(Όνειρα Απατηλά)
του Christian Petzold
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
jerich2.jpg
(...) Η ταινία «Jerichow» είναι πραγματικά εντελώς υλιστική! Αν υπάρχει σ’ αυτή κάτι πέρα από το πραγματικό οφείλεται στο εξής: όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να ποθούν, ο κόσμος μικραίνει πολύ, γίνεται χωμάτινος σβόλος. Ακόμη και ο ερωτευμένος γίνεται παρανοϊκός, διαβάζει όλα τα σημεία, αλλά μόνο σε σχέση με τον εαυτό του. Έτσι προκύπτει κάτι εξωπραγματικό. Όταν μια γυναίκα φωνάζει μέσα στο δάσος ένα όνομα και ο άντρας βγαίνει πίσω από κάποιο θάμνο, τότε η επιθυμία και ο φυσικός κόσμος συμπίπτουν. Κι αυτό είναι, πιστεύω, η ευτυχία στον κινηματογράφο. Παλιότερα ήταν αλλιώς: ο Fritz Lang γύρισε τον «Δόκτορα Μαμπούζε» για να μιλήσει μέσω του φανταστικού για το παρόν του.
Ίσως έχει να κάνει με το μεγάλο σφάλμα να τραβούμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον αποκαλούμενο κινηματογράφο τέχνης και τον mainstream κινηματογράφο. Αυτό στερεί από τον κινηματογράφο τέχνης το φανταστικό και από τον mainstream κινηματογράφο το φυσικό. Παλιότερα δεν ήταν έτσι. Παλιότερα ο Bergman μπορούσε να γυρίσει την «Ώρα του λύκου» και o Lang τον «Δόκτορα Μαμπούζε» επειδή αυτό ήταν καλός κινηματογράφος. Η avangard και το mainstream δεν ήταν ακόμη εχθροί. Σήμερα, με τους εμπόρους να καθορίζουν τον κινηματογράφο, είναι αλλιώς. Αυτή η διαφορά κλέβει από τον κινηματογράφο την ουσία του. Ο κινηματογράφος τέχνης βρίσκεται σε με καταθλιπτική εξορία: ο κινηματογραφικός δημιουργός έφτασε μόνο μέχρι το Έμπολι.
jerich1.jpg
(...) Ο αμερικανικός κινηματογράφος δεν μπορεί να απεικονίσει την ταξική πάλη, το ίδιο και την εργασία στο εργοστάσιο. Γι’ αυτό ανακάλυψαν τη ληστεία τραπεζών. Μιλούν για την ταξική πάλη σαν να πρόκειται για μια ιστοριούλα για τον κοινωνικό φθόνο και τη δομή των ενστίκτων. Αλλά ο αμερικανικός κινηματογράφος έχει κάτι που μου αρέσει: πράγματα που δεν μπορούν να απεικονιστούν καταφέρνουν να τα βγάζουν μέσα από άλλα σενάρια.

(...) Το βιβλίο γράφτηκε στη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, όταν το αμερικανικό όνειρο είχε τελειώσει. Πιστεύω ότι αυτό το μυθιστόρημα επανέρχεται στον κινηματογράφο όποτε υπάρχει διάλυση και επέρχεται κρίση. Τρία πρόσωπα οδηγούν σε μια χωρική προοπτική. Τι συμβαίνει σ’ αυτόν το χώρο; Πού οφείλεται η ένταση;

(...) Θα προτιμούσα να είχα τρεις εβδομάδες για πρόβες. Δυστυχώς ελάχιστοι ηθοποιοί διαθέτουν τόσο χρόνο, τουλάχιστον καταφέραμε να έχουμε δέκα μέρες. Όταν σπούδαζα λογοτεχνία τα λεγόμενα βασικά βιβλία, που ήταν διαθέσιμα για το εκάστοτε σεμινάριο στη βιβλιοθήκη, ήταν ό,τι καλύτερο. Και όχι η σύνδεση με το Διαδίκτυο. Βρίσκω ότι έτσι θα έπρεπε ν’ αρχίζει κάποιος μια ταινία: με βασικά βιβλία, που τα χρησιμοποιείς, τα συμβουλεύεσαι, συζητάς γι’ αυτά.

(...) Δεν μου άρεσαν ποτέ οι κινηματογραφιστές που έκαναν κάτι εντελώς διαφορετικό σε κάθε ταινία. Προτιμώ τον Howard Hawks, που γύριζε παλιά σενάρια και επεξεργαζόταν παρόμοιες καταστάσεις. Όμως πάντα άλλαζε κάτι. Έλεγε σχετικά: Ζούμε από τη μικρή διαφορά. Αυτό μου αρέσει, εδώ περιέχεται για μένα όλη η αλήθεια. Και όχι σε κάποια καλλιτεχνική ανακάλυψη μιας μεμονωμένης εικόνας.
jerich3.jpg
(...) Μερικές φορές έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις πια μόνο τόπους που ήδη ξέρεις. Αλλά όταν πηγαίνεις εκεί με τρεις ανθρώπους, σου φαίνονται διαφορετικοί απ’ ό,τι αν πας με δύο. Ο Godard έλεγε: Όταν στο τέλος μιας ταινίας δυο άνθρωποι φεύγουν, τότε φτιάχνουν μια οικογένεια. Όταν φεύγουν τρεις φτιάχνουν μια εταιρεία [μήπως κοινωνία;].

(...) Τα πρόσωπα στη «Jerichow» δεν έχουν πια διάθεση να δώσουν εξηγήσεις για το άτομό τους. Το έχουν ξεπεράσει. Μου αρέσουν τα άτομα που δεν έχουν πια πολύ χρόνο, που ανυπομονούν και δεν χρειάζεται να πάρουν το θεατή από το χέρι. Ο θεατής πρέπει ν’ ασχοληθεί με αυτά τα πρόσωπα και την πολυπλοκότητά τους χωρίς εκείνα να του πουν: «Είχα δύσκολα παιδικά χρόνια».

(...)Σε μια εκδήλωση στο Μόναχο πριν λίγους μήνες, συζήτησα με τον Marcus Rosenmuller. Αναρωτηθήκαμε γιατί οι βερολινέζικες ταινίες διαφέρουν τόσο από εκείνες του Μονάχου. Εξέφρασα τη γνώμη ότι, πέρα από τον πλούτο, τη HFF, την Bavaria, την εκκλησία κι όλα τα σχετικά με την οικονομία, έχει να κάνει με το γεγονός ότι το Μόναχο έχει περίχωρα όπου ζουν οι γονείς. Έτσι οι οικογενειακές ιδεολογίες λειτουργούν και σαν γείωση. «Θα πάω το σαββατοκύριακο στους γονείς μου στο χωριό» – κάτι τέτοιο δεν θα το ακούσεις ποτέ στο Βερολίνο. Στη δεκαετία του ’80 μετακόμιζαν στο Βερολίνο, την πόλη του τείχους, για να είναι όσο πιο μακριά γινόταν από τους γονείς. Δεν υπάρχει λοιπόν ρίζες στην καθημερινότητα, σε μια οικογενειακή ιστορία.

[αποσπάσματα απο συνεντεύξεις του σκηνοθέτη στα έντυπα DIE ZEIT No 03, 8-1-09, SUDDEUTSCHE ZEITUNG, 7-1-09, FRANKFURTER RUNDSCHAU, 8-1-09]