του Luc Besson
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Ερωτεύτηκα για πρώτη φορά την ηρωίδα του, Αντέλ, πριν από δέκα χρόνια περίπου. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή μαζί του αλλά δυστυχώς είχε συμφωνήσει για την κινηματογραφική μεταφορά της σειράς κόμικ με άλλο σκηνοθέτη. Τον καιρό εκείνο είχα λυπηθεί αλλά ήμουν ευχαριστημένος που είχε επιλέξει έναν πολύ καλό σκηνοθέτη και του ευχήθηκα ότι καλύτερο. Ανυπομονούσα να δω την ταινία αλλά αυτή δεν έγινε ποτέ. Μετά από τρία-τέσσερα χρόνια, ήρθα ξανά σε επικοινωνία με τον Ταρντί και μου είπε πως, έχοντας τσακωθεί με τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη, έχει γυρίσει πλέον την πλάτη του στον κινηματογράφο. Απέρριπτε την ιδέα κινηματογραφικής μεταφοράς. Έπρεπε να τον πείσω να το ξανασκεφτεί. Συναντηθήκαμε αρκετές φορές. Έπρεπε να τον καθησυχάσουμε, να επιδείξουμε τα προσόντα μας και να περιμένουμε άλλον ένα χρόνο για να αγοράσουμε τα δικαιώματα, τα οποία ο ατζέντης του είχε πουλήσει σε κάποιον άλλο. Μετά από έξι χρόνια αναμονής και διαπραγματεύσεων, ο Ταρντί συμφώνησε τελικά να πουλήσει σ’ εμένα τα δικαιώματα της Αντέλ του.
Έγραψα το πρώτο προσχέδιο της διασκευής, όντας πολύ πιστός στο κόμικ, στο σύμπαν του Ταρντί και στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Αντέλ. Έδωσα το σενάριο στον Ταρντί έχοντας μεγάλη αγωνία, μιας και είχε γράψει το κόμικ ενώ εγώ είχα κάνει τον χαρακτήρα δικό μου με τη διασκευή. Ήμουν τυχερός όμως διότι διάβασε το σενάριο και είπε “Είναι εξαιρετικό!”. Αναγνώρισε τα στοιχεία του κόμικ και του χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα ανακάλυψε την κινηματογραφική τους μεταφορά, όχι απλά μια μετατροπή της ιστορίας σε κινούμενες εικόνες. Αυτό ήταν που τον κέρδισε. Η μόνη αλλαγή που ζήτησε ήταν στο όνομα ενός από τους χαρακτήρες.
Παρακολουθούσα την καριέρα της Λουίζ εδώ και αρκετό καιρό – από τρελή παρουσιάστρια του καιρό στο Canal+, σε πρωταγωνίστρια στο “Κορίτσι από το Μονακό” της Αν Φοντέν. Η ικανότητα της να υποδύεται μια γκάμα εντελώς διαφορετικών χαρακτήρων μου τράβηξε την προσοχή διότι πρόκειται για ένα πολύ σπάνιο ταλέντο, το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον ρόλο της Αντέλ. Όταν συνάντησα την Λουίζ, υπήρχε αμέσως μια πολύ καλή χημεία και ήξερα πως είχα βρει την Αντέλ μου.
Η Λουίζ είναι ανοιχτόμυαλη, πάντα σε εγρήγορση και μπορεί να αλλάξει από ζεστό σε κρύο με το κλείσιμο ενός ματιού, όπως κι η Αντέλ αλλά λιγότερο τρελή. Η Λουίζ είναι επίσης πολύ εργατική και εξαιρετικά αξιόπιστη. Με την Αντέλ είναι πιο πολύπλοκα τα πράγματα διότι κάνει πάντα το δικό της και τίποτα δεν μπορεί να την σταματήσει. Στα παρασκήνια, το συνεργείο είχε βγάλει για την Λουίζ το ψευδώνυμο “η λογίστρια”, επειδή εκείνη έλεγχε πάντα τη συνοχή και την λίστα με τα πλάνα. Τα ήξερε όλα απ’ έξω. Η συνεργασία μαζί της είναι μια πραγματική αποκάλυψη.
Κάθε ταινία είναι και μια ξεχωριστή εμπειρία, εξαιτίας της ιστορίας, των χαρακτήρων, των ηθοποιών, των ανθρώπων που συναντάς και, κυρίως, της χρονικής περιόδου όπου τη γυρίζεις. Όταν γύριζα την πρώτη μου ταινία, όλα ήταν τελείως καινούρια για μένα. Ήμουν είκοσι χρονών όταν γύρισα το “The Last Combat”. Μετά περνάει ο χρόνος… Δεν είσαι πλέον ο ίδιος άνθρωπος στα 25-30, στα 40, στα 50…
Υπάρχει κάποιο είδος πολύπλοκης αλχημείας ανάμεσα στην πνευματική και στην νοητική σου ανάπτυξη, αλλά και στην πρακτική σου εμπειρία. Ο βασικός γνώμονας όταν αρχίζω τα γυρίσματα μιας ταινίας, είναι να γνωρίζω πως μπορώ να χρησιμοποιήσω την εμπειρία αυτή και να μπορώ παράλληλα να δω τα πράγματα από μια νέα φρέσκια οπτική, κάτι που είναι απαραίτητο για τη δημιουργία μιας καλής ταινίας.
Στην Αντέλ καλύψαμε αρκετό έδαφος στο στάδιο του pre-production και εστίασα αρκετά εκεί. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που δεν τελούσα και χρέη παραγωγού. Το να έχω έναν παραγωγό, την σύζυγο μου Βιρζινί Μπεσόν-Σιλά, ήταν μια πολύ ευχάριστη εμπειρία μιας και μου έδινε τη δυνατότητα να διοχετεύσω όλη μου την ενέργεια στην σκηνοθεσία. Ήμουν πολύ απαιτητικός, όλη την ώρα, και έδωσα ότι είχα και δεν είχα. Ήθελα πραγματικά η ταινία αυτή να είναι όσο το δυνατόν καλύτερη και η διαδικασία του μοντάζ να μην είναι τίποτα λιγότερο από σκέτη απόλαυση.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)