του Aleksei Popogrebsky
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Νομίζω ότι ήμουν περίπου 14, όταν διάβασα κατά τύχη το ημερολόγιο του Πίνεγκιν, ένα συνοδό του Σέντοφ στην αποτυχημένη του προσπάθεια να φτάσει το Βόρειο Πόλο το 1912. Ήταν πολύ βιαστικά προγραμματισμένη, κι όταν το σκάφος τους γέμισε με πάγους, όντας μερικά χιλιάδες μίλια, τόσο από τον προορισμό, όσο κι από την αφετηρία, ο αρχηγός δήλωσε με ηρεμία: « Όπως φαίνεται θα περάσουμε το χειμώνα μας εδώ». Στην πραγματικότητα περάσανε δύο χειμώνες εκεί το συνεργείο, και μια αιωνιότητα ο Σέντοφ. Αυτό συνέβη πολύ πριν τους ασύρματους, τις εναέριες διασώσεις και τα gps. Εκείνη την περίοδο, ένοιωθα το χειμώνα σαν τη μισή μου ζωή. Συχνά αισθάνομαι έτσι ακόμα.
Από τότε έβρισκα ιδιαίτερα συναρπαστικό, το να μπορεί κάποιος να έρθει σε συμφωνία με την έννοια του χώρου και του χρόνου, που είναι πολύ δοαφορετικές όπως τις βιώνουμε σήμερα με τις ώρες, τα λεπτά, το μετρό κι όλα τα μέσα. Αυτή η ταινία, ουσιαστικά, είναι η ιστορία δύο διαφορετικών βαθμίδων (και ασύμβατων) χώρου και χρόνου. Όλοι εμείς, οι κάτοικοι των πόλεων, βλέπουμε την ιστορία από την οπτική του νεαρού Παβέλ, με τον οποίο ταυτιζόμαστε ευκολότερα. Ωστόσο, η προσπάθεια μου σ’ αυτή την ταινία ήταν να γίνουμε υποκείμενα της άγριας φύσης του Βορρά, να αφήσουμε πίσω τις άκαμπτες έννοιες που έχουμε στο μυαλό μας, και να είμαστε ανοιχτοί και προσεχτικοί σε ότι έχει να μας προσφέρει. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω το συναίσθημα μερικές φορές.
(...) Από παιδί ακόμα, έβρισκα πολύ συναρπαστικά τα ημερολόγια των πολικών εξερευνητών. Η ικανότητα τους να αποδέχονται το τερατώδες κενό χώρου και χρόνου με καταπλήσσει. Υποθέτω ότι η ιστορία των δύο αντρών αναπτύχθηκε μέσα μου, στη διάρκεια των χρόνων. Έχοντας ολοκληρώσει δύο ταινίες, ένοιωθα έτοιμος για την πρόκληση αυτή. Ήταν ξεκάθαρο ότι θα έπρεπε να ενωθούμε πλήρως με το πραγματικό περιβάλλον. Κάναμε μια έρευνα και βρήκαμε το σταθμό Βαλκαρκάι στην Τσουκότκα. Αν κοιτάξεις το χάρτη, πρόκειται κυριολεκτικά για την άκρη του κόσμου. Πήγαμε το 2007, για να εξερευνήσουμε τον τόπο, και τον ερωτευτήκαμε. Μια μεγάλη έκπληξη με περίμενε μάλιστα όταν επέστρεψα: έδειχνα με περηφάνια στο χάρτη το μέρος στον Σεργκέι Πουσκεπάλις, για τον οποίο έγραψα τον ένα ρόλο της ταινίας. Με κοίταξε, και μου είπε «Έμενα εκεί κοντά για εννιά χρόνια». Όταν ήταν παιδί, οι γονείς του δουλεύανε σε ένα πυρηνικό εργοστάσιο στην Τσουκότκα. Εξαιτίας αυτού, ο Σεργκέι, ταίριαξε τέλεια με τους ντόπιους εργάτες από την αρχή. Το σχέδιο μας ήταν οι ηθοποιοί να φορέσουν τα ρούχα των πρωταγωνιστών, να ζήσουν τη ζωή τους και να ακολουθήσουν τη ρουτίνα τους εκατό τις εκατό, το ποίο και βοήθησε πάρα πολύ.
(...) Το μέρος που κάναμε τα γυρίσματα και ζούσαμε για τρεις μήνες, εξακολουθεί να είναι ένας ενεργός μετεωρολογικός σταθμός. Για να φτάσεις εκεί από την κοντινότερη πόλη, πρέπει να οδηγείς τρακτέρ για περίπου πέντε ώρες μέσα στην τούνδρα- δεν υπάρχει δρόμος. Χτίστηκε το 1932, και ζουν πέντε άνθρωποι εκεί μόνιμα, ενώ κάποτε ήταν δώδεκα, και το προσωπικό του κοντινού στρατιωτικού σταθμού (φαίνεται σε κάποιες λήψεις στην ταινία). Υπάρχει άλλο ένα μυστήριο μέρος στην ταινία: ο Σταθμός Ομίχλη, που έχει εγκαταλειφθεί από το 1981. Είναι τόσο απομακρυσμένος και δυσπρόσιτος, που είμαστε οι μοναδικοί επισκέπτες τα τελευταία τριάντα χρόνια. Έπρεπε να ταξιδέψουμε δέκα μίλια σε μία φουσκωτή βάρκα, και μετά να ανασύρουμε όλο τον εξοπλισμό από τα απόκρημνα βράχια. Η τοποθεσία και η φυσική ομορφιά είχαν πάρα πολλά να μας προσφέρουν- έπρεπε απλά να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να εναρμονίσουμε τα πάντα με το περιβάλλον. Φροντίσαμε τα σκηνικά που θα φτιάχναμε ή θα τροποποιούσαμε δεν θα ξεχώριζαν σε αυτή την ξεχωριστή σύνθεση. Κάποια από τα πράγματα που χρειαζόμασταν έπρεπε απλά να κατασκευαστούν. Για παράδειγμα, υπήρχαν τέσσερις γεννήτριες ισότοπων RITEG (η ραδιενεργή συσκευή που εμφανίζεται στην ταινία), στην τοποθεσία, αλλά φυσικά έπρεπε να φτιάξουμε αντίγραφα για λόγους ασφαλείας.
(...) Γράφω μόνος μου τα σενάρια, το οποίο για μένα είναι η πιο επίπονη διαδικασία. Μου παίρνει κυριολεκτικά χρόνια να αναπτύξω μια ιστορία. Στην πορεία, οι πρωταγωνιστές γίνονται κομμάτι μου. Ή μάλλον κομμάτια του εαυτού μου, παίρνουν μορφή κι εξελίσσονται σε πρωταγωνιστές, οι οποίοι μετά αποκτούν ζωή ως ξεχωριστοί άνθρωποι. Ωστόσο, όταν η ταινία συναντά το κοινό, αν η ιστορία εξελιχθεί παραπέρα από το συγκεκριμένο χρόνο και χώρο που ορίζεται, κι αν αγγίξει μια παγκόσμια ή προσωπική χορδή του θεατή, για μένα αυτό σημαίνει ότι η αποστολή μου έχει επιτύχει.
(δήλωση του σκηνοθέτη, στις σημειώσεις για την παραγωγή, συνέντευξη στο περιοδικό ACTION!, πηγή δελτίο τύπου)