζει μαζί με τον αλκοολικό γιο του και την όμορφη εγγονή του, ενώ ο μικρός του γιος έχει φύγει μετανάστης στο Παρίσι αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Όλη η περιουσία του Hamo είναι επτά δολάρια από την σύνταξη του ως στρατιωτικός, μια παλιά ντουλάπα, μια σπασμένη σοβιετική τηλεόραση και την στρατιωτική του στολή. Όταν επισκέπτεται το νεκροταφείο για να βρεθεί στο τάφο της γυναίκας του ο Hamo συνάντα την Nina, μια όμορφη χήρα ηλικίας 50 χρόνων.
Ένα γράμμα από τον γιό του στο Παρίσι περιμένει τον Hamo στο Yerevan. Οι συγχωριανοί του έχουν ήδη αποφασίσει για το περιεχόμενο του: φαντάζονται ότι "ο φάκελος πρέπει να 'ναι γεμάτος με χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων!". Στο μυαλό όμως του Hamo βρίσκεται η γοητευτική άγνωστη που συνάντησε στο νεκροταφείο. Όταν παίρνει στα χέρια του τον περίφημο φάκελο ανακαλύπτει ότι δεν περιέχει κανένα χαρτονόμισμα.
Ο Hamo παρ' όλες τις δυσκολίες της ζωής του ποτέ δεν χάνει το κουράγιο του και συνεχίζει απτόητος να απολαμβάνει μέσα στα χιόνια το αγαπημένο του ποτό: βότκα με λεμόνι.
Η ταινία κατέκτησε το βραβείο San Marco- Καλύτερης ταινίας στο τμήμα Contro Corrente του Φεστιβάλ Βενετίας (2003).
Ο Allan Hunter γράφει στο Screen International, για την ταινία: "Θυμίζει τις ταινίες του Aκι Καουρισμάκι και του Εμίρ Κουστουρίτσα με τις ανέκφραστες παρουσίες, τη συμπάθεια για τους ήρωες και την ικανότητα να αναμιγνύει τη σκληρή πραγματικότητα με τις ονειρικές καταστάσεις
Η ζωή είναι τρελή στο VODKA LEMON αλλά ο Σαλέεμ την παρουσιάζει τόσο όμορφη και συγκινητική ώστε οι θεατές να θέλουν να τη βλέπουν
"
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Hiner Saleem δηλώνει: "Το 1999 όταν έκανα τα γυρίσματα της δεύτερης ταινίας μου Passeurs de reves στα κουρδικά χωριά της Αρμενίας, αμέσως κατάλαβα τρία πράγματα: όταν κάποιος λέει "δεν υπάρχει πρόβλημα" εννοεί ότι υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα, όταν κάποιος λέει "σε ένα λεπτό" εννοεί σε δύο ή τρεις μέρες και, όταν κάποιος λέει "αύριο" εννοεί ποτέ
(...) Για τους Αρμένιους το νεκροταφείο δεν είναι τόπος θλίψης. Μια φορά είδα να κάθονται εκεί δύο νέοι από το χωριό. Τους χαιρέτισα και τους ρώτησα "Τι κάνετε εδώ;" Μου απάντησαν "Καπνίζουμε, έχουμε βγει βόλτα. Που θέλεις να πάμε; Δεν υπάρχει καφενείο. Εδώ έχει μια καρέκλα, καθόμαστε και του κάνουμε παρέα".
(...) Η Αρμενία είναι μια χώρα που δείχνει ακριβώς ίδια με την πατρίδα μου, το Κουρδιστάν, που θα ήθελα τόσο να δω μετά από τόσα χρόνια. Η γυναίκα στην ταινία είναι ίδια ακριβώς με την μητέρα μου. Οι μουσικές τους ακούγονται σαν τα παιδικά μου νανουρίσματα. Θεωρώ ότι όλοι οι Αρμένιοι είναι μάγοι -επειδή δεν μπορώ να εξηγήσω πως κατάφεραν να επιβιώσουν και νομίζω ότι ούτε οι ίδιοι το έχουν καταλάβει. Στο πρόσωπο του υπάρχει μια διαρκής αισιοδοξία. Αυτό το στοιχείο του παραλόγου και η αισιοδοξία, αυτή η δυστυχία και η αγάπη, αυτές οι ζωές που εναλλάσσονται από την τραγωδία στην κωμωδία όλα αυτά με τράβηξαν στο σινεμά".
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Hiner Saleem γεννήθηκε το 1961 στην Akkra στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Ήταν γιος ενός περσμεγκά. Διέφυγε στην Συρία και από 'κει στην Ιταλία. Έζησε στην Φλωρεντία όπου εργάστηκε σαν ζωγράφος. Όταν βρέθηκε στο Παρίσι ασχολήθηκε με το σινεμά και η πρώτη του ταινία με τίτλο Vive la marie
et la liberation du Kurdistan (1997) βραβεύτηκε στο φεστιβάλ της Angers με το βραβείο σεναρίου.
(Πηγή: Κατάλογος του Φεστιβάλ Βενετίας 2003 και Δελτίο Τύπου)