του Tom Ford
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Πρωτοδιάβασα το βιβλίο (του Christopher Isherwood) στις αρχές του 1980 και με συγκίνησε η ειλικρίνεια και η απλότητα της ιστορίας .Τρία χρόνια μετά, ψάχνοντας το κατάλληλο project για τη πρώτη μου ταινία, συνειδητοποίησα ότι το μυθιστόρημα αυτό και ο πρωταγωνιστής του, ο Τζορτζ, ήταν συνέχεια στο μυαλό μου.
Όταν το ξαναδιάβασα, το βιβλίο μου ‘μίλησε’ με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Είναι μία βαθιά, συναισθηματική ιστορία για μία μέρα της ζωής ενός άντρα που δεν μπορεί να δει μέλλον μπροστά του. Είναι μία παγκόσμια ιστορία, που έχει σχέση με τη συμφιλίωση, με τη μοναξιά που όλοι νιώθουμε και τη σημασία του να ζεις στο παρόν και να συνειδητοποιείς ότι τα μικρά πράγματα είναι εκείνα που έχουν σημασία στη ζωή.
(...)Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του Ίσεργουντ σε αυτό το σημείο της ζωής μου, συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα βιβλίο που είχε γραφτεί από τον αληθινό του εαυτό για τον ψεύτικο εαυτό του. Ο Κρίστοφερ Ίσεργουντ σπούδαζε Vedanta και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο μυθιστόρημά του. Είναι ιδιαίτερα πνευματικό και αναφέρεται στον αγώνα του να ζει κάποιος στο σήμερα. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που ξέρουν τη δουλειά μου ως σχεδιαστή μόδας θα ξαφνιαστούν με αυτήν την ταινία. Είναι πολύ προσωπική και εκφράζει μία πλευρά του χαρακτήρα μου που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν.
(...) Μου φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πια ταινίες που να επικεντρώνονται σε δυνατούς χαρακτήρες και στους καλούς διάλογους, και δυστυχώς αυτές είναι για μένα, ως θεατή, οι πιο αξιόλογες ταινίες. Τέτοιου είδους ταινίες προσπαθώ να κάνω.
Πάντα είχα μία διαίσθηση, μία εσωτερική φωνή που με βοηθούσε να πάρω αποφάσεις. Η μόδα έχει να κάνει πολύ με τη διαίσθηση, επειδή πρέπει να προβλέπεις το τι θέλει ο κόσμος ένα χρόνο πριν το θελήσει.
Δούλευα αυτό το project για αρκετό καιρό. Δούλευα το σενάριο σχεδόν δύο χρόνια και έκανα πολλά προσχέδια. Όταν φαντάζεσαι μία σκηνή, όσο τη γράφεις δεν φαίνεται να υπάρχουν προβλήματα. Οι ηθοποιοί λένε αυτά που πρέπει να πουν. Η λήψη είναι εξαιρετική. Αλλά, δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα.
(...) Ο Τζορτζ ζει στο παρελθόν, δεν μπορεί να δει μέλλον για τον εαυτό του, δεν μπορεί να βγει από την κατάθλιψη και έτσι αποφασίζει να δώσει τέρμα στη ζωή του. Σκεπτόμενος ότι βλέπει για μία τελευταία φορά τα πράγματα, αρχίζει να βλέπει τον κόσμο διαφορετικά και βρίσκει τον εαυτό του μετά από χρόνια να ζει στο σήμερα και να έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την ομορφιά του κόσμου. Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα διαχρονικό θέμα, επειδή τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη να εκτιμούμε τα δώρα που έχουμε στη ζωή μας.
Η ταινία έχει να κάνει με την απώλεια και τη μοναξιά. Θα μπορούσε να είναι η ίδια ιστορία αν επρόκειτο για τη σύζυγό του Τζορτζ, αντί για το σύντροφό του, που είχε πεθάνει. Είναι μία ιστορία αγάπης και η αναζήτηση ενός άντρα για να βρει νόημα στη ζωή του. Το θέμα είναι παγκόσμιο.
Βλέπω πολλά σημεία του εαυτού μου στον Τζορτζ. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν ένας είδος πνευματικής κρίσης στο μέσο της ζωής τους. Κέρδισα πολλά υλικά αγαθά στη ζωή μου από πολύ νωρίς: οικονομική ασφάλεια, δόξα, επαγγελματική επιτυχία, περισσότερα υλικά αγαθά, τόσα που δεν ήξερα τι να τα κάνω. Είχα μία ολοκληρωμένη προσωπική ζωή, έναν εξαιρετικό σύντροφο για 23 χρόνια, δύο θαυμάσια σκυλιά και πολλούς φίλους, αλλά για κάποιο λόγο έχασα το δρόμο μου για λίγο. Ως σχεδιαστής μόδας, έπρεπε να σχεδιάζω ρούχα για το μέλλον, για να φορεθούν και να μπουν στα καταστήματα πολλά χρόνια μετά. Η κουλτούρα μας, ενισχύει μία θεωρία ότι όλα μας τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με υλικά αγαθά. Είχα αμελήσει εντελώς το πνευματικό κομμάτι της ζωής μου.
