(Το μυστικό)
του Claude Miller
Εστιάζοντας σε μια ιστορία αγάπης και παθιασμένου έρωτα, η αφήγηση παρακολουθεί την ζωή μιας εβραϊκής οικογένειας κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Francois ζει στο μεταπολεμικό Παρίσι. Είναι μοναδικός γιος μιας εβραϊκής οικογένειας. Όμως έχει πάντα την αίσθηση ότι δεν ήταν ο μόνος γιος της οικογένειας, αλλά ότι έχει ένα αδελφό. Ζει μια ήρεμη με τους γονείς του Maxime και Tania -και καθώς τίποτε δεν διαταράσσει αυτή την ηρεμία τίποτε επίσης δεν αποκαλύπτεται. Όμως τελικά ένα τρομερό μυστικό θα αποκαλυφθεί, ένα μυστικό που κατάγεται από τη σκοτεινή περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Ο Maxime και η Tania είναι συγγένεις. Ένας παθιασμένος έρωτας κυβερνά την ζωή τους. Όμως τις συνέπειες αυτού του έρωτά τους προσπαθούν να αγνοήσουν μέχρι που ο πόλεμος ξέσπασε. Τώρα η ενοχή τους φέρνει πιο κοντά: τους ενώνει.
«Αυτό που μ’ άρεσε στο μυθιστόρημα του Philippe Grimbert. είναι ότι αφηγείται μια ιστορία παθιασμένου έρωτα και μοιχείας, όπου τα πάντα είναι ανήθικα» δηλώνει ο σκηνοθέτης της ταινίας Claude Miller. «Επιπλέον αυτή η ιστορία έχει ως ιστορικό φόντο το Shoah, το ολοκαύτωμα. Δεν θα είχε ως ιστορία την ίδια αποτελεσματικότητα αν διαδραματιζόταν σε διαφορετική ιστορική περίοδο. Αυτό κάνει την ιστορία να είναι τόσο συγκινητική και συγκλονιστική».
Αναφερόμενος στη σκηνοθετική προσέγγιση δηλώνει: «Για τις ταινίες που αναμιγνύουν διαφορετικές χρονικές περιόδους, υπάρχει πάντα ο πειρασμός για κωδικοποίηση μέσω του χρώματος. Για παράδειγμα οι προπολεμικές σκηνές έχουν περαστεί με σέπια. Ήξερα ότι αυτό θα ήταν μια φορμαλιστική ευκολία για την ταινία. Σας έχω πει πόσο απεχθάνομαι τον ‘πικτουραλισμό’. Έτσι τράβηξα όλο το φιλμ σε χρώμα και η ιδέα του ασπρόμαυρου παρόντος, μου εμφανίστηκε υποσυνείδητα ως αναγκαία κατά την διάρκεια του μοντάζ. Ανακάλυψα ξανά μια σημαντική παράμετρο του βιβλίου που την είχα ξεχάσει: οτιδήποτε εξελίσσεται στο σήμερα, έχει γραφτεί σε παρατατικό και όλη η δράση του παρελθόντος έχει γραφτεί στον ενεστώτα.»
Συμπληρώνει: «Για μένα η φύση παίζει κυρίαρχο ρόλο στις ταινίες μου, και κυρίως στις ιστορίες που μιλούν για έρωτα και πάθος. Ακολουθώ πιστά αυτή τη ρήση που συνοψίζει την άποψή μου: η μητέρα φύση δεν ενδιαφέρεται!. Για μένα, η φύση που δεν δίνει φράγκο αποτελεί για το σινεμά ένα εξαιρετικό όχημα συναισθημάτων. Κοιτάξτε τις ταινίες του Κινγκ Βίντορ ή ακόμη καλύτερα αυτές του Τέρενς Μάλικ όπως ‘Thin Red Line’ και ‘New World’ και θα βρείτε αυτό το, ουτοπιστικό δυστυχώς πολλές φορές, όραμα της σημασίας της φύσης, που έρχεται αντιμέτωπη με τα πάθη που περιγράφουμε. Μου αρέσει η αντίστιξη ανάμεσα στην ταλαιπωρημένη φύση από τον ανθρώπινο παράγοντα και το φυσικό μεγαλείο της, που απλά δεν την νοιάζει τίποτα.»
Και επίσης δηλώνει: «Η πισίνα είναι μια τοποθεσία κλειδί για την ταινία, αλλά και για μένα τον ίδιο. Η πισίνα σαν τοποθεσία με στοιχειώνει από πολύ μικρό παιδί, αφού ο πατέρας μου με έσερνε για να μου μάθει κολύμπι. Εγώ με τον αθλητισμό δεν τα πήγαινα καλά και για πολλά χρόνια η πισίνα είχε μετατραπεί σε εφιάλτη, προκαλώντας μου δέος και απέχθεια. Οι παιδικές μου φοβίες αποτελούν τροφή για τις ταινίες μου, έτσι προβάλλω την πισίνα ως ένα μέρος αγχωτικό, επικίνδυνο, αφιλόξενο.»
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Philippe Grimbert.
(πηγή δελτίο τύπου)