(...) Η χρήση του χρώματος παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία. Στο βιβλίο είμαστε μέσα στο μυαλό του Τζορτζ οπότε ξέρουμε τα συναισθήματα που νιώθει κάθε στιγμή. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να καταφέρω να περάσει η διάθεσή του Τζορτζ και στο κοινό. Στην αρχή της ημέρας, όταν ο Τζορτζ είναι πολύ άσχημα συναισθηματικά, το χρώμα είναι ξεθωριασμένο και το φως φλατ, καθώς ο Τζορτζ, επειδή ακριβώς είναι θλιμμένος, η ζωή γι αυτόν δεν έχει ουσιαστικά κανένα χρώμα. Όταν ο Τζορτζ αρχίζει να ζει όμορφες στιγμές κατά τη διάρκεια της ημέρας το χρώμα αρχίζει να γεμίζει την οθόνη, ώστε να αντανακλά τη βελτίωση της διάθεσής του. Και αυτό γίνεται πιο έντονο όταν ο Τζορτζ συναντά την Τζένιφερ Στρανκ στην τράπεζα. Ο Τζορτζ, κάνοντας μαύρες σκέψεις, συνήθως έχει στο μυαλό του αυτό το κορίτσι ως ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό παιδί. Όταν το συναντά στην τράπεζα βλέπει επιτέλους αυτό που είναι στην πραγματικότητα: ένα αξιαγάπητο, φρέσκο και όμορφο κορίτσι και ξεκινά να κουβεντιάζει μαζί της. Μέχρι το απόγευμα, όταν η ομορφιά της ζωής έχει αποκαλυφθεί στον Τζορτζ, περνάμε στο technicolor.
(...) Το καλό ήταν ότι είχα ένα πλεονέκτημα ως σκηνοθέτης, επειδή ήμουν συνηθισμένος στο να συνεργάζομαι με πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, προσπαθώντας να βγάλω τον καλύτερο εαυτό τους και να τους κάνω να γίνουν όσο πιο δημιουργικοί μπορούν, ενώ ταυτόχρονα τους καθοδηγώ προς το όραμά μου.
Το μοντάζ κράτησε έξι μήνες. Αν με ρωτούσε κάποιος στην αρχή της διαδικασίας πόσο θα διαρκούσε, θα έλεγα το μισό χρόνο. Πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω πως κάποιος θα μπορούσε να αλλάξει ολοκληρωτικά τη σημασία μίας σκηνής ή ακόμα και την ίδια την ιστορία μέσω του μοντάζ. Ήμουν τυχερός που δούλεψα με τον Τζόαν Σόμπελ, έναν πραγματικά εμπνευσμένο μοντέρ, που έγινε ένας από τους πιο στενούς μου συνεργάτες.[Το μοντάζ είναι] σαν ένας γρίφος, σαν να έχει μπροστά του τον κύβο του Rubik. Ξεκίνησα την ταινία και μετά έκανα τόσες αλλαγές, τη ‘στριφογύρισα’ προς τόσες διαφορετικές κατευθύνσεις, μέχρι που εξουθενώθηκα. Τη δούλεψα μέχρι που όλα να γίνουν όπως έπρεπε. Και μόνο έτσι θα μπορούσε και έπρεπε να γίνει.»
(...) Συνήθως όταν βλέπουμε μία ταινία που να εκτυλίσσεται στα ‘60s είναι γεμάτη δημοφιλή κομμάτια της εποχής, το οποίο είναι λίγο κουραστικό και όχι κατάλληλο για μία ταινία που είναι πολύ συναισθηματική και που αφορά τις σκέψεις ενός ανθρώπου. Οπότε προσπάθησα να σκεφτώ τι μουσική υπήρχε μέσα στο κεφάλι του Τζορτζ. Δεν ήθελα να το περιορίσω στην μουσική που παιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αλλά ήθελα να έχει κάποιες αναφορές στην κλασική μουσική, χρησιμοποιώντας μία πραγματική ορχήστρα.
Πάντα μου άρεσε η μουσική του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι και οι ταινίες του Γουονγκ Καρ Βάι, ειδικά το θέμα που έκανε ο Ούμε για την ταινία IN THE MOOD FOR LOVE. Είναι ένα από τα αγαπημένα μου μουσικά κομμάτια. Έγραψε τρία μουσικά θέματα για την ταινία που αντικατόπτριζαν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα του Τζορτζ και τον τρόπο που σκεπτόταν.
Πάντα ήξερα ότι ήθελα ένα καθηλωτικό σάουντρακ για την ταινία. Ήθελα ένα πλούσιο εισαγωγικό θέμα και ήθελα η μουσική να είναι η απολύτως κατάλληλη, να είναι κλασική.
(...) Σε πολλά σημεία στην ταινία A Single Man δεν υπάρχει διάλογος. Απλά παρατηρούμε τον Τζορτζ να κάνει πράγματα. Οπότε ο ήχος ή η απουσία του ήταν ιδιαίτερα σημαντικά. Η σιωπή για μένα, ήταν ένα επίσης σημαντικό στοιχείο. Μερικά από τα πιο εντυπωσιακά σημεία που μπορεί να δει κανείς στον κινηματογράφο είναι βουβά. Και είναι σε αυτά τα σημεία που δίνει κάποιος προσοχή.
Μία μεγάλη ταινία την κουβαλάς πάντα μαζί σου. Είναι ψυχαγωγική, αλλά και προκλητική. Ελπίζω η ταινία ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ να κάνει το κοινό να αναρωτηθεί για κάποια πράγματα…να σκεφτεί με ένα διαφορετικό τρόπο. Ελπίζω να μπορέσει να αποδείξει στο κοινό ότι τα μικρά πράγματα στη ζωή είναι και τα πραγματικά μεγάλα.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